- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου
Εσύ παλεύεις για τα όνειρά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.
Είσαι lowbap και είναι μαγκιά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.
Μη κοιτάς ποιος βρίσκεται δίπλα σου απόψε
ούτε το μέρος που ανταμώσαμε τι είναι.
Χίλια κομμάτια την μιζέρια σου κόψε
κι αν το λέει η ψυχούλα σου μείνε.
Μείνε πλάι σ’ αυτά που δειλούς ξεμπροστιάζουν
κι αν σε τρομάξουν λιγάκι, μαζέψου.
Ή τράβα εκεί που οι ξεπεσμένοι γιορτάζουν,
μα εγώ προτείνω, άντεξε, σκέψου.
Δε σου πάσαρα ποτέ λύσεις κι ευκολίες,
μα εσύ στραβά με πήρες ή μ’ αγαπάς.
Την διάφορα την έκανες στις δυσκολίες
κι ακόμα αντέχεις καλά το πας.
Χρεώνεις τ’ άδικα, έχεις συνέπεια
στους δήθεν χαρίζεις εφιάλτες.
Είσαι lowbap μ’ αξιοπρέπεια,
χωρίς καθόλου hip hop αυταπάτες.
Άκου με εμένα τους έχω όλους μαζί,
είσαι hip hop ωραίο κι ατόφιο
κι άσε τους τρύπιους να δουλεύουνε ψιλό γαζί τον κάθε ψόφιο.
Είναι σα να κρατάει χρόνια νοτιάς
κι έχει φέρει τα σκατά πάνω - πάνω
κι αν δε σιχαίνεσαι και θέλεις να φας
εγώ προτιμώ να πεθάνω.
Μα όσο αντέχω, θέλω να σκέφτεσαι
κι όσο αντέχεις, για πάρτη σου θα ‘μαι
στη σκηνή κι όσο το χαίρεσαι
θα ‘σαι ανάσα μου, θα ‘σαι θυμάμαι.
Ψηλά το κεφάλι, σφίξ’ τη γροθιά σου.
Σκυφτοί είναι μόνο οι ντροπιασμένοι,
θα φωνάξω low bap στην υγειά σου
να δεις πως σκιάζονται οι ξεπεσμένοι.
Εσύ παλεύεις για τα όνειρά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.
Είσαι lowbap και είναι μαγκιά σου,
σήκωσε ψηλά τη γροθιά σου.
Ξοδεύτηκα σ’ αυτή τη Hiphopoly,
όμως βαστάει η ψυχή μου η καλόβολη
τώρα που βίζιτες κάνει το hip hop σ’ όλο τον κόσμο,
σέρνω μέσα μου και βλέπω ατέλειωτο δρόμο.
Εικοσιπέντε χρόνια στον ώμο - μεγάλο πέρασμα.
Kόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα
πάρε στίχους χιλιάδες και δώσε κέρασμα φωτιά
και περηφάνια ωραίο ταίριασμα.
Κοίτα εκεί έξω σμίγουν οι σκουληκαντέρες,
σηκώνουν νέο αδελφοhiphopπαντιέρες.
Ξαπλώνουν όλοι οι ληγμένοι πάνω στο ίδιο κρεβάτι.
ρε, φτύστους όλους για την ψυχή του Πυροβάτη.
Φτύστους όλους τους ξεπεσμένους,
η ομοψυχία είναι για τους φοβισμένους.
Είναι για εκείνους που άδειασε απ’ τα ωραία η ψυχή τους
είναι για εκείνους που έχουν κλέψει τη φωνή τους.
Είναι για εκείνους που κλέψαν απ’ τον κόσμο αγάπη,
είναι για εκείνους που χρυσώνουν το χάπι.
Είναι για εκείνους που με λένε τώρα κάθαρμα, σατράπη
ενώ κρυβόντουσαν χρόνια πίσω από την δικιά μου πλάτη.
Τώρα φευγάτοι, άνετοι, ψαγμένοι,
όμως η εκδίκηση μπορεί να περιμένει.
Άστο σ’ εμένα μόνο είναι ταμένοι,
εσύ κράτα τη γροθιά σου υψωμένη.
Από το Πέραμα στο Brixton φτιάχνω δρόμο,
τώρα που βίζιτες κάνει το hip hop σ’ όλο τον κόσμο.
(All units to Brixton) παρ’ το πάλι απ’ την αρχή
I’m a lowbap (nightmare to America’s dream)
Από το Πέραμα στο Brixton oι ταμένοι
κρατάνε ακόμα την γροθιά τους υψωμένη
(All units to Brixton) πύρινες ρύμες βροχή,
I’m a lowbap (nightmare to America’s dream)
Σιχάθηκα αυτή τη Hiphopoly,
είμαι το ζάρι το τριμμένο στη μονόπολη,
της μουσικής βιομηχανίας εικασίες,
ξεπουτανιάσματα κι αγοραπωλησίες
απρόσωπα χωσίματα, δήθεν μηνύματα
και καλά κρατάνε στάση πάλι όλα τα βλήματα
σάπια γεννήματα από δειλογκαστρώματα
φήμες κωλόγριες από νεκροστόματα
πουτάνας παινέματα, κερατάδες,
κριτές αυτόκλητοι σε μοντέρνους καιάδες,
και σεις τριγύρω τους οι κλακαδόροι της ξεφτίλας
ζητωκραυγάζετε για το ζευγάρωμα της σκύλας
της ζωής τους με το θάνατο
hip hop σκληρό, ωμό, ηλιόλουστο κι ανάστατο
σαν πορνοταινία με παρτούζες trendy βρωμόπουστες,
hip hop χαβούζες.
Σκάσε ρε μάσκα, έχει κι όμορφα
πράγματα αντρίκεια παράξενα ιδιόμορφα
που εμείς τα ζούμε και μην κοιτάτε προς εμάς
γονατίστε δε φτιάχτηκε ο ουρανός για εσάς.
Από γη ελευθερίας, Hiphop πολυτελείας
άνευ αξιοπρέπειας και πλήρες μαλακίας
σάουντρακ ταινίας όχι πια Wildstyle
αλλά αγνό, ξανθό, παρθένο, από μπρος freestyle.
Δεν ήταν πάντα έτσι παλιά υπήρχαν μάγκες
που δεν τους ξεχωρίσαν απ’ τους βλάκες,
βρετανοί, αφρικανοί, τζαμαϊκάνοι, μεξικάνοι
και σας πείσανε μαλάκες ότι ήταν αμερικάνοι
μάθατε να λέτε τη μετάλλαξη, εξέλιξη
κι αν τους αντιγράψετε καμία έκπληξη,
ένεση σας κάνανε γιο και σκύλα σόι
και κορδόνι δεκαπέντε πόντους πάνω απ’ το homeboy.
Πεινάγατε για g- string - κάτι μου φταίει
που φορτώνετε μικρόφωνα με γκέι delay
για μένα δεν είναι Mc όποιος δεν ξέρει να λέει:
‘What did you say?’ ‘Fuck U.S.A.’
Ψάχνω σε Αγγλία, Νότιο Αμερική, Παλαιστίνη,
Νέα Ζηλανδία κι Αφρική,
ατόφιο Hip hop όχι στιλάτο και digital,
γαμόντας αμερικλανιές, ντόπιες κι original.
Ποτέ δε γειτονέψαμε, χώρια παλέψαμε.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε.
Δεν έπαψα να καίγομαι - πόσο το χαίρομαι.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.
Δρόμε μου αμίλητε, τοπίο μου αγέραστο,
όνειρο απείραχτο, πιοτό μου ακέραστο,
αταίριαστό εγώ μου, μεγάλε ανήφορε,
λεπίδα στομωμένη, τσαμπουκά μου ασύμφορε
σταμάτα το πέταγμα, δεν είσαι γεράκι.
Γύρισε μέσα μου εσύ, δεν κρατάς από τζάκι.
Ξέρεις τον τρόπο, ξέρεις, κι εσύ μοναξιά μου
στεγνώνεις πάνω μου μοναδική αλλαξιά μου,
ταμπουρωμένη στου ήλιου τα ξεχύματα,
μετράς τις μέρες αργά, μετράς τα βήματα.
Στ’ ονειροδιάβα μου φυλάς τα νότα και το νου μου
και το ψέμα του εχθρού μου κάνεις θήκη του σπαθιού μου.
Κι όσοι ψυχομαχούν, δε βρίσκουν να διαλέγουν
κι όσοι έφτασαν παινεύοντας, κατηγορώντας φεύγουν
σα γυμνοσάλιαγκες στη λάσπη κι εγώ χαίρομαι,
δεν υποφέρομαι - είμαι low bap και φαίνομαι.
Ποτέ δε γειτονέψαμε, χώρια παλέψαμε – από τους χορτασμένους.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε – καημό στους πικραμένους.
Δεν έπαψα να καίγομαι, πόσο το χαίρομαι – μακριά απ’ τους ξεπεσμένους.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.
Καλομελέτα, καίγεται, βαράει η ντροπή κανόνι,
ντυμένη στα βελούδα της και μ’ ύφος που θαμπώνει.
Αμαχητί παρέδωσε όλα τα φισεκλίκια
κι απ’ τον εξώστη κλαψουρίζουνε φτυσμένα πιτσιρίκια.
Πιο κάτω οι μωρόπιστοι τρέμουν μπουζουριασμένοι.
Ψάχνουν τα λόγια οι αρχηγοί με τη βλακεία ζωσμένοι.
Μα το δέντρο ό,τι κι αν γίνει στη ρίζα του υπακούει
και ‘γω που πάντα είμαι εδώ - τι άσχημο χούι!
Για την αφόρητη σιωπή ξέρεις τι φταίει,
Ρε, συ ούτε ένα αρσενικό - χιλιάδες νοματαίοι.
Ρε όλοι φιμωμένοι, δεμένοι και σκισμένοι
και ξεσπούν απάνω τους οι πολυκαιρισμένοι.
Μη σκιάζεσαι, ποτέ δε γειτονέψαμε,
μη ντρέπεσαι ποτέ, τα ίδια δε γυρέψαμε.
Πέρασες ξυστά κι απ’ την αλήθεια κι απ’ το ψέμα
κι απ’ την αρχή καμάρωνες προτού να δεις το τέρμα.
Ξεφούρνιζες βλαστήμιες σε κλεμμένα ταψιά
και πάντα έτρωγες κρυφά απ’ αλλουνού τη χαψιά.
Πέντε λεπτά ανάταση, βουή και λίγος σάλος.
Ο μέρμηγκας στην τρύπα του είναι άρχοντας μεγάλος.
Ρε, πόσο σε ζηλεύουνε όλοι οι ξεπαστρεμένοι.
Μπαίνουν στεγνοί στα πράγματα και βγαίνουν μουσκεμένοι.
Ψελλίζουν και τρεκλίζουνε για τη ζωή τη σκρόφα
που νοιάζεται για κείνους που είναι από άλλη στόφα.
Και που ‘σαι, αυτό το λυσσασμένο στόμα
όσα έλεγε για σένα εχθές, θα λέει για χρόνια ακόμα,
περαμιώτικα, έτσι, χωρίς ίχνος σεβασμού
για όσους χαρίστηκαν του ξεπεσμού.
Καλοδέχεται η ζωή τους χορτασμένους
που ροκανίζουν ένα σάπιο διαβολόξυλο
κι η μουγκαμάρα τραβάει τους ξεπεσμένους
στο λάκκο της, γιατί αγριεύουν το παλιόσκυλο
που φυλάει το τεφτέρι με τα αχάλαστα
και ετοιμάζει την κοσμογυρισιά τους,
μα θα γυρίσει για τα ψευτοαδάμαστα –
δεν αντέχει την ατιμωρησιά τους.
… B.D.Foxmoor και Sabac έτσι δένει το ατσάλι…
Κανείς δεν τα ‘βαλε, παλιόφιλε, με σένα κι όποιον σκέφτεται στα μέρη σου.
Εσύ κάνεις ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου.
Στρώσε δρόμο κόντρα στο ψεύτικο τους τρόμο,
ξέρεις και ξέρω τον άγραφο του δρόμου νόμο
Πυρακτωμένα λόγια καίνε βρώμικες συστάδες,
αν χρειαστεί να πέσουνε και κλωτσοπατινάδες.
Το hip hop θα ‘πρεπε να ‘τανε καυτό κατράμι
κι όχι πουστράκια παντού που καβαλάνε το καλάμι.
Σφαίρα στη θαλάμη, εγώ έχω τ’ όνειρό μου,
το low bap είναι ο δρόμος και το αντίβαρό μου.
Ας ελπίσουμε παρέα στη λευτεριά μας
κι ό,τι θα σκιάζει για καιρό τους μαλάκες η θωριά μας.
Και στη φωτιά μας να δένει πάντα ατσάλι
να επιβιώνουμε απ’ την ξεφτίλα τη μεγάλη
και στα ανταμώματα μας καινούρια βάλσαμα
για όσους σκιαχτήκαν και πνίγονται στο ανάθεμα.
Πες το επανάσταση, το λέω φωτιά, το λεν μαγκιά,
όπως και να ‘χει τράνταγμα είναι σαν κοντακιά.
Κι ας λένε, απλά, πως τη μηλιά κουνάνε τα καθίκια
για να φύγουνε απ’ τα μήλα τα σκουλήκια.
Ό,τι κι αν γίνει, θα ‘μαστε εδώ και χρέωσέ μας,
κρεμάσου απ’ την ντροπή ή σκότωσέ μας.
Μα όσα ξοδεύουμε χαλάλι στη Hiphopoly
μέχρι να γείρουνε στο χώμα οι πικρόχολοι.
κι από το Πέραμα στο Brooklyn στο Λονδίνο
σκορπάω τα λόγια μου κι ό,τι απογίνω.
Θα το χρωστάω σε κάποιο μύθο του βάλτου
κι ό,τι δεν δείλιασα ποτέ αντίκρυ θανάτου.
… B.D.Foxmoor και Sabac έτσι δένει το ατσάλι…
…Me I rest – Don’t sleep
Don’t creep ‘cause I’m awake
trying to find like minds in this world of snakes…
Είναι όλα εύκολα για σας εκεί ξανά και ξανά
ενώ εδώ σμίγουνε στ’ αλήθεια βουνά με βουνά
Σ’ αυτό τον κόσμο τον ακλάδευτο,
είμαι η ρίζα από ένα δέντρο ασάλευτο
Όλο ζωή μα κι όλο θάνατο.
Αυτό κράτα το, είναι η τελευταία φορά.
Προλαβαίνεις να χαθείς ή να σε βρει συμφορά.
Δε μετανιώνω καθόλου για το τσάμπα του κόπου.
Κόβω τα λόγια, όμως, θα σε δικάζω επιτόπου.
Κάθε που ξεμυτίζεις γύρω και ξεγελιέσαι
Θα είμαι εκεί στα σκοτεινά, θα βρω το χρόνο δε βαριέσαι.
Θ’ αφήνω τα όμορφα για λίγο και θα σου έρχομαι
Ενώ οι βλάκες θα νομίζουν πως σε ανέχομαι
Μιας και θα γράφω για πράγματα πιο σοβαρά από σένα
Θα το ξέρουμε δυο μας πως τα μισά θα λέει η πένα.
Τ’ άλλα στο αντάμωμα το ωραίο που χρόνια περιμένω.
Τρίβω τα χέρια μου καμιά φορά, κι ανασαίνω
Τέλος ο χώρος πια για σας απ’ τα τραγούδια μου.
Άρρωστο λίπασμα μακριά απ’ τα λουλούδια μου.
Πάρτε μικρόφωνα και παίξτε σαν καλά παιδάκια
τέρμα λοιπόν οι στίχοι μου για σας πουστράκια.
Καθίστε εκεί, περνάτε ωραία, είστε η κατάρα της σκιάς
μονιασμένοι οι ξεπεσμένοι και μακριά από μας.
Καθίστε εκεί περνάτε ωραία, εγώ ζω τη φταίξη μου.
Ποτέ δεν είχατε ψυχή να ‘ρθείτε λίγο στη θέση μου.
Τράβα το δρόμο σου, παίξε το ρόλο σου
κι αφού ρισκάρεις τα όμορφα φτύσε τον κόρφο σου.
Κράτα το φόβο από τις νύχτες σου τις άυπνες για γούρι,
κρυφοκαμάρωνε που σου ‘τυχε το κελεπούρι.
Κι αφού έτσι τα μετράς, έτσι θα ‘ρθούν μπροστά σου
λειψά κι αταίριαστα όλα κοντά σου - περαστικά σου.
Αφού νοιάζεσαι πιότερο, ήδη ζεις το χειρότερο,
έχεις βρει της ζωής τον σκοπό ήδη τον απώτερο.
Λίγο μυστήριο του βλάκα το ελιξίριο
κι είναι σαν χαμστεράκι μες στη γυάλα στο εργαστήριο
που καλοτρέφεται, το ξεγελάνε και βολεύεται,
φτιάχνει τον κόσμο μια σταλιά και παύει να ονειρεύεται.
Σκάσε και ζήσε το, μοιάζει με ανεμοπύρωμα
που αν είσαι τυχερός, πεθαίνεις σύντομα.
Αν όχι γάμα τα, ούτε θα μάθεις το γιατί.
Ένας βλάκας λιγότερος – ζήτω η ζωή.
Είχες αντίβαρο πολλούς που σε νοιαζόντουσαν,
παρά τα χάλια σου τα δύσκολα μαζί σου μοιραζόντουσαν.
Κι είχες μισήσει κι εμένα που σου τα ‘χωνα.
τώρα σε δέσανε οι τύψεις σου γερά πισθάγκωνα.
Κι ούτε τη θηλιά δε φτάνεις μοναχός να περάσεις.
Δυστυχώς για όλους και για σένα θα γεράσεις
κι όσα περάσεις ούτε κουράγιο να τα πεις
κι όσα ξεράσεις, αν προλάβεις - ριπές ντροπής.
Γλέντια τρικούβερτα, φωνές δυνατές, μελάτα νιάτα,
κουτοπονηρέματα, ψευτιές, κακά μαντάτα,
δε λέει τίποτα που με το ζόρι εδώ είσαι ακόμα,
κάποιος σου βαλε από τον τάφο σου στη τσέπη χώμα.
Α ρε, και να ‘ξερες, γιατί, μαλάκα αν ξέρεις,
και το κακό που σου ‘λαχε τριγύρω μας το φέρεις,
θ’ αλλάξω τίτλο στο έργο αυτό το γαμημένο απ’ την αρχή.
Ένας προδότης λιγότερος – ζήτω η ζωή.
Μα αν όλα αυτά τα κάνεις κατά λάθος
παρασυρμένος απ’ του έρωτα το πάθος,
όταν ξελαμπικάρεις τρέχα και ζήτα τις συγνώμες σου
από τ’ αδέρφια σου που λούστηκαν τις βρώμες σου.
Κι αν σ’ αγαπάνε κι αντέχουν φτύστε τ’ αναποδιασμένα,
ίσως πιστεύετε το «περασμένα ξεχασμένα».
Τότε, ίσως πείτε αγκαλιά με μια φωνή,
ένας μαλάκας λιγότερος – ζήτω η ζωή.
Θου κύριε το στόματί μου…
Ήρθα μόνος μου δεν ήρθε το καλό μαζί μου
τριαντοχτώ περίπου χρόνια αξομολόγητος
βαπτισμένος με το ζόρι κι ασυγχώρητος
Από παιδί με πιάνανε στην εκκλησία στα πράσα
που φωτιά ήθελα να βάλω στου παπά τα ράσα.
Είχαμε σχέδιο για το παγκάρι του προφήτη Ηλία
να το σπάσουμε έξω απ’ το σχολειό να πάρουμε βιβλία.
Όμως, μας έπιασε η κουφάλα η παπαδιά
που έκλεβε πρόσφορα κρυφά μες στην ποδιά
και το κρυφόκανε με τον δεξιό τον ψάλτη
που εκείνος τα ‘χε και με τον καντηλανάφτη.
Εντάξει, εγώ ήμουνα απ’ άλλη ενορία,
στην εκκλησία μας δρούσε άλλη συμμορία
παιδεραστίας και υπέρ ανεγέρσεως του ναού
νταβατζιλίκι σ’ άλλο ένα σπίτι του θεού.
Τις μυροφόρες θυμάμαι πίσω απ ‘τα στασίδια
να προσεύχονται να βρέξει ο ουρανός (αρ..ια)
Μ’ αυτά και μ’ άλλα με πήρανε τα χρόνια
μέχρι που είδα παπά στο γάμο μου ρε σαν τα χιόνια
κι ευτυχώς που μου έδωσε τις ευλογίες του
χαλάλι τα λεφτά με τις υγείες του.
Κι αφού δεν έκανα ποτέ αίτηση αθανασίας
γουστάρω δήμευση περιουσίας της εκκλησίας.
Μη κρατάτε κακία όμως στο Θεό,
το μαγαζί έχει τρεχάματα είναι πολυεθνικό,
πού να γνωρίζει κι αυτός όλους τους συνεργάτες του
κι αυτός κοιτάει να διώξει το βάρος απ’ τις πλάτες του.
Άλλοι λαμόγια κι άλλοι στην προσευχή ως το βράδυ.
Άλλοι professionals ή στου Μεσαίωνα το σκοτάδι.
Καλά όλα αυτά, αλλά για τα μοναστήρια τους
αλλιώς θ’ ακούνε μια ζωή τα ασιχτήρια τους.
Δεν είναι ο λαός το παιδί για τα θελήματα
έχει τα ζόρια του μύρια προβλήματα
αν μας κυκλώσουν κι οι σκιές με τα μεγάλα μαύρα ράσα
άντε βγάλε από τα μάτια μας τα γράσα.
Και ας τελειώνουμε επιτέλους με τα τάματα
στο κεφάλι μας κρυμμένα όλα τα θαύματα
με τους σάπιους ούτε στιγμή απ’ τη ζωή μας
που μια την έχουμε να ‘ναι δική μας
όσο για το θέμα μου ας το διευθετήσουνε
έτσι για φόρο τιμής ας μ’ αφορίσουνε
κι όταν ψοφήσω μη με διαβάσουνε
οι φίλοι μου οι αριστεροί απ’ τη ζήλια τους να σκάσουνε.
Ω, μεγάλα μαύρα ράσα
Χρυσοί σταυροί και πετραχήλια
Ω, στα μάτια μας τα γράσα
και οι προσευχές στα χείλια.
Ω, μεγάλα μαύρα ράσα σας πληρώνουμε όλοι φέσι
Τον Ιούδα τον μπαγάσα τη δουλειά άφησε στη μέση.
Αν ονειρεύεσαι του κόσμου τη χαρά όλη για πάρτη σου.
Aν ονειρεύεσαι μια αγάπη τη φορά, βγάζεις το μάτι σου.
Αν ονειρεύεσαι μέρη κρυφά να ξεχνιέσαι και να χάνεσαι.
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά, αδελφέ μου, μαλάκας πιάνεσαι.
Αν όμως ζεις τις στιγμές και τις στραγγίζεις λιγάκι ακόμη,
τότε η ευτυχία, η ζωή κι ο θάνατος, κοντινοί είναι δρόμοι
για να τους πας περήφανος σιγά - σιγά και περπατώντας.
Και να μη φας τον καιρό σου αδελφέ μου ψευτογελώντας
Βάλε το γέλιο, λοιπόν, πάνω απ’ το ψέμα
σαν μια βελόνα οχτάρα που κεντάει μελάνι στο δέρμα
αυτό που διάλεξες κόντρα στο ριζικό σου
και απ’ την ασχήμια τους κράτα λίγη ομορφιά για μερτικό σου.
Πύρινο βιος σου δυο λέξεις, ζωής ριξιά,
αφού δε ζήλεψες σαν άλλους λουσάτη αλλαξιά
κι αφού δεν χώθηκες σε βρώμικους ψυχοκρυψώνες
έχεις δέσει καλά το ατσάλι με χειμώνες
Τι ονειρεύεσαι, λοιπόν, σαν τους ευχαριστημένους
αυτούς τους άφησε η ξεφτίλα φασκιωμένους
να μουρμουράνε για την πάρτη μας και μόνο,
όταν αγγίξουν οι λεπροί τη φωτιά δεν νοιώθουν πόνο.
Και τον χρόνο τον κουμαντάρουνε αναλόγως
τον ζυμώνουνε χωρίς μαγιά, που λέει ο λόγος,
για να’ χει τη φρεσκάδα του κόντρα στα πολυκαιρισμένα,
στα πανιασμένα και τα ξεχαρβαλωμένα.
Γι’ αυτό σου λέω, τί ζηλεύεις, τί ονειρεύεσαι
Τα ‘χεις μπροστά σου, ζήσε, τί παιδεύεσαι
Αν περιπαίζεις τ’ απλά, είναι σαν να χάνεσαι
αν τα θέλεις όλα, μαλάκας πιάνεσαι.
Κοίτα εκεί έξω, οι δήθεν ασυμβίβαστοι
τάζουν στον διάολο για να μείνουν αρυτίδιαστοι.
Κι όσοι τους βλέπουν στέκουνε συνεπαρμένοι,
άντε ξεχώρισε ποιοι να ‘ναι πιο καημένοι.
Μια γη καμένη από αγάπες και χαρές
απ’ τις φωτεινές ρεκλάμες κάτω λιώνουν ουρές
κι όσα δεν έφτανε η αλεπού τώρα τα φτάνει,
καλά τηνε δασκάλεψε όλο αυτό το ανθρωπομάνι.
Εσύ κοίτα να στραγγίζεις τη ζωή λιγάκι ακόμη.
Η ζωή κι ο θάνατος κοντινοί είναι δρόμοι
κράτα τα όμορφα και σιγοπερπατώντας
και να μη φας τον καιρό ψευτογελώντας
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι - του κόσμου τη χαρά όλη για πάρτη σου
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι - μια αγάπη τη φορά, βγάζεις το μάτι σου
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι - μέρη κρυφά να ξεχνιέσαι και να χάνεσαι
Αν ονειρεύεσαι γι’ αυτά – αν ονειρεύεσαι - γι’ αυτά μαλάκας πιάνεσαι.
Θυμήθηκα ξανά κάποιον που μου ’χε πει
αν συνηθίσεις την σιωπή σειρά μετά έχει η ντροπή
κι αναρωτιέμαι ξανά πέρα πως θα τα βγάλω
νοιώθω μικρή φωνή σε ταξίδι μεγάλο
που με φλερτάρει η κιθάρα και τα ’χω κάνει μαντάρα
κι όσο μοιάζει απλό τόσο μου μοιάζει κατάρα
αν είναι όσα πω να ταξιδεύουν για πάντα
πρέπει να μοιάζουν τραγούδι, μια άστεγη μπαλάντα.
Στο δικό μας σπιτικό ίδια η χάση με τη φέξη
γυμνή η ψυχή μου έτσι γουστάρω κι όσο αντέξει
φρεσκοξεπλυμένη αγάπη μου ’χει στήσει καρτέρι
δεν φοβάμαι μα λυπάμαι δεν της δίνω το χέρι.
Προτιμώ να γυρίζω στο φεγγάρι και να λέω ευχαριστώ
σε ένα μπουκάλι με αλκοόλ σαράντα τoις εκατό
στην μοναξιά μου να φτιάχνω παραμύθια με κόσμο
να ρίχνω ψίχουλα μη χάσω το δρόμο.
Στην άστεγη μπαλάντα μας κανέναν δεν τρομάζει η φυγή
στα πέτρινά τους χρόνια εμείς μαζεύαμε βροχή
κανέναν πούστη ακόμα δεν κάναμε δώρο στο χώμα
γι’ αυτό με κυνηγάει ένα βρόμικο στόμα.
Σ’ αυτήν εδώ την μπαλάντα οι ανάσες γίνονται ευχές
και μαχαιριές οι ματιές
κι αν δε σου μοιάζει hip hop σαν τα συνηθισμένα,
δεν με νοιάζει εδώ η κιθάρα ρε βαράει για μένα.
Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά έστω και με την τρίτη
Ήρθε να με φιλιώσει κι εγώ τ’ ανέχτηκα
ήρθε να μου θυμίσει πόσο πολύ ξοδεύτηκα
σε τούτη την Hiphopoly που ρίχνει ψέμα βροχή
στους δειλούς μόνο ταιριάζει η φυγή
κι όσο ωραία ήταν η φέξη έτσι θα ‘ναι κι η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει.
Βαράει κι ο χρόνος παρέα, αλλά ποιος τον παίρνει σοβαρά
στο φευγιό μας δεν τον βάζουμε ποτέ σε σειρά
ένα μικρόφωνο δε φτάνει ούτε η κιθάρα περισσεύει
απόψε τα άλλα η ψυχή μας μάλλον δεν τα αποφεύγει.
Κι εσύ μαλάκα που βιάστηκες να χαρείς
μου έδωσες τόσο κουράγιο απ’ το Low Bap να το βρεις
να’ σαι καλά κι έτσι να βιάζεσαι πάντα
κι εγώ θα σου στέλνω πάντα τα άσχημα μαντάτα.
Την προηγούμενη φορά είπαμε να μην νοιαστεί κανείς
αλλά νοιαστήκαν αρκετοί κόντρα της παρακμής
γι’ αυτό για πάρτη τους τα λέμε όλα απόψε
κι αν θες να αφήσεις κακό λιγάκι, κόψε.
Η άστεγη μπαλάντα μας φοβάται πια τους τοίχους
ξέφυγε απ’ τους ήχους, φίλιωσε με τους στίχους
συνήθισε στο κρύο, βαρέθηκε τα αντίο
έφτιαξε το ρεφρέν της και μοιράστηκε στα δύο.
Η άστεγη μπαλάντα μας απόψε βρήκε σπίτι
τα κατάφερε καλά έστω και με την τρίτη
Ήρθε να με φιλιώσει κι εγώ τ’ ανέχτηκα
ήρθε να μου θυμίσει πόσο πολύ ξοδεύτηκα
σε τούτη τη Hiphopoly που ρίχνει ψέμα βροχή
στους δειλούς μόνο ταιριάζει η φυγή
κι όσο ωραία ήταν η φέξη έτσι θα ‘ναι κι η χάση
με τούτη τη μπαλάντα που μαζί μας θα γεράσει.
Μας άφησε πολλά, ενώ είχε τάξει λίγα
μας έδειξε πατρίδα μα έκανα πως δεν είδα
έφυγε σαν γουλιά μα μου ’χει αφήσει τ’ άρωμά της
χάθηκε μακριά μα ακούω ακόμα την καρδιά της.
Εγώ της είχα πει αν θέλει να μείνει στην ψυχή μου
για πάντα μα εκείνη γέλασε μαζί μου
μου ’πε ευχαριστώ κι ένα όχι ευγενικά
και πως ποτέ από φτωχούς δεν παίρνει δανεικά.
Y’ know when you walk in a dance, right? - and the Beat Line pushes the air out of your lings, the low end causes goose bumps and makes the hair on the back of your neck stand up. That’s the feeling I’m talking about. That’s what I’ m trying to explain. It’s all about the fat controller, the soundman, aka the deejay he runs tings he brings the vibes. As practised by many, mastered by few and this is personal view as seen through my eyes. Call it the Daddy Skitz experience. You know what, let me take you back… For me it was always about revolutionary music … punk rock, to roots reggae to rap. Jamaica, New York, London. Call it the Golden Triangle. From Kool Herc to Coxone Dodd to the Wildbunch underneath Templeheads station! That was wicked. The sound system reigned supreme. The vibe was electric, the bass was heavy and the dance was charged. You know what, King Tubby used to set up tweeters in the trees, he used to frick people out, Flash was cutting two copies of Disco 12’’s, and “Wildstyle” inspired a generation of the UK to take up the hip hop arts. I was one of the many. I got hooked. Inspired by the Zulu Nation and Dusty Reggae 45s. Pause button mixtapes, Early Milo, Mike Alliens Capital rap show, freestyle 85’, it was all about Blacked out Breaks, Dub plates and sweet smelling acetates. A house of Ganza mist, low ceilinged blues party vibes, condensation, dripping, thumping button end, y’ know warehouse tings, - family function, Soul II Soul, Jah Shaka to the Death mix throwdown, Kool Dj Red Alert to Billy Business, it’s a feeling hard to express but wicked to experience. How can I put it….it’s like, you know what, this Dj is fuckin’ heavy y’ know…Corin, I’m staying, … I’ don’t care, go home, and get a nightbus, from the Full Cycle crew down to Jazzy Jeff to Manassem the Level, to the Tunnel Opium Gardens to Rawganics, down to Kung Fu, students, ghetto celebs, the whole of Hackney is in here tonight and y’ know what, the Dj’s tight, it feels right. We don’t need no water, bring me another JD and coke bruv. We on fire tonight. It’ s all about now. Fuck work in the morning. Bullwackies, Clappers, Jammys, Boogie Down Productions, the Demon Boyz, thru to Kardinal, Sizzla, Dirty Boy Skeme, Luda, Dynamite Mc and Sway d’ Safo! I love this shit. Lowlife to Lowbap. Words can’t express it – you have to feel it deep inside, you can juggle crab, flair, all that shit, but trust me, if you ‘re not getting them goose bumps when the baseline thumps you’re missing something, you ain’t seeing what I’m seeing, you ain’t standing where I’m standing… Sling Teng to the Salsa Riddim, Nasir Jones to Council Estate of Mind, lighters, airhorns, hands in the Air. When I say Dj u say … Heavy… Yes!
Ναι, να χεις το νου σου να μετράς συνέχεια τα σημάδια του ουρανού σου
Ναι, να χεις το νου σου να μην πνιγείς ποτέ μες στους λυγμούς σου
Ναι, να χεις το νου σου να στρώσεις μοναχός σου το δρόμο του χαμού σου
Ναι, να χεις το νου σου, βάλε σημάδι ένα αστέρι του ουρανού σου.
Από τα μέρη σας αδέρφια τα υγρά και σκοτεινά,
φτάνουν στα μέρη μας λόγια δυο φορές πιο φωτεινά
από τον ήλιο τον αιώνιο της χαράς δυνάστη
που αγκαλιάζει τα κουφάρια μας στο κλείνον άστυ.
Mα κάπου εδώ στα δυτικά σ’ ένα μικρό λιμάνι
απαγκιάζει η αρμάδα μας μετά από κάθε σεργιάνι
λίγο να γιάνει και σαν γλυκάνουν οι καιροί θα ξεμπουκάρει
φάτσα στ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Ρότα γνωστή απ’ τη Μεσόγειο στη Σκοτία
τίγκα τ’ αμπάρια μας από ατσάλι και φωτιά
για τη μεγάλη νύχτα και τον αβέβαιο σκοπό μας
ακολουθώντας τα σημάδια από τον ξάστερο ουρανό μας
μ’ όλο το βιος μας και τα συμπράγκαλά μας
μήπως και το αύριο δεν πάει με τα νερά μας.
Μα θ’ ανταμώσουμε κι ας είναι τα πανιά βαριά
γιατί η φωνή μας κάνει τον κόσμο μια οργιά.
….Κάνεις καλά, αδερφέ μου, που βάζεις σε σειρά τη σκέψη σου.
Φτιάξε τα όχι σου απέναντι απ’ τα πρέπει σου.
Κράτα τη θετική σου ενέργεια για το αύριο,
έτσι κι αλλιώς, στα μέρη σου μοιάζει το μέλλον μακάβριο.
Και μη βαρυγκωμάς απ’ τα τριάντα σου,
ενώ το άγχος σου φτιάχνει τον ανδριάντα σου,
αφού γουστάρεις να το πας σεμνά - άντε πάνε το.
Μα εγώ μετράω τη σιωπή σα νόσο επάρατο
Τριανταοχτώ είναι τα δικά μου, πιες στην υγειά μου
κι ακόμα η τρέλα γυροβολά τα λογικά μου
ίδια όπως τότε το ’83 ή το ’93
που με το τίποτα σκάρωνα τη «Διαμαρτυρία».
Κι η τιμωρία, συνεχίζω να ξοδεύομαι.
Βρήκα πολλούς να τους τα πω και το παινεύομαι
κι όσο θεριεύομαι, τόσο γουστάρω
κι αν μου χρωστάει η ζωή θα της τα πάρω….
Ανοίγει η αυλαία και ένα φως σ' ακολουθεί όπου κι αν πας
σηκώνεις το κεφάλι προς τα εδώ δειλά κοιτάς
μαριονέτα σε χέρια που και εκείνα τρέμουν από ντροπή
και είναι χαμένο το κοινό παντού σιωπή
Το στόμα σου κρεμάει θέλει λίγο να μιλήσει κι αυτό
μπερδεύεται και αρχίζει με ένα ευχαριστώ
λάθος μεγάλο, μα δε σ' ακούσαν ευτυχώς
ψάχνεις να πεις κάτι καλό όσο ακόμα είναι καιρός
Μα τα χέρια σε τραβάνε απ' τα σχοινιά για να χορέψεις
κοιτάς χαζά μα είναι αρχή θα το χωνέψεις
πως δε γουστάρει ο θιασάρχης να μιλάς
κανονικά πρέπει να είσαι ασορτί στα σκηνικά
Να δίνεις γέλιο και εισιτήρια πολλά
να μη σε νοιάζει αν τα λες όλα καλά
έτσι κι αλλιώς δε θα σ' ακούσουνε ποτέ ό,τι κι αν πείς
δίνεις παράσταση σιωπής.
Τελικά θα συνηθίσεις και εσύ με το καλό
θα σου ποτίζουνε τα φώτα και η σκηνή ρε το μυαλό
θα σου παίζει η ορχήστρα μουσική
και θα τη δεις και εσύ μεγάλος πρωταγωνιστής
Δίπλα σε κούκλες από κούτσουρο παλιό
θα καμαρώνεις πιο πολύ που είσαι φτιαγμένη από φελλό
και θα ξεχνάς ό,τι σου λεν τα αφεντικά να μη μιλάς
θα ' σαι καλά φτιασιδωμένος φραμπαλάς.
Μετράν μονάχα τα εφφέ στη σκηνή όταν βρεθείς
και μη σε νοιάζει πια καθόλου τι θα πεις
λίγο καιρό έχεις ακόμα πριν καείς και γλέντησέ το
ρίξε ότι σου έμεινε καλό και πάτησέ το
Ξέχνα και εμάς που μπορούμε και μιλάμε
οι πιο πολλοί και οι πιο καλοί τα παρατάμε
γιατί δεν παίξαμε ποτέ λόγο τιμής
σε παράσταση σιωπής.
Μάθε να χορεύεις κρεμασμένος σε σκοινιά
γιατί εκεί όταν θα παλιώσεις θα σε ρίξουν στη φωτιά
μάθε να λες το ευχαριστώ, κατάπιε το σκασμό
δεν έχεις στο παιχνίδι το δικό τους σεβασμό.
Μονάχα φράγκα και όλα τα άλλα περιττά
έτσι κι αλλιώς ανάγκη λίγοι έχουνε λεει για όλα αυτά
και όχι από σένα δεν έχεις τίποτα να πεις
δίνεις παράσταση σιωπής.
Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν, θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.
Μακάρι να μπορούσα να σας ανεβάσω πάνω στη σκηνή,
να σας μπολιάσω απ’ την δικιά μου υπομονή.
Ένα εικοσάστιχο πώς να περιγράψει ό,τι έχει αλλάξει
να πειράξει τη βολή, αν έχει μέσα σας λουφάξει.
Εντάξει – αν με ακούτε μάλλον ξέρετε,
ποιος είναι Low bap, ποιος χαίρεται, ποιος ντρέπεται,
ποιος κλαίγεται και ποιος ακόμα πολεμάει,
ποιος ραπάρει στο μικρόφωνο όλα αυτά που περνάει.
Να γιατί μου μοιάζουν όλα όμορφα,
γιατί όλοι τραγουδάμε ρεφρέν που κάποιος έγραψε ανορθόγραφα,
γιατί το «απ’ την Κρήτη στον Έβρο» δεν είναι πια απλή ατάκα
και δεν γράφω για τον κάθε μαλάκα.
Γιατί μας νοιάζουνε τα λόγια, όχι η μούρη του Brak,
γιατί το εξώφυλλο ακολουθούν οι στίχοι του Sabac,
γιατί ο Rodney νοιώθει το Low Bap δικό του
και τώρα πια ραπάρει για την πίστη στον εαυτό του.
Γιατί κάναμε το Πέραμα - Λονδίνο, δύο βήματα,
χωρίς μανατζερέους, μεσάζοντες και χρήματα,
γιατί για όλα όσα έκανα δεν τα μετανιώνω
κι αφού είμαι πάλι εδώ, απλά διαπιστώνω πως…
…Είναι όλα όμορφα πια και μπορούν
όσοι αγαπούν το Lowbap στη φωτιά του να καίγονται.
Είναι όλα όμορφα πια, έφτασε η μέρα.
Είναι όλα όμορφα πια κι όσοι βρουν
την ουσία, απλά θα το ζουν θα το χαίρονται
κι αν δε γουστάρεις, ρε, τράβα γαμήσου πιο πέρα.
Είναι όλα όμορφα, όμορφα, όμορφα πια
για όσους βάζουν το κεφάλι ακόμα μες στη φωτιά,
για όλους εμάς που η Fiera πήρε αγκαλιά κι από κανένα τελειωμένο δε σηκώνω μιλιά,
και στα πουστράκια φιλιά, τα καινούρια τα παλιά
ή τα πρώην τα δικά μας όλα μια αγκαλιά.
Μακριά από μας, μακριά από μας
κοίτα τ’ απόνερα και βούλωσέ το πια, μη μιλάς
κι αν δεν ντρέπεσαι για τη Low bap καταγωγή σου,
ντρεπόμαστε όλοι εμείς για όσα περάσαμε μαζί σου.
Βρε, αϊ γαμήσου, εσύ και οι τώρα κολλητοί σου.
Στο κούτελο σημάδι θα ‘χεις πάντα τη ντροπή σου,
δειλό αγόρι και το μελάνι στο κεντήσαν με το ζόρι,
τώρα σε σπρώχνουνε στην πιάτσα οι εμπόροι.
Τα πουστροκάναλα όλα για πάρτη σου,
κρυφοί καημοί ξεβγαλμένοι απ’ το κουφάρι σου,
για ν’ αποδείξεις και να λέει όλη ετούτη η φάρα
ποτέ δεν ήταν Active Μember η πουστάρα.
Καλώς σε βρήκα, πάλι όπλο μου ασημένιο!
Ίδιο μου μοιάζεις και ακόμα έχεις χρεωμένο
ό,τι κι αν πω πατάω στα λόγια τους για να τους τα γυρίσω
να τα ακούσουν όλοι όσοι από νωρίς ‘κάναν πίσω.
Έχω ν’ αρχίσω πολλά, ξέρω το δρόμο μου
δεν είμαι εδώ για να περνάω απλά το χρόνο μου.
Μέσα στη μπόρα έχω αφήσει όσα δε θέλω και δε δέχομαι,
αυτή τη φορά μόνος δεν έρχομαι
Στέκομαι εδώ μικρός μπελάς κι ανάξιος για σένα,
μ’ όσα σου μοιάζουν ψέμα φτιαγμένο από μένα.
Έδωσα τόπο στην οργή σου χάρισα γλυκιά πνοή,
σέρνω μαζί μου μια κατάρα και μια ευχή.
Έχω να νιώσω καιρό σα στοιχειό ποταμίσιο,
αιρετικός κομπλεξικός μ’ έναν αέρα βουνίσιο
κάνω δικά μου όσα δε βλέπεις μικροπράγματα,
βάζω φωτιά σ’ όσα μου δίνεις ανταλλάγματα.
Ακόμα στήνω οδοφράγματα αδιάκριτα κι ανάκατα
στη ρότα όλων εκείνων που δεν κοίταξαν κατάματα
τα πάντα που ζούμε απολαμβάνουνε το τίποτα.
Απέναντί μου έχω αινίγματα
δίπλα μου έχω τα πάντα και το lowbap για πυξίδα
μ’ όσους το ζούνε εδώ δένω τα χέρια αλυσίδα
όσοι κάνανε τα πάντα για να μη με δουν μπροστά τους
θα φροντίσω να έρθει η σειρά τους.
Εγώ θα ρίξω μαύρη πέτρα σ’ όσους πρωτάκουσα
θα δώσω τόπο στην οργή και μια φορά θα μιλήσω κι ας άργησα
θ’ ανοίξω χώρο στο μυαλό μου
θα κλέψω χρόνο για το καλό μου.
Δεν προσκυνάω θεό ούτε και δαίμονα,
δε θα σηκώσω σημαία παρά μονάχα κεφάλι, έντονα,
δε θα χαρίσω ούτε θα πάρω ζωή
κρυφά κι ανέντιμα τα καλά ποτέ δε βρήκα έτοιμα.
Ούτε μ’ ένοιαξε ν’ ακολουθήσω χνάρια
όπου οι άλλοι ορθώνουνε τοίχους εγώ γκρεμίζω ντουβάρια.
Ατσάλι 440, ακόνισέ το,
όσο εύκολα άκουγες τους άλλους να σου λένε για τσιμέντο.
Για μαζέψου έχω έναν κόσμο εκεί έξω
που δεν μπορώ να τονε μάθω ή να τον αντέξω
τράβα γίνε ένα κομμάτι τους συμβιβασμένο,
απέναντί μου όνειρό κατεστραμμένο.
Ναι, γιατί μου ήπιε το νερό
και τώρα έστησα χορό σ’ ένα τοπίο ξερό
γιορτάζω κάθε μου μέρα σα να ‘ναι αργία
και διεκδικώ τη θέση μου συνέχεια στην ιστορία.
Λύσε μου μόνο αυτή την ίδια που έχω χρόνια απορία
για ένα τίποτα που κάνει φασαρία.
Δε με σκιάζουνε δαιμόνια, διαβόλοι και θηρία
μόνο αυτοί που φακελώνουνε ζωή σαν αγγαρεία.
Εγώ γουστάρω να με χώνουνε σε λίστες οι φλώροι
και να κοιμάμαι αν με ξυπνάνε με το ζόρι.
Δίνω τροφή σ’ όσους ακούσανε, περάσανε και τρέξανε,
σταθήκανε για λίγο και τα μαζέψανε,
ο επιμένων νικά κι επιμένω στα ωραία
δε με νοιάζει αν είμαι μόνος ή αν έχω παρέα
στο Πέρασμα, απ’ το Πέραμα κομμάτι απ’ τη ζωή μου
δε με σκιάζει ό,τι κι αν είναι απέναντι μου.
Απέναντί μου,
ψυχή μικρή μου,
μαζί μου
να τους θυμάσαι φωνή μου.
Απέναντί μου, ψυχή μικρή μου,
στέκονται όλα όσα το αίμα μου νερώνουν•
βαλτώνουν σε μεταξένιο βάλτο
κι εγώ τραβιέμαι πιο κάτω
Μαζί μου να τους θυμάσαι φωνή μου
όσοι σε φτύσαν σε καιρούς φοβισμένους,
-τους καημένους- έχουνε χάσει τα ίδια με μένα• όλα χαμένα.
Πετσί μου, είσαι το μόνο βιβλίο
που ψέματα δε λέει και καίει
Παιδί μου, βρες κουράγιο και ζήσε
άνοιξ’ το κόρφο σου διάπλατα και φτύσε.
Που είσαι βαριά σπορά μου
Μη ζηλέψεις γιορτή και χαρά μου,
κοντά μου σκιά μου,
γριά ζαλισμένη,
θα πεθάνεις αν θα μείνεις σκυμμένη
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου, πέρασμά μου…
φωτιά μου.
Μη με ρωτάτε ρε, παραμερίστε κι απολαύστε τα όμορφα,
τ’ απλά, τα πηγαία, τα πιστά, τα ομοιόμορφα κι ιδιόμορφα
λόγια και χρώματα, ζωής αρώματα
που θηλυκώσανε στο δρόμο, και τα χώματα
αυλακώσανε, φεγγάρια κι ήλιοι μας κακιώσανε
σκιές προδώσανε, ψυχές αχόρταγες μπουκώσανε
και το βουλώσανε γλώσσες μυρμηγκιασμένες,
χαρακωμένες, άρρωστές κι απ’ το φαρμάκι ποτισμένες.
Νιώστε αλλιώς θα ‘στε πάντα φοβισμένοι,
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
πυρωμένοι, δρόμικοι, χιλιοψαγμένοι,
ετοιμοπόλεμοι σαν πρώτη ανάσα αφημένη,
ταξιδεμένοι – ναι – καλοταξιδεμένοι
αυτό που αρνήθηκαν πολλοί δειλοί, αυτό μας μένει
και μας πηγαίνει πρίμα ρίμα τη ρίμα
αν σώθηκαν έτσι όλοι αυτοί μακάρι να ‘μαι θύμα.
Θα το γουστάρω, θα φτιάξω μόνος τη ζημιά μου
κανόνας πρώτος στην αλήτικη κληρονομιά μου.
Όσο κι αν καίει, να το κρατάω το λεπίδι
γι’ αυτό μη με ρωτάτε αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.
Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
μονάχα νιώστε αλλιώς, θα ‘στε πάντα φοβισμένοι.
Μη με ρωτάτε ρε, μη με ρωτάτε ρε
άλλοι στο τίποτα ελεύθεροι, εμείς στα πάντα εγκλωβισμένοι
Μη με ρωτάτε ρε , μη με ρωτάτε ρε
αν θα πρέπει να πατήσω κι εγώ στο σάπιο τους σανίδι
μη με ρωτάτε ρε – μη με ρωτάτε ρε
μη με ρωτάτε ρε αν φτάνουμε, έτσι μακραίνει το ταξίδι.
Μη με ρωτάς, δε βαρέθηκες να χάνεις τη μαγεία,
η φαντασία σου κηρύχτηκε σε μόνιμη αργία
η απροθυμία ακατοίκητο κεφάλι όλο ερωτήσεις
που σώνει και καλά θέλει τις απαντήσεις
τι θα κερδίσεις πάντα θα ξέρεις λιγότερα από κάποιους
και πάντα θα ‘σαι ένα βήμα από τους σάπιους
κι όσοι το ζούνε πάντα ψεύτη θα σε βγάζουνε
και πριν το αγγίξεις, χίλιες φορές θα τα μοιράζουνε.
Νιώσε και ζήσε, στην περιέργεια βάλε τελεία,
πριν σε βουλιάξει στα σκατά η αμφιβολία.
Μη με ρωτάς σου λέω, μη με ρωτάς
αλήθεια ή ψέμα αν θα σου πω, σα χαζός θα με κοιτάς.
Δε πήρες μάθημα απ’ τους βλάκες και τα ξεφωνητά τους
που με χολή βρήκαν την ταυτότητά τους.
Αυτή είναι η χαρά τους, πουτάνα κι αδιόρθωτη
που δεν πλαγιάζουν μαζί της οι ασυμμόρφωτοι,
γι’ αυτό κάθε θαυμαστικό και κάθε ερωτηματικό
γίνεται στα όμορφα θανατικό.
Λοιπόν, τραβήξου από το σάπιο τους σανίδι,
και μη ρωτάς αν φτάνουμε, έτσι, μακραίνει το ταξίδι.
Ρε, αλήθεια λέω, μη νοιαστεί κανείς
μετά από τόσα και δεν τραβηχτήκαμε εμείς
για να το κάνουμε μονάχοι πιο πέρα,
αφού εδώ ανάσαινε η ψυχή μας αέρα.
Κάπου στους μύθους του βάλτου είχαμε μείνει εμείς,
τότε που νοιώθαμε κομμάτι κι εμείς της παρακμής.
Η ψυχή μας, τώρα ξέρω, ότι έπιασε τόπο
κι ό,τι άξιζε ρε φίλε τον κόπο.
Εδώ είναι το low bap που ονειρευόμουνα παλιά
κι ευτυχώς βουτάει τη ζωή απ’ τα μαλλιά
και τη βάζει μπροστά μας να ραπάρει
- άλλοι φωνάξανε τον διάολο να τους πάρει.
Ύστερα – μέρες παράξενες μέρες θαυμάσιες μέρες
«Καλώς ήρθες» στον τόπο μου και στις φοβέρες
«Κάπου εδώ», «Φύλακας άγγελος», «Δε θα με βρεις»,
«Μηδέν», «Που είσαι», «Πες μου», «Τώρα είστε ελεύθεροι και εσείς».
Μετά στο Πέρασμα του αιώνιου κόμβου,
«Στον καιρό του αλλόκοτου φόβου»
σε κρυφές κοιλάδες και τρελά περάσματα,
τσάμπα οι στίχοι μου και τα μοιράσματα.
«Που με πας», «μείνε εκεί», «ψέμα μου», «βλακόστρωτο»,
«Θα ‘θελα να ‘μουν» «παιδί γητεμένο» ακλόνητο
«επιστρέφει η σιωπή», «καλά κρασιά» ξανά
κάποιοι όμως το ‘δαν να ‘ρχεται σαν τα ψηλά βουνά.
Έτσι θα χει το τέλος αυτό που του αξίζει
κι όσο μπορεί τη ζωή θα στραγγίζει
και θα κρατήσει όσο γουστάρουμε εμείς,
δε θα χαθεί, έτσι σε πείσμα της παρακμής.
Ρε μη νοιαστεί κανείς, αν θα χαθούμε εμείς,
μαγκιά τους μπράβο της παρακμής
Μη λυπηθεί κανείς, στον κόσμο μας εμείς
Κι εσύ μαλάκα βιάστηκες να χαρείς
Φτάσαμε τότε αισίως κάπου στο 2002
και στο πλευρό μου σταθήκαν άλλοι δύο.
Η Sadahzinia που για τα καλά το ζούσε απ’ την αρχή
κι ο Dj Booker στα πλατό, νέα εποχή.
Πέρασμα καλό στην άκρη του ονείρου μας
και πήραν πούλο «οι αχθοφόροι των ονείρων μας»
μπερδέψαν κόσμο πολύ και βλάκες σύρανε
κρυφολουστήκανε όμως μ’ όλα αυτά που φτύνανε
κοίτα πως γίνανε βρε γάμησέ τους
ή αν είσαι ίδιος τους απόλαυσέ τους
σε μια καινούρια παράσταση σιωπής
με λόγια και μουσικές περιωπής.
Ύστερα κι αφού πήραμε φρέσκο αέρα
ήρθε και μας αντάμωσε η «Fiera»,
«αύριο», «πάει καιρός» και «άσμα υποταγής»
«μια ιστορία απ’ της φωτιάς τα μέρη» βρήκες καταγής.
Κι όμως έμεινες κοντά μας - να ‘σαι καλά
ήρθαν και πρόσωπα καινούρια πολλά
κι είναι όλα όμορφα πια,
σπουδαία και μεγάλα
κι από τις έντεκα του Οκτώβρη, πάμε γι’ άλλα.
It’s been a long time we shouldn’t have left you
Riddim Killa, lowbap that’s the best crews
I know I’ m guilty of the sins that the flesh do
But I give thanks ‘cause I recognize I ‘m blessed too
Like god blessed my gang
And knowing I’m the son of my mother is knowing I’m a proud man
Have to make moves set up a plan
Me I own my destiny, but I know no man can own the land
or own the air these days we know fear
as we consolidate but don’t wanna share
I want ya listen me clear
In these time’s when life is cheap
With the masses of the people asleep
What you saw you reap
Rodney P in the mud with dirty hands
Me and Foxmoor link up and work the land
So over stand the lesson and the styles we brang
This is no man’s land, ‘cause it’s everybody’s land
(There’s always been a path in no man’s land)
Το μονοπάτι αυτό που χάραξε ο καιρός
με βγάζει πάντα στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
But, you know we’re never far from home
We’re universal and always in the zone ya know
(There’s always been a path in no man’s land)
Στάσου ψηλά, πάρα κουράγιο, κοίτα μπρος
δες τα ωραία στη γη του κανενός
(It took me all around from where I stand)
As we move amongst the moon and stars
We give thanks for this planet of ours.
We stay blessed.
Πάει καιρός πολύ καιρός στη γη του κανενός,
που τα είδα όλα μες στη λάσπη και στο φως.
Είδα τ’ απίθανα τα πιο όμορφα, όμως, τα ‘κανα χάρτη•
μ’ οδήγησαν στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι.
Κανένα άχτι, ούτε με νοιάξαν οι φευγάτοι
που φωλιάσανε παρέα στης μιζέριας το παλάτι.
Εκεί είναι – νάτοι – τους χαμογέλασε ο ουρανός
κι ενώ κοιτάνε ψηλά, πατάν στη γη του κανενός.
Εμπρός, επιβάλλεται να βλέπω εμπρός
κι ο κακός μου εαυτός είναι ο μόνος μου εχθρός.
Σ’ αυτή τη γη με τα όνειρά τα χιλιοπρόδωμένα,
γιατί ζητάς ξανά από μένα όσα έχεις χρόνια χαμένα.
Κάνε πιο πέρα, κομμένα τα πολλά – πολλά•
αν θέλεις, κράτα την ουσία, τα λίγα και καλά.
Πάτα καλά στο χώμα, κάνε τον ήλιο σώμα κι όρμα,
αυτό τον κόσμο δε τον κέρδισε κανείς ακόμα,
γι’ αυτό όλοι όσοι ξέρουν, κοίτα τριγύρω μας παλεύουν,
γιατρεύουν, αντέχουν, μαζεύουν όνειρα, δε ζητιανεύουν.
Δεν υπάρχει αφεντικό• στάσου ψηλά και κοίτα μπρος,
στη γη του κανενός.
Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατί οι στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ’ όσα μ’ είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ’ το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι’ αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιους αγώνες
για ποια αδέλφια ποιους χειμώνες ποιες εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ’ όνειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώναν στο μεθύσι μου πάνω
σας τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
Καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο.
Να τελειώνω, δε θέλω από κανέναν γιατρειά,
θέλω να φύγω μακριά.
Βρήκα νερό στο κρασί μου γι’ αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι’ αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι’ αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πριν μου γίνει συνήθεια, θα ’χω φύγει μακριά.
Και πάω στοίχημα από κει δεν θ’ ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με τη λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο λυγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνια σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν’ ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ’ ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ’ αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πριν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
να τηνε ‘γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου.
Σ’ αυτού το κόσμου τα χαλάσματα
λόγια φαντάσματα βαφτίζουν κακό όσους νομίζουνε μιάσματα
πλάνες και θαύματα νιάτα γεράματα
προδότες και ήρωες στάχτες κι ανάμματα
ντροπής άρματα στα χέρια οι πένες,
χαρισμένες στο μηδέν και στη λάσπη βουτηγμένες
φτύνουν για να κλείσουν χαραμάδες και ρήγματα
μήπως γεμίσει ο βόθρος κρίματα, λήμματα, κοίτα τα
της εξουσίας παραπατήματα γουστάρω
αν σκεφτώ τώρα εκδίκηση θα πάρω
κουφάλες να ζήσουμε ήρθε η σειρά μας
έκανε κύκλο η ντροπή και ξεψυχάει μπροστά μας
χαρά μας το νεκροφίλημα δικό μας να ‘ναι
κι οι ψυχές μας πουλιά πάνω απ’ το λάκκο πετάνε
κοιτάνε δε σκιάζονται και τραγουδάνε κι ας πεινάνε
από το πτώμα σου ντροπή δε θα φάνε.
Αν ξεμακραίνεις από τον κύκλο της ντροπής, τότε φαίνεσαι σ’ όλους πολύ κουρασμένος αν ξεμαθαίνεις το παράξενο τραγούδι της ζωής τότε στ’ αλήθεια είσαι πολύ γελασμένος αν το παράπονο φοράς στο λαιμό σου θηλιά δε θα βρεις ποτέ το μάστορά σου
Αν το βουλώνεις και δε βγάζεις μιλιά χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Χάνεις τα λίγα – χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου
Αν το βουλώνεις – αν το βουλώσεις φτάνει στ’ αλήθεια μαλάκα η σειρά σου
Αν ξεμακραίνεις τους κακοφαίνεται αν ξεμακραίνεις κρατάς και κάτι απ’ την καρδιά σου αν δεν αντέξεις και πνίξεις τη μιλιά σου χάνεις τα λίγα που απομείναν δικά σου.
Βρήκα την άκρη η ντροπή να μην μπορεί ν’ αντέξει πλάι μου στιγμή
κι απ’ τα σκουλήκια της κανένα να μη βρει ρωγμή
στ’ όνειρό μου το καλύτερο σημείο στο διάβα μου
που τις ρύμες φτιάχνει λάβα μου
κι αύρα μου ασπίδα μου και ριζικό μου
απ’ το περίσσεμα το λίγο θα σας δώσω το δικό μου
κουράγιο για το δρόμο κι έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας
με της ψυχής τα λιγοστά υπάρχοντά μας,
χαρά μας το τέρας της ντροπής πεθαίνει
σπαρταράει εδώ κι εκεί βαριανασαίνει
δεν επιμένει το παιχνίδι κάπου εδώ τέλειωσε
το ατσάλι έπεσε μόνο του μες στη φωτιά μας κι έλιωσε
μας ένωσε μας θύμισε απ’ τη βολή να βγούμε
αξιοπρέπεια μας έδωσε να πούμε
πως το τέρας κρίθηκε ένοχο για κλοπή
καταδικάστηκε την ίδια του να καταπιεί ντροπή.
Μες την ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει.
Μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα την μεγάλη.
Μα έλα που το ’δα κι ας ήταν όλοι εκεί πέρα
αυτοί που μπέρδευαν στο σούρουπο, τη νύχτα με την μέρα,
αυτοί που ζητιανεύαν φυλακτό φεγγάρι κι ήλιο
που ψεύτικες κουβέντες μοιραστήκανε με φίλο.
Πήραν των ομματιών τους κι έδεσαν την μοναξιά τους
κάτω απ’ τα πόδια τους να σέρνεται μπροστά τους
για να τη βλέπουν στο μικρό τους το ταξίδι
να σπαρταράει με την ντροπή τους μπροστά τους σαν το φίδι.
Ώσπου πήραν μια βραδιά το πονηρό το μονοπάτι
αφού δεν ξέραν τίποτα κι απλά ζητούσαν κάτι
να τους τρομάζει στην φωτιά να μην ταιριάζει
κι όταν πεθαίνει δυνατά να τους φωνάζει
πως βολεύτηκε κι αυτό με την ξεφτίλα κοντά τους
έτσι κι αλλιώς μαζί πήραν την γκαντεμιά τους.
Κι ό,τι κι αν γίνει, κανέναν δεν σώζεις τύχη
τον κανακάρη σου τώρα γαμάνε οι στίχοι.
Θα την πετάξω στο χώμα να νοιώσει την γη,
θα της φορέσω αγκάθια πάνω στην πληγή,
θα της τυλίξω με φλόγες όλο το κορμί,
για να ’μαι μόνος ξανά στην κακιά την στιγμή.
Μα δε βαριέσαι τώρα χτίζουν στην άμμο παλάτια
κι άλλοι τραβάνε στου lowbap τα δύσκολα τα μονοπάτια.
Άλλοι τους φτιάχναν ζωή, τώρα την παίρνουν με δόσεις
κι αν γίνεις σαν κι αυτούς, άντε να ξεχρεώσεις.
Αυτοί όμως που είχαν πει πολλά, τους πνίγουν οι στίχοι,
ψευτοτσαμπουκαλεύονται λιγάκι με την τύχη.
Κοιτάνε από τη μία κι είναι τίγκα στα φώτα,
φαντάζει ωραία, μα όταν τους παίρνουν τα χνώτα
μοιάζει με τη μυρωδιά μιας πόρνης κυριλέ.
Κι οι φωνές τους, θυμίζουνε παιδιά σε χαβαλέ.
Κοίταξαν από δω κι ευτυχώς που δεν τους είδα,
έχουν στο κούτελο, μου ‘παν, του προδότη τη σφραγίδα
κι εκεί στο σκοτάδι χώνονται για το καλό τους.
Ήμουν σίγουρος πως ήτανε γραφτό τους
να μείνουν μόνοι χωρίς μνήμη και τιμή,
να περιμένουν την κακιά τη στιγμή.
Ακούω πολλά να λένε τριγύρω μου τον τελευταίο καιρό
κι αλήθεια άλλο δεν μπορώ
αυτούς τους ειδικούς που μιλάνε για όλα αυτά που εμείς
παλέψαμε να βγάλουμε απ’ το βούρκο της σιωπής.
Και οι αναλύσεις να γίνονται με το σωρό
και όλοι οι δήθεν των media να κρατάνε το χορό
σ’ έναν ρυθμό ακίνδυνο να τους βολεύει
αφού η αλήθεια πάνω τους δε περισσεύει.
Και η γλώσσα η μίζερη εκείνη στα γραπτά
να εξυπηρετεί όσους γράφουν για όλα αυτά
που αλλάζουν κώδικα συνέχεια στο σωστό
και σε κρατάν φυλακισμένο στο γνωστό.
με ένα φόβο φτιαγμένο σαν προσωπικό
γιατί σε θέλουν βίαιο και σπασμωδικό
να μη τολμάς της σκέψης σου τα πρότυπα να φτύσεις
κι αφού γεννάει υποκρισία ο νους σου να τη ζήσεις.
Να φοβάσαι ασήμαντος να μείνεις
να θέλεις δύναμη τα πάντα εσύ να κρίνεις
μια θέση με υπόληψη και να στο αναγνωρίζουν
εκείνοι που στη δύσκολη τη πλάτη σου γυρίζουν.
Μα όλα αυτά είναι πνιγμένα στη βρωμιά
λύση δε βλέπω εγώ καμιά
γι’ αυτούς που η πένα και η οθόνη είναι όπλο
που ζωντανό κρατάνε ακόμα το μεγάλο κόλπο.
Άκουσα κάποτε ανθρώπους με αγωνία να μιλάνε
σε καθέναν από μας σα να παρακαλάνε
γι’ αυτή τη μαύρη εποχή του ψεύτικου ουρανού
της κρυφής επιθυμίας και του βιασμού του νου.
Μα η αλήθεια βλέπεις είναι μόνο για ν’ ακούς
δύσκολα περνάει σε αμείλικτους καιρούς
και όλοι αυτοί τείνουν να γίνουν γραφικοί
γιατί κακόμοιρε λαέ εσύ άραξες εκεί
που τονώνουν τη χαμένη τη μαγκιά σου
περνώντας συνεχώς εικόνες ψεύτικες από μπροστά σου
σαν όλα εκείνα που θα ήθελες κρυφά να δεις
σαν όλα εκείνα που να ζήσεις δε μπορείς.
Που επιμελώς το περιτύλιγμα φαντάζει
αυτό είναι ρε που με τρομάζει
και νιώθω τη ζωή μας σαν κουπόνι
που όποιος μαζέψει πιο πολλά τα εξαργυρώνει.
Με όνειρα ζωής και μια θέση μες το κόλπο
μα μη μου δείξετε το τρόπο.
Θέλω να μείνω μακριά και να κοιτάω ψηλά στο φως
για μένα όλα αυτά ακόμα είναι εχθρός.
Πνιγμένος από λάσπη και βρωμιά
λύση δεν ψάχνω εγώ καμιά
αφού υπάρχουνε σωτήρες πολλοί σ’ αυτό το τόπο
που ζωντανό κρατάνε ακόμα το μεγάλο κόλπο.
Σε θυμάμαι να τραγουδάς για όσους σκέφτονται,
να γράφεις για όσους αντιστέκονται,
να παίζεις μουσικές κι εμβατήρια,
να φτύνεις αίμα στα κρατητήρια
να φωνάζεις κι από τ’ άδικο να πνίγεσαι,
να πεθαίνεις, ν’ αντέχεις ν’ αγωνίζεσαι,
να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεσαι.
Και τώρα να σιωπάς, να πουλάς και να δίνεσαι,
να σαπίζεις, να ξερνάς και ν’ αφήνεσαι,
να κυβερνάς, να χτυπάς, να υποκλίνεσαι,
να κονομάς, να ευλογάς και ν’ αμύνεσαι,
να γράφεις απλώς, να περνάει ο καιρός,
να δικάζεις σα να ‘σαι θεός,
να σιωπάς, να πουλάς και να δίνεσαι,
να σαπίζεις, να ξερνάς και ν’ αφήνεσαι.
Ρε, τσάμπα πήγανε όλα τραγούδια κι αίμα
ποτίσαν ψέμα
όλα λυγίσανε, κι όλα σαπίσανε,
σ’ όσα αγαπήσανε πάνω τους φτύσανε.
Τσάμπα πήγανε όλα και παραδόθηκαν και μαντρώθηκαν
ήπιανε όλη την εξουσία φάγαν καλά και στυλώθηκαν.
Τώρα βρωμάει σαπίλα και συ - τι ξεφτίλα -
ράβεις όλα τα στόματα, πατάς απάνω στα ίδια μύρια πτώματα
που εσύ πρώτος θρηνούσες, το δίκιο ζητούσες,
στα μάτια τον εχθρό κοιτούσες και του τραγουδούσες.
Πάνε όσα είδες όμορφα. Τώρα κατάλαβες τυχαία πως βρέθηκες,
στο χρόνο δέθηκες, τα πάντα ανέχτηκες,
το βούλωσες δέχτηκες, πάνε όσα ονειρεύτηκες,
αν τα ονειρεύτηκες
τώρα τα ‘χασες όλα αφού…
με την ντροπή μια νύχτα πέρασες,
κι ως το πρωί κοίτα πως γέρασες.
Μες στη σιωπή κοίτα πως κόλλησες
κι αν κάτι πεις, θα πεις πως ξόφλησες.
Ναι, ρε τα είδα όλα, πασόκους, φασίστες,
σκυμμένους αρτίστες, μπάτσους, καριερίστες.
Ναι, ρε τα είδα όλα, κι ο κύκλος γυρίζει,
ψοφίμι μυρίζει κι αυτό που σου αξίζει
το ζεις, το αγοράζεις, το τρως, το ψηφίζεις,
το ακούς, το ικετεύεις, το πονάς και το βρίζεις,
το αγκαλιάζεις, το φτύνεις, στο παιδί σου το αφήνεις,
το γλεντάς, το δικάζεις, στο κελί σου το κλείνεις.
Ναι, ρε τα είδα όλα, και όλα μακριά μου.
Βγαίνω στους δρόμους και σκιάχτους μιλιά μου
η ζωή, η χαρά μου, η φωτιά, στην καρδιά μου ξαναγίναν δικά μου.
Ενώ εσύ, όπου κι αν πας
όλα τα έχασες και ν’ αγαπάς
για πάντα ξέχασες.
Φως στα παλιά, τα περασμένα σου,
σκοτάδι αγκαλιά τα γερασμένα σου.
Με τη ντροπή μια νύχτα πέρασες
και ως το πρωί κοίτα πως γέρασες.
Μες στη σιωπή κοίτα πως κόλλησες
κι αν κάτι πεις, θα πεις πως ξόφλησες.