- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Άνοιξε το βήμα σου μήπως και προλάβεις
να μ ’αποφύγεις, αν δεν μπορείς να καταλάβεις
γιατί σκορπάω τις λέξεις με τόση απλοχεριά
και πώς φτάνουν μέχρι εσένα από τόσο μακριά.
Μοιρασμένα τα ειπωμένα θα ’ναι, καλά και σκάρτα
ξένοι οι Sidarta, χωρίς πράσινη κάρτα.
Μα μη χαλιέσαι, ξέρεις καλά να ξεχνιέσαι
εδώ σου μάθανε ωραία να μιλάς και το καυχιέσαι.
Όμως, άμα δε σέρνεις το χώμα το στοιχειό μου
για πες μου πως θα αντέξεις το φευγιό μου
όσα θα ’χεις πει θα σου ’ρθουνε μπροστά σου
και θα σου κάνουν ένα τα λάθη, τα σωστά σου.
Όσα έχεις ζήσει θα ξεθωριάσουν και θα σβήσουν
και όσα είχες δίπλα σου, στην μπόρα θα λακίσουν
ό,τι σου μείνει που θα το κρύψεις
Θα το θάψεις πιο βαθιά να το καλύψεις.
Κάθε φορά που θα τα λέμε
όσα θα φτύνω πάνω σου στα μάτια θα σε καίνε
κι αν οι κουβέντες σε πετύχουν χαλαρό για μια στιγμή
θα μοιάζουν όξινη βροχή.
Σκορπάμε λόγια ποτισμένα με φαρμάκι
κι όσα βαραίνει η ζωή σκανε στη γη,
μπορεί ποτέ μας να μην βρούμε και την άκρη
και να καούμε από την όξινη βροχή.
Εσύ ζηλεύεις την πρωτιά, εγώ παλεύω τη φωτιά
εσύ δουλεύεις την πουστιά, εγώ γυρεύω μια ματιά
για να μου δώσει μια και να με στείλει στο διάολο
μου φτάνει που θα είναι ένα ταξίδι μεγάλο.
Μη το ρισκάρεις, δεν θα καλοπεράσεις
γιατί τουλάχιστον υπάρχει κάτι που θα χάσεις
μείνε εκεί που είσαι, είναι φτιαγμένα όλα βολικά
άσε στην μπάντα όλα τα λόγια σου τα δανεικά.
Τι τα θέλεις είναι πολλά να τα μετρήσεις
η τύχη λίγο θέλει για να την τσαντίσεις
δεν έχει μπέσα, μα γι ’αυτό εσείς τα λέτε καλά
πιο ξηγημένη η γκαντεμιά σου έχει μαζέψει πολλά.
Δεν ξέρω, βαρέθηκα να σε λυπάμαι
λογοδοσμένο στη μιζέρια σου θα σε θυμάμαι
μου περισσεύει ζωή και στο χαρτί την αραδιάζω
μιλάω δυνατά χωρίς ποτέ να φωνάζω.
Κάθε φορά που θα τα λέμε
όσα θα φτύνω πάνω σου στα μάτια θα σε καίνε
κι αν οι κουβέντες σε πετύχουν χαλαρό για μια στιγμή
θα μοιάζουν όξινη βροχή.
Ψάχνω κάτι για να βρω κόντρα στο ριζικό μου
και γυρεύω απ' όσα χάθηκαν και φύγανε το μερτικό μου
χωρίς την κούνια για το μέλλον μου στρωμένη απ’ άλλους
ή μια καρέκλα για να κάτσω με τρανούς και μεγάλους.
Με έφερε ο δρόμος μου μέχρι εδώ και το τραβάω
όπου με βγάλει αφού έχω μάθει να αγαπάω
όσα έχεις φτύσει και προδώσει χρωστάω σα χάρη
σε κάθε παλικάρι που φωτιά αγκαλιά έχει πάρει. Φοβητσιάρη,
μπροστά σου θα με δεις όταν θαρρείς
πως θα προλάβεις να κρυφτείς στο πρώτο απάγκιο που θα βρεις
κυνηγητό θα παίζεις με τη θύμησή σου
δοκιμασία να ξεχνάς θα ’ναι για την αντοχή σου.
Θα μπει η ζωή σου στο ράφι με πλαστικό ενδιαφέρον
η συντροφιά απ’ τους πολλούς θα σου βρωμάει συμφέρον
θα υπάρξουν νύχτες που θα ’μαι εγώ η σκιά σου
αφήνοντας σε μοναχό όταν θα τρέμει η μιλιά σου.
Όσα όνειρα οι άλλοι σου φτιαξαν θα γυρνάνε πεθαμένα
η τελευταία σου στάση θα 'ναι κι η πρώτη για μένα
θα μοιάζουν όλα με σκοινί περασμένο στο λαιμό
και θα 'μαι εκεί και ’γω την άκρη για να βρω.
Θα βρω την άκρη σε κείνα που φοβάσαι
και θα μισήσω εκείνα που μισείς
θα μιλάω για όσα δε θέλεις να θυμάσαι
και θα 'μαι εκεί όταν θα θέλεις να κρυφτείς
Θα βρω την άκρη και θα γίνω σκιά σου
και θα σε βάλω σ' έναν ατέλειωτο χορό
κι όταν αρχίζει και τρέμει η μιλιά σου
την άκρη σίγουρα θα βρω.
Πολλοί είναι αυτοί που είναι αργά για να την ψάχνουν
λίγοι είναι εκείνοι που νωρίς κάτι έχουν βρει
πολλοί είναι αυτοί που είναι χαμένοι ενώ τα ’χουν
αφού ταυτίσαν προδοσία με φυγή.
Καταραμένος άμα ξέχασες και το πιο μικρό
πάντοτε οι μνήμες σε γυρεύουν σε ένα όνειρο κακό
κι αν λίγο σιγοψιθυρίσουν μούσκεμα ξυπνάς θα νοιώσεις
φόβο ντάλα μεσημέρι μην τις ανταμώσεις.
Δεν θα σου βγει σε καλό αφού δεν παίρνεις χαμπάρι
αν θα μιλήσουμε για μπέσα, όλα θα μείνουν στο μακάρι
τα κόμπλεξ σου καλά κοίταξες να καμουφλάρεις
με την πουστιά φρόντισες λόγια σου πολλά να σπονσοράρεις.
Ευχαριστώ αφού την ψάχνω χάρη σε σένα
όσα βιβλία κι αν ανοίξεις σαν κι αυτό που ζω κανένα
το γράφω παρέα με τρελούς και με αλήτες
που ότι λένε γίνονται ένα μην τους πει η ζωή αγύρτες.
Low Bap κι οι Ακρίτες είναι εδώ για μια φορά ακόμη
αφού χρωστάω στο μικρόφωνο συγνώμη
μου καιει το χέρι , το κρατάω και δεν μπορώ,
όμως την άκρη θα την βρω.
Στα λίγα χρόνια μου λόγια πολλά δεν έχω πει
και όσα είχα αφήσει να ξεφύγουν και να σπάσουν την σιωπή
φύγανε μόνα και ταξιδεύουνε για πάντα
και όλα τα αστέρια του ουρανού κάνουν στην μπάντα.
Για να φτάσουν όσο γίνεται πιο μακριά και να χαθούνε
μα το ξέρω πως μια μέρα θα βρεθούνε
ξανά στα πόδια μου μπλεγμένα να με ρίξουν κάτω,
μα δε χαλιέμαι με τα λόγια μου αγκαλιά να πιάσω πάτο.
Γι’ αυτό και αφήνω ένα τραγούδι σπονδή και θυσία
για να καλύψω της φωνής την απουσία
γιατί πάντα κάποιος άλλος μιλούσε πολύ
εδώ την είχε την καλή την συμβουλή.
Kι η χολή κρυβότανε καλά κάτω απ’ τα πρέπει και τα μη
και εδώ στην κρίσιμη καμπή βάζω καλό σε αναμονή
και συνεχίζω για πάρτη μου και για όσους δεν φοβούνται
ποτέ μου δεν κυνήγησα να με λυπούνται.
Από ‘κει που ’μαι έχει καζάνια που είναι τίγκα περηφάνια
του χαμού τα στεφάνια δεν μιλάνε για μετάνοια
και στήνω γλέντι την μιζέρια να μεθύσω
να την φέρω στο κρεβάτι μου και να την παρατήσω.
Όταν θα ξημερώσει, στο μπαμ θα ξενερώσει
θα μ’ έχει και άχτι, εν πάση περιπτώσει
να ’ναι καλά όποιος μιλάει για τη γενιά μας
τα ζόρια τα δικά μας κέρασμά μας, άντε γεια μας.
Ποιανού χρωστάω που πατάω πάνω στη γη
Και ποιος στα μέτρα του τον έφτιαξε τον κόσμο
Ποιανού ιδέα συμβουλή να πει την προσταγή
Ποιανού τα λόγια να προσέχω στο δρόμο
Ποιος είναι αυτός να του χαλάσω το χατίρι
Να ντρέπεται μήπως και ανταμώσει το άκουσμά μου,
να πιει όλο το ψέμα ξεροσφύρι
και να κρατήσω τη ζωή μου κέρασμά μου
Το απόσταγμα λοιπόν και την γλυκάδα των στιγμών
κερνάω απόψε σε όλους όσους έδωσαν το παρόν
το λέω νέκταρ των θνητών και ξύδι των θεών
θα γίνεις λιάδα όποιος και να ’σαι, ότι και να 'σαι, σωρηδόν.
Όλα τα λόγια θα πέσουν πάνω σου σαν την κατάρα
για αποφάσεις πως μιλάς Τα ’χεις κάνει μαντάρα,
μου λες για επιλογές, για πόρτες ανοιχτές
και πίσω έχεις αφήσει της ψυχής σου όλες κλειστές.
Εσένα τον φτασμένο ποιος σε έχει αφήσει ρέστο
Εδώ έχω το ποτήρι σου και άμα γουστάρεις πιες το
γουλιά γουλιά σε κερνάω μα μη βγάλεις μιλιά
την πιο ζεστή την έχει η ζάλη αγκαλιά.
Μα τα παλιά τα λάθη μυρίζουνε νοθεία
ξυπνάνε μνήμες σαν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία
έχεις πολλές κλεισμένες, γυρεύουν σούρτα φέρτα
σαν φελλός στο ξιδιασμένο το κρασί βγαίνουν αβέρτα.
Απ’ την αφάνεια και ξινίζουν
όσοι νομίζουν πως το βιος τους είν’ το υπόδειγμα, το αξίζουν
έτσι κι αλλιώς για όλους σύντομο το πέρασμα
σε ό,τι γουστάρω τη ζωή μου αφήνω κέρασμα.
Τι χαμπάρια ρε θείο Πως από δω
Κάτω στα μέρη αυτά είχα καιρό να σε δω
το ξέρω ότι αρκετές φορές ήσουν περαστικός
κι ότι δεν χτύπησες την πόρτα μας γιατί ήσουν βιαστικός.
Μα τώρα να ’σαι, δυο βήματα από το κατώφλι
με γεράκια συνοδεία μόλις βγήκαν απ’ το τσόφλι
για να μας δείξεις το σωστό και το αντρίκειο
υπερασπίζοντας και του στραβού το δίκιο.
Φόρεσες τα καλά σου, μπλε, κόκκινα και άσπρα
και το ημίψηλο καπέλο σου αυτό με τ’ άστρα
για άλλη μια φορά πλήρως ετοιμασμένος
και από το hollywood καλά εκπαιδευμένος.
Σχολές πολεμικές διδάσκουν Θουκυδίδη,
του Γκέμπελς τεχνικές φτιάξαν για εχθρό ένα φίδι
καταραμένο μα εσύ ξέρεις τον κόσμο όλο να σώζεις
το παίζεις Μεγαλέξανδρος ο Καραγκιόζης.
Ω, πλανητάρχη μας, ξεχάστηκαν οι ροζ ιστορίες
χάρη στα αμούστακα λυκόπουλα-επαγγελματίες
με gay αισθητική σκάσαν κομάντα σφίκτες
και κάνανε κολλητιλίκια με γιουρογλύφτες.
Αχ, παλιομισθοφόρια τι τραβάν για σας τα αγόρια,
τι τραβάν για σας τα αγόρια
Δώστε χαιρετισμούς και φιλάκια
στα πεινασμένα γεράκια
και στου σερίφη το στήθος
καινούριο αστέρι με γεια!
Πείτε του θείου Σαμ του μαλάκα
το αίμα αν πήρε στην πλάκα
κάποιοι τρελοί στα Bαλκάνια
δεν τον ξεχνάμε άντε γεια.
Δεν σου φτάνουν όσες έχεις και κάνεις αλητείες
ταξιδεύεις μακριά, πηγαίνεις γι’ άλλες πολιτείες
χωρίζονται απ’το στόλο σου οι ωκεανοί
για τα γεράκια σου αγάλλονται οι ουρανοί.
Με την ευχή του Θεού και την κατάρα του ανθρώπου
γαμώ την περιέργεια του Χριστόφορου Κολόμβου
μα θείε Σαμ εδώ είναι αλλιώς
ο νέος είναι ωραίος μα ο τόπος παλιός.
Εύφορο το χώμα από τις μπόμπες και το αίμα
έμπνευση το χρώμα για τραγούδια απ' τον καθένα
από του κόσμου τη γωνιά σου ’ρχονται τα κακά μαντάτα
χάμπουργκερ, κόκα κόλα και τηγανιτή πατάτα.
Έχεις πολλά να χάσεις, τίποτα να ξεχάσεις
σπασμωδικές αντιδράσεις μ’ αρνητικές επιδράσεις
αναλυτές πολέμου και ανταποκριτές,
μαμάδες, χαϊδεμένα και επικριτές.
Όταν γυρίσεις με ένα sorry φύγανε τα πάντα
λόγω βλακείας δεν χρειάζεσαι την προπαγάνδα
και εμείς εδώ, τρελοί βαράμε παλαμάκια
και στέλνουμε χαιρετισμούς και φιλάκια.
Είμαι κομμάτια γι’ άλλη μια φορά με πνίγει η σκοτεινιά
γουστάρω μόνος ξανά εδώ στου κόσμου τη γωνιά
με ένα μικρόφωνο στο χέρι χύμα ραπάρω
για όσα άγγιξα και δεν μπόρεσα να πάρω.
Αν είναι η μοίρα μου να πνίγω τα όνειρα στο κρασί
είναι πιο αντρίκειο να μ’ αφήσεις μονάχο και εσύ
που με ακούς να μιλάω χωρίς ειρμό
τώρα που μπέρδεψα τον φόβο με χαρά και θυμό.
Δεν παίρνω πρέφα αν είναι νύχτα ή μέρα
θα σε κάνω να ξεράσεις από τα ξύδια φοβέρα
αντέχεις, για να δω πόσο θα κάτσεις
όταν φύγεις θα ’σαι πίτα, ποιόν θα σκιάξεις
Εμένα ξέχνα με, φοβάμαι διαφορετικά
φοβάμαι λόγια μου χαμένα και πράγματα μικρά
λιωμένος στο μυαλό μου θαλασσοπόρου χάρτης
χαμένος είμαι στο άκουσμα μιας μελωδίας σκάρτης.
Βλέπω τα πάντα θολά αυτό το βράδυ
βλέπω σαν φάρο την φλόγα απ’ το σημάδι
ξέμεινα πάλι παρέα με τα στοιχειά
γνώρισα κι άλλο, το πέμπτο, τη μοναξιά.
Μεγάλωσε η παρέα μας και γίναμε έξι
στήνω παιχνίδι στο τραπέζι ποιος θ’ αντέξει
ντροπή, όνειρο, σκοτάδι ή φωτιά
αν δεν αντέξω και ‘γώ πως θα μπορέσει η μοναξιά.
Λες να είμαι τρελός ή απλά μεθυσμένος
ένας χαμένος ακόμα ή απλά χαλασμένος
φτηνό το πιοτό σαν την ντροπή μου
το όνειρό μου η φωτιά, στο σκοτάδι η ζωή μου.
Λες να φταινε τα στοιχειά που γίναν πιο πολλά
λες να φταιει η παρακμή για τα παλιά
κάποιος μου είπε γι’ αυτούς που την έκαναν εχθρό
πως θα στοιχειώνει το όνειρό τους για καιρό.
Κι όσοι κλεφτήκανε μαζί της μια βραδιά
είχε τρυπώσει μες στο αίμα τους και την καρδιά
όσοι την είδαν σαν μια γκόμενα καλή
ξυπνήσαν μόνοι τους σαν ήρθε η αυγή.
Όσοι γελάστηκαν και νιώσανε κοντά της σιγουριά
τους κέρασε τα ψέματα μ’ απλοχεριά
ξέμειναν όλοι με τα στοιχειά
και εκεί γεννήθηκε το πέμπτο στη σειρά, η μοναξιά.
Λιτά ονείρατα, παλιά μα φρέσκια αντοχή
μες στο κελί σου βάστηξες με κόπο και ανοχή
δεν ήταν πέτρινα χρόνια, δοκιμασία δε μοιάζει
η μοναξιά που άλλους τρομάζει την ψυχή σου ησυχάζει.
Όσα δεν έζησες πόσο παλιά σε πάνε
κι αν δεν σου βγαίνει να μου πεις τα μάτια σου το μαρτυράνε
τότε που ’τρεχε στις φλέβες σου καυτό το αίμα
αν σε πειράζει πήρα φόρα, δεν θα αλλάξω θέμα.
Το ριζικό σου σ’ άφησε πολύ μικρό στο μοναστήρι
στο κυκλωμένο απ’ τα βουνά θείο εργαστήρι
που με τα χέρια ψηλά άρπαζες του Θεού τα γένια
και εκείνος έστελνε βουλές μ’ αγέρες και μελτέμια.
Με άγια γκέμια είχε δεμένη την ψυχή σου
Θεϊκό κουμάντο στις κουβέντες μα και στο λιγνό κορμί σου
η λογική σου ξεδιψούσε στο κρασί
σταματούσαν οι ανάγκες σου, μέχρι και το ξερό ψωμί.
Ρούφηξες γνώσεις στο σκαλισμένο σου ποτήρι
κερασμένη απ’ των βιβλίων το κροντήρι
ήσουνα έτοιμη θυσία για καθένα αδελφό σου
κι έτσι έφτιαχνες το παραμύθι το δικό σου.
Περάσαν χρόνια και στιγμές νηστεία, προσευχή
η μοίρα θέλησε να εξαργυρώσεις την αντοχή
τη ζηλευτή πήρες βραβείο θέση σε μακρύ ταξίδι
του κρεβατιού σου άφησες το σκληρό παλιό σανίδι.
Τα πιο καλά φόρεσες ράσα τα φυλαγμένα
με όλα τα σύμβολα που ’χουνε κεντημένα
ήσουν εκείνος που στον άρχοντα θα ’φερνε τις γραφές
σε ιερό σκοπό ταιριάζουν όλες οι τιμές.
Πήρες τον δρόμο και αναρωτιόσουν τι θα βρεις
αν θα κατάφερνες να μείνεις ευλαβής
μέσα σε τόσα πλουμιά, μες τη χλιδή, στον έξω κόσμο
θα δειλιάσει η ψυχή σου να μείνει φύλλο από δυόσμο.
Έφτασες λοιπόν στην πολιτεία την μεγάλη
χαρά απλωμένη σαν αιθάλη, σου φτιαξε ζάλη
ελευθέρωνε ευωδιά το βρεγμένο χώμα
καλώς τους βρήκες στο παλάτι, με ανοιχτό, ήσουνα, το στόμα.
Τα κουστούμια και οι στολές μοιάζαν όλα μαγικά
παντού σημαίες ανεμίζανε επιβλητικά
κοίταξες γύρω και έκανες τον σταυρό σου
να αντέξει η πίστη σου και το μυαλό το καθαρό σου.
Πώς ξέχασες Η μοναξιά να μη σε σκιάζει.
Πώς ξέχασες Μια ματιά πόσα σου λεει.
Πώς ξέχασες Η σιγουριά να μη σε βιάζει.
Πώς ξέχασες Η φωτιά να μη σε καιει.
Σιγά σιγά συνήθισες μπροστά στου άρχοντα το θρόνο
είχες ξεχάσει πια το στόχο σου πίσω στο χρόνο
πες μου πως έπαψες στο χώμα που πατάς να ψιθυρίζεις
τους πειρασμούς με προσευχές σου να κοιμίζεις.
Σ’ αρέσει τώρα δυνατά για το καλό να φωνάζεις
τα λόγια σου χωρίς ευθύνη τα μοιράζεις
ο ήλιος σε σκιάζει και λούζεσαι στο φως
απ’ το φεγγάρι, πως ξέχασες Για πες μου πως
Καμιά φορά όταν περπατάω μονάχος στο δρόμο
την ώρα που ο Μορφέας φέρνει βόλτες στον κόσμο
γίνομαι ένα με σκιές, κοροϊδεύω το φως
ένα παιχνίδι που έχω μάθει από μικρός.
Είμαι και εγώ ένα κομμάτι απ’ αυτό που κάποιος είπε παρακμή
μιας στιγμή στο σκοτάδι
μια ζωή ένα βράδυ
ανάθεμα την ώρα που θα φύγει το ρημάδι.
Μοιάζει ξενέρωμα σε εμένα το ξημέρωμα
να πω θυσία το χθες ή αφιέρωμα
σε εκείνους που διαλέξανε τη μέρα να κοιμούνται
ή όταν ξυπνάνε ή όσοι μάθαν να λυπούνται.
Στα μέρη εδώ τα σκοτεινά τα ξεχασμένα
όσα πρωτάκουσες είναι χιλιοτραγουδησμένα
τα ’χω χεσμένα αυτά που ονόμασες καλά
αυτά που βάφτισες μεγάλα κι όσα νόμιζες μικρά.
Όλα που χρόνια τώρα του καλού του κόσμου
δικαιολογία έχουν γίνει άλλη μια δώσ’ μου
να σιχαθώ για τα καλά ό,τι λαμπρό
και στα φαντάσματα παλιόφιλους να βρω.
Ανάθεμα την ώρα που ζήλεψα χαρά
κι έχασα τα λόγια μου για πρώτη φορά
γελάστηκα απ’ τα φώτα, τη γιορτή
και σβήσαν όλοι οι στίχοι απ' το χαρτί.
Ανάθεμα την ώρα που γνώρισα το φως,
μου λείπουνε τα βράδια που χαλιόταν ο Θεός.
Γυρνούσαμε αλητεύοντας, τι ωραία,
με τα φαντάσματα παρέα.
Ανάθεμα την ώρα, κατάρα την στιγμή
που μ’ έπιασες μαλάκα, παρακμή
γιατί δεν πίστευα ότι γούσταρες τα φωτεινά
κι ονειρευόμουνα να γυρίσεις στο σκοτάδι ξανά.
Εκεί που ανήκεις, απ’ ότι λένε οι παλιοί
μα έλα που τώρα δεν υπάρχουν πια τρελοί
είναι οι μέρες τέτοιες, τόσο διαφορετικές
μασκαρευτήκανε και φαίνονται πιο βολικές.
Που ’ναι τα χρόνια που μου θυμίζουν οι μύθοι
γλυκανάλατο η ζωή μας παραμύθι
γι’ αυτό ό,τι βλέπω στραβά, δεν θέλω εντάξει να ’μαι
τα μάτια από τα φώτα πονάνε, αλλού κοιτάνε.
Γουστάρω νύχτα δε φοβάμαι την γκίνια
την κακιά την στιγμή, την μώρα, την αραθυμιά
γουστάρω κρύο, δε με χαλάει το φευγιό
όσα και να ’ναι το σκοτάδι προτιμάω για στοιχειό.
Όταν βραδιάζει κάπου εκεί θα με βρεις
η Βαβυλώνα δεν θα αφήσει να βιαστείς, να χαρείς
απόψε φίλε τα φώτα μη σβήσεις
σα φάντασμα απ’ το παρελθόν θα σου ’ρθω μ' αναμνήσεις
Αυτοί που χάθηκαν δεν παύουν να υπάρχουν…
Σα πνεύματα γέρνουν μες τη νύχτια
σα φάντασμα φοβίζουνε τη σκέψη
σα χάδια απλώνουν τη ψυχής τη παγωνιά
ζητιάνοι μοιάζουνε μέσα στη χάση και στη φέξη
ζούνε στο πόνο της καρδιάς και του μυαλού
υπάρχουν στην αχολόη των βογκητών του δασούς
κρύβονται σ’ αναμνήσεις και στιγμές ενός τρελού
και στα λημέρια ξωτικού απ’ τα όνειρα σου
υπάρχουνε στις στάλες της βροχής
σε απόκρημνα βουνά και πεδιάδες
σε σκιάχτρο ένα φίλο έχουν βρει
και σ’ ουρανούς με αρχηγούς όμορφες ναϊάδες
γυμνή είναι μες του κόσμου τη ζωντάνια
εντάξει όμως απέναντι στη μοίρα
τώρα καθένας θα γυρεύει για μετάνοια
ενώ θα σκέφτεται «από τη ζωή τι πήρα»
ο χρόνος το κορμί τους έχει φθείρει
η ελπίδα ζωντανεύει όμως το πνεύμα
θέληση διχασμένη σε γιοφύρι
άραγε τι θα διαλέξει ζωή ή φθορά στο ρεύμα
βάσανο ο παράδεισος τραγούδι η αμαρτία
παρούσες οι ψυχές τους στους αιώνες
μα απαρατήρητοι σε άπιστων περνάνε τη λατρεία
ζωή μου κάνε τους να νικήσουν όλους τους κανόνες
νεκροί φαντάζουνε στους πιο πολλούς ανθρώπους
θνητοί που δρόμο χάσανε και πήγαν για αλλά μέρη
τι κρίμα που η ζωή ταξιδεύει σ’ άλλους τρόπους
σκιές σε βροχερό καλοκαίρι.
Ακριβοπληρωμένο το όνειρο τους χάθηκε μακριά,
μα η ψυχή του και η φωνή τους έμεινε στη γη
ξέχασαν να περάσουν στην άλλη τη μεριά
θύμωσε ο χάρος που δεν νιώσανε τη φυγή
πανε ταξίδια οι σκέψεις στου ουρανού τα μονοπάτια
δεσμά τη σάρκα την κρατάνε στο χώμα
παραπονεμένα λόγια παραπονεμένα μάτια
τι ειρωνεία να ικετεύουν για ένα θάνατο ακόμα
διχασμένη τους σκέψη με κάθε ήχο
θυμάσαι όνειρα που πια δεν έχουν
της καρδιάς δαιμονισμένων συναντάνε το χτύπο
μα στο τέλος μετανιώνουν και αρχίζουν να τρέχουν
ένα αίνιγμα ολάκερη η ζωή τους
που όλο προσπαθώ μα δεν μπορώ να λύσω
κάθε τόσο παλεύω να απαντήσω στην ευχή τους
μα μονάχη δεν μπορώ να τους φέρω πάλι πίσω
κρύβονται στα ίχνη απ’ τη παλιά τους ζωή
και συμβιβάζονται στους νόμους του καινούριου τους κόσμου
φτιάχνουν ιστορίες γυρεύοντας πνοή
να κρύψουν προσπαθούν στους εφιάλτες το φως μου
σε βουβά ουρλιαχτά σε βαμμένα αγκάθια
κουρασμένοι οδοιπόροι στα ίδια τους τα πάθη
καλυμμένοι με χιτώνες σε δρόμο για παλάτια
που ανταμείβουν όποιον κατάφερε να μάθει
αιχμάλωτοι και συνάμα φυγάδες
αυτοί που φύγανε δεν παύουν να υπάρχουν
δούλοι και συνάμα αφεντάδες
αυτοί που χάθηκαν μια ελπίδα πάντα θα ‘χουν.
Έσκασες μύτη, να ’σαι πάλι σινιέ ντυμένος
από την ευτυχία σου τίγκα μαστουρωμένος
ωραίο σακάκι ακατάδεκτε αρχηγέ
και του καημού πολλών αγοραστή φτηνέ.
Πες μαλακίες, κάνε χιούμορ που γουστάρουν
κέρασέ τους κομπλιμέντα που θα τα πάρουν
αργήσατε και πέρασαν οι δύσκολες μέρες
μα να ξέρετε ότι είστε διάττοντες αστέρες.
Κι εγώ μπαίνω και βγαίνω με την μία
μου βρώμισε ντροπή, αυτή είναι η αιτία
μου βρώμισαν όμως τύψεις και πουστιά
φοβήθηκα το λέω Θεέ μου, χάλια νυχτιά.
Τα πόδια στον κώλο και αρχίζει το τρεχιό
τύψεις που γίνανε λύπη, φοβερό θεριό.
Αυτό ήτανε τύψεις που ντύθηκαν λύπη
αυτό που σε γαμάει, αυτό που σου λείπει
λέω και γω τι σκατά ήταν αυτό το θεριό
ήταν οι τύψεις που σε πάνε στο δικό σου φευγιό.
Κι ό,τι κι αν πάρεις, ό,τι κι αν αποκτήσεις
πάντα μες τη λύπη θα σ' αφήνουν να ζήσεις
λέω και γω, άγνωστη μυρωδιά
ίσως καήκανε για λίγο οι τύψεις σου στη φωτιά.
Τα ογδόντα δεν περνάς με το ωραίο σου αμάξι
και στην ζωή των παιδιών σου επέβαλες τάξη
την κυρά σου αγαπάς και όταν θέλει της τα χώνεις
τα ξενογαμησιάτικα πληρώνεις.
Μα να που ήρθε σε ένα χρόνο για δεύτερη φορά
αυτή η δύσοσμη μέρα, αυτή η χάλια νυχτιά
μόνο σου αντίκρυ σε πράξεις και στιγμές
και απέναντι όλα αυτά που για τα παιδιά σου θες.
Δάκρυ σου κυλάει μα είναι περαστικό
της πουλημένης σου συνείδησης ψεύτικο, φτιαχτό
συνήθισες το ψέμα, την χαρά τη συκιέ
πας σπίτι πλένεσαι, φοράς και κολόνια σινιέ.
Παίρνεις την οικογένεια και φουλ στην γκλαμουριά
πορτιέρηδες οι τύψεις και σου λένε γεια
βλέπεις η κολόνια δεν νικάει την μυρωδιά
Θεέ μου φοβάμαι τι περίεργη νυχτιά.
Μα εγώ δεν ξέρω τι δουλειά είχα εκεί
μήπως παραίσθηση είδα ή μήπως με έσυρε η ζωή
αυτή τη χάλια νύχτα να ’μαι μπουρινιασμένος
μα από τις τύψεις που ’γιναν θεριό ευχαριστημένος.
Δυσωδία διάχυτη και αδικία
ρε όπου κι αν γυρίσω βρομάει αηδία
μα τι να κάνω, πάντως φεύγω από κοντά σας
τη νύχτα αυτή χαρείτε, πάρτε την κέρασμά σας.
Αυτή τη νύχτα που ξερνάει ο ουρανός τ' αστέρια
αυτή τη νύχτα βγάζω την πίκρα με τα χέρια
γράφω για σας, για τους γκλαμονειρεμπόρους
που κρύβετε ανασφάλειες μέσα σε ωραίους χώρους.
Τι άλλο να πω, τσάμπα χαλάω τα σάλια
Θεού απόφαση κι αυτή η νύχτα χάλια
Φίλε, λυπάμαι για αυτά που κουβαλάς στη πλάτη,
νιώθω οργή που η τύχη δεν σου 'κλεισε το μάτι
να ζηλεύεις την χαρά που πίνουνε οι άλλοι
να γελάς σιωπηλά με σκυφτό το κεφάλι.
Σ' έχει πνίξει το δάκρυ, σου 'χει λείψει το φως.
Τι κι αν σφίγγεις τα χέρια, σε έχει ξεχάσει κι ο Θεός.
Σε έχουν σκεπάσει με χώμα προσπαθείς να κρυφτείς,
μα είσαι μόνος, στη φωτιά θα καείς.
H μάτια σου ένα βέλος που γλιστράει από το τόξo,
δεν θα πέσεις στη λάσπη, εγώ θα σε σπρώξω
να πληγωθείς από τις ανάσες που 'ναι κρυμμένες,
τότε θυμήσου πως οι ευχές δεν πήγαν χαμένες
σ' ένα κόσμο πλασμένο στο μυαλό σου
και να σκεφτείς κανέναν δεν πήρες στο λαιμό σου.
Aπλά τους άφηνες όλους να το γιορτάζουν
και μες τα μάτια με ειρωνεία να σε κοιτάζουν.
Φόρτωσε ελπίδες και φωνές μέσα στη τσάντα
πάρ' τη στον ωμό και φύγε ταξίδι για πάντα
μήπως γλιτώσεις και σε πάρει ο ουρανός
μα όταν θα ‘ρθει θα μοιάζει ψεύτης κι αυτός.
Θα νιώθεις τυχερός, όταν θα κλαις
για ό,τι γίνει, τουλάχιστον, εσύ δεν θα φταις.
Ένα ταξίδι στο σκοτάδι να βρεις τη ψυχή σου
να τη σφίξεις στα χέρια, να την πάρεις μαζί σου,
να την ρωτήσεις αν άξιζε να φύγεις μακριά
από αυτούς που σου πλήγωναν καιρό την καρδιά
που τους άφηνες να παίζουν τη σκηνή σου
και τους δάνειζες για γέλιο τη φωνή σου.
Τότε αυτοί ζούσαν καλά κι όλα ωραία
και συ κοιμόσουν με τη πικρά για παρέα.
Ποτέ δεν ρώτησαν στο πανηγύρι αν γιορτάζεις,
γιατί στη πέτρα το σταυρό εσύ χαράζεις.
Αν στο όνειρο σου το δικό σου αστέρι λάμπει
ή μήπως έσβησε, γιατί έφυγε το χάδι.
Ίσως για αυτό να ψάχνεις τη σκιά σου
μπορεί σ’ αυτή να έμεινε λιγάκι απ’ τη χαρά σου.
Τότε θα έρθει η ώρα που θα χαθείς
και δεν θα φταις, αφού δεν θα έχεις ίχνος ντροπής.
Άντε ρε φίλε, θα μείνω εδώ να περιμένω,
γύρω απ’ τις τύψεις σου εγώ θα γυροφέρνω.
Θα υπάρχω εγώ να ελπίζω στο φεγγάρι
δεν θα αφήσω κανέναν το όνειρο σου να πάρει.
Θα το φυλάξω καλά κι όταν γυρίσεις
με ελπίδα και χαρά ξανά να το γεμίσεις.
Ο χρόνος θα έχει γιατρέψει της πληγές
κι από όλα αυτά κρατά ό,τι θες.
Παλιές συμβουλές δεν θα θυμάσαι,
θα χαίρεσαι που έφυγες, δεν θα λυπάσαι
και θα χαθείς στο παραμύθι της χαράς.
Θα νιώθεις καλά ένας μάγκας βασιλιάς
και θα έχεις στέμμα στο κεφάλι ένα φως,
μπροστά στα ποδιά σου θα πέφτει ο λαός,
μες στην ελπίδα και στην πίκρα να καούν
- άσ' τους καλύτερα, θα το σκεφτούν.
Μ’ απλές κουβέντες δεν γράφω κάνα βιβλίο
θα σας πω μια ιστορία απ’ αυτές που στο σχολείο
δεν μας μαθαίνουν κι ας τις ζούμε κάθε μέρα
για κάτι τύπους που καμία δεν τους σκιάζει φοβέρα
για μεγάλη κολεγιά επίδοξων κακοποιών.
Θα μιλήσω για όλων αυτών το σκοτεινό ποιον
που ξυπνάνε κάθε μέρα νωρίς,
καλά φοράνε ρουχαλάκια, αφού δεν γίνεται χωρίς.
μιας ιδιωτικής σχολής τα παλατάκια
πουλάνε μούρη οι γονείς λόγω ότι παίζουν φραγκάκια.
Τουλάχιστον να γίνουν κάτι στη ζωή τους
θα βρουν εύκολα δουλειά με το χαρτί τους
προβλέπονται όλα κανένας από αυτούς δεν παει χαμένος
για όσους τα λεμε, φλώρος είναι ο βολεμένος.
Αγοράκια που πάσχουν από χρόνια εφηβεία
που χάρη στη tv γνωρίσανε και σεξ και βία,
που στο δίκτυο αναζητώντας τη καλή τους
μπερδεύουνε συχνά το mouse με το πουλί τους.
Τη μέρα σένιοι, το βραδάκι με σκισμένα
κι αυτά ακριβά και από το μπαμπάκα αγορασμένα.
Ποδηλατάκι, πατινάκι και στο δρόμο
για να το παίξουνε αλητάμπουρες έξω απ’ το νόμο,
μα σαν νυχτώσει για καλά θα τη χωθούν πίσω ξανά,
την άλλη μέρα πάλι θα φωνάζει η μαμά.
Μια ιστορία για αγρίους που την είδαν ξαφνικά
γι' αξιότιμους κυρίους - πιάνα και γαλλικά,
για γενναίους και ανδρείους, μα φευγάτους τελικά.
για αλήτες και αχρείους όλο λόγια δανεικά.
Δεν είναι μύθος, δεν είναι απλά ένα τραγούδι,
είναι η ιστορία των παιδιών που έχουν ακόμα χνούδι
και ξαφνικά την είδαν κάπως και βγήκανε στο δρόμο
νομίζοντας πως θα γαμήσουν όλο το κόσμο.
Ξένη η αιτία και 'χει γίνει οικεία
από όσα ακούσανε, διαβάσανε κι η μαλακία
έγινε γκόμενα και όλα είν’ επόμενα,
τώρα ποζάρουνε τα νούμερα ως φαινόμενα,
μα τη μαγκιά δεν την αγοράζεις, δεν την πουλάς.
Τη ξεπληρώνεις με ψυχή και δεν μιλάς
και άμα γουστάρεις, τότε ρισκάρεις
και αν δεν μπλοφάρεις, τότε ποτέ δεν θα ρεφάρεις.
Όσοι το δρόμο στ’ αλήθεια έχουν για σπίτι
απ’ τη ματιά καταλαβαίνουν έναν αλήτη
και λενε πως όποιος δυνατά φωνάζει,
τότε η ζωή από τη μύτη τις κουβέντες του όλες βγάζει
δεν σε πειράζει βρήκες έτοιμη στολή
και όπου σε παίρνει τη φοράς και ντύνεσαι απειλή
και μ’ άλλους ίδιους το παίζεις σκοτωνάκος,
μην κλάψει η μάνα σου φοβάσαι, γι’ αυτό κι είσαι φευγάτος.
Και αν θα τη βγάλεις καθαρή, ξεχνάς όσα είχες πει
και αν από τύχη είσαι ταπί, φλερτάρεις τη ντροπή.
Άραξε 'κει λοιπόν με τις κυρίες και τους κυρίους
δεν σου ταιριάζουν οι ιστορίες γι’ αγρίους.
Υπάρχουνε στιγμές που με κάνουνε να νιώθω
όπως νιώθει ένα παιδί, όταν μάθει ότι είναι νόθο
προδομένος απ’ όσους νόμιζα πως είν’ μαζί μου
πως νοιάζονται για μένα, για την μίζερη ζωή μου.
Χόμπι τους το χρήμα τα αμάξια και η πένα
κι όλα τ' άλλα, ρε, τα 'χουνε εκεί γραμμένα
και γιατί, ρε, να τους νοιάζει αφού εκεί περνάνε ωραία
έχουν και αυλικούς - πωπω, Θεέ μου, τι παρέα.
Ξεκομμένοι από τον κόσμο κι όσα μοιάζουνε θλιμμένα
από την προσφυγιά και από όνειρα χαμένα
και κάθε λίγο η μοναξιά τους πνίγει
και η ψυχή τους κάνει μάταια προσπάθεια να ξεφύγει.
Απ' τη βρώμικη καρδιά τους απ’ τα σάπια όνειρά τους
να ’μαι εδώ, να ’μαι εδώ πάλι μπροστά τους
να τους πω ευχαριστώ που με κάνανε να δω
πως είναι να σαπίζεις μες σε βάλτο σκοτεινό.
Γι' αυτό αφήνω μια ρίμα να πλανιέται στον αέρα
και ίσως που ξέρεις να γυρίσει κάποια μέρα.
Τις άσωτές μου ρύμες τις σκορπίζω στον αέρα
κι αν γυρίσουνε σε εμένα κάποια μέρα
θα 'χω γίνει και εγώ ένας γιος της παρακμής
θα 'χω ξεχάσει τον τόπο της φυγής.
Και εσύ ρε φίλε κοίτα εμένα να ξεχάσεις
κι ό,τι καλό θυμάσαι από μένα να το θάψεις
η ψυχή μου έχει ξεφύγει τώρα πια
έχω κλείσει συμβόλαιο με την μοναξιά.
Μια αιώνια συμφωνία ζωής ρε και θανάτου
που ’χει χαραγμένα τα σημάδια λεει του βάλτου
γιατί διάλεξα να ζω περπατώντας στη φωτιά
έθαψα τις τύψεις κι από μένα πιο βαθιά.
Και αποφάσισα να κάνω Low Bap
έτσι μου μοιάζει από παλιά είχα μικρόβιο του ραπ
είπα την ζωή μου θα την πάρω εγώ στα χέρια
δεν θα αφήσω να με πνίξει η μιζέρια.
Κι αν ίσως κάτι εγώ δεν καταφέρω
τουλάχιστον οι ρύμες θα με κάνουν να υποφέρω
θα ’χω αυτές να μου θυμίζουν τον σκοπό μου
να κάνω πράξη το πιο άπιαστο όνειρό μου.
Σε μια πόλη που τα όνειρα μπαίνουν στη σειρά
και δε χρειάζεται ποτέ να σκεφτείς προσεχτικά.
Σε μια σκέψη που κάνεις μοναχός,
ο δρόμος για να φτάσεις δεν είναι μακρινός.
Με τη πρώτη ηλιαχτίδα που ο ήλιος θα μας στείλει
σε λίγα λεπτά θα φτάσει στη πύλη
κι όταν περάσεις να κάνεις μια ευχή
και ό,τι θέα αναπολείς μη ρωτήσεις γιατί
και το στολίδι της φαντάζει λαμπερό
μες στου νου τη φαντασία αληθινό.
Μη ξεχάσεις να το δεις, γιατί είναι κρίμα
και μη φοβηθείς, δε σηκώνει κύμα.
Μη χάνεις καιρό γυρνά πιο κει
στο κέντρο φανερή, διαμαντένια ακτή.
Αυτός ήταν ο πρόλογος και τώρα εγώ αρχίζω
για να βρω την ακτή από 'δω και 'κει γυρίζω.
Στο ψηλότερο μέρος ανεβαίνω με κόπο
και χωρίς ταλαιπωρία σα να βρήκα το τρόπο
πιο κοντά σου να έρθω, λίγο να σ΄ ακουμπήσω
και από την πολύ ομορφιά σου ας είναι να μεθύσω
και άφησέ με σου λέω εκεί κοντά σου να μείνω
στην άκρη σου να βάλω το γαλάζιο κρίνο
και πιο δίπλα μη ξεμπλέκεις το μύθο
και στα διαμάντια που έχεις μη βάλεις άλλο λίθο,
φοβέρες και φουρτούνες μη βιαστείς να σήκωσεις,
με το όνειρο σου ποτέ ραντεβού να μη δώσεις.
Αν είναι να έρθει, θα έρθει μοναχό του
και αν ποτέ θα χαθεί μη λυπηθείς το χαμό του,
γιατί πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία,
αλλά η μοναξιά παραμένει ακμαία.
Μες στο νου μου ακτή μη πάθεις κακό
και αν ακόμα εγώ δε μπορώ να σε δω
και αν μια μέρα κατά λάθος σε αρνηθώ
τότε τη πύλη σου ποτέ μη διαβώ.
Της σκέψης ζωντάνια, του ονείρου ψυχή
της φαντασίας φλόγα, του μύθου αρχή
γεμάτη διαμάντια με λάμψη παντού
μοιάζεις με κομμάτι του μπλε ουρανού
σαν ένα αστέρι με διάχυτο φως
που με ιδιαίτερη φροντίδα έφτιαξε ο θεός,
με στυλ μίας θεάς με πολύ πολυτέλεια
και πάντα στο κέντρο γεμάτη ονειροτέλεια
και όταν φωνάξω στο κέντρο ζει
μόνο φέρνω τη διαμαντένια ακτή.
Το όνειρο σα ψάξεις ξέρεις που να το βρεις,
πριν αρχίσεις το μύθο να με θυμηθείς.
Μες στη φαντασία μια λάμψη υγρή
στο κέντρο φανερή η διαμαντένια ακτή.
Μη φοβάσαι το χρόνο που γρήγορα κυλά
εγώ κοντά σου θα 'μαι σε κάθε νύχτια
και αν μόνη ξυπνήσεις, μη με αφήσεις μονάχο
όταν φύγεις μετά δε ξέρω τι θα χω.
Μπορεί ένα φόβο ή μια ντροπή
θα έρθω και θα μείνω μαζί σου ακτή
μαζί να δούμε ψηλά τα αστερία του ουρανού
και ας μας βάλουν ό,τι θέλουν μέσα στο νου
ίσως ένα όνειρο ή μια μόνο σκέψη
ένα ψέμα καλό στο χρόνο να αντέξει
και ποτέ μη διακρίνει τη νύχτα με τη μέρα
να ανασάνει και αυτό της φύσης αέρα
με τη τύχη κοντά μου για μια στιγμή
γιατί ποτέ δε μου μίλησες σ' όλη τη ζωή
και πάντα μαζί διαμαντένια ακτή
στου ονείρου τη κρυφή την υπόγεια πηγή
και αν έστω στερέψει από κοντά μου σε χάσω
αν άλλος σε πάρει εγώ θα κάνω πάσο
ως τότε όμως μπορεί το όνειρο να ψάξω
και για να έρθει κοντά μου τα αστερία θα του τάξω
και το μύθο θα αρχίσω σα λάμψη υγρή
πάντα στο πλευρό μου διαμαντένια ακτή.
Λάκισες χωρίς να πεις ούτε ένα αντίο
και πέταξες στη λάσπη και τα όνειρα των δύο
εμείς που σχεδιάζαμε να κάνουμε πολλά
να κρατήσουμε κοντά μας τα λίγα και καλά.
Χαμένα πήγανε λοιπόν όλα τα ξίδια,
όταν μεθάγαμε σκεφτόμασταν μακρινά ταξίδια.
Ονειρευόμασταν και μέρη ωραία και μεγάλα,
αφήναμε πίσω τις πίκρες και όλα τ' άλλα.
Δεν σε ταιριάζω με φίδι άγριο ερπετό,
μα θα μείνει ένα γιατί για πολύ καιρό,
τσάμπα πήγε και ο όρκος, τα χέρια είχαμε δώσει
και είπαμε ποτέ κανείς να μην προδώσει.
Το στόχο που βάλαμε στη ζωή μας
να ακολουθήσουμε το δρόμο της φυλής μας,
όλοι απόντες είσαστε και εδώ μονάχος τα λέω,
μες στην καρδιά μου Low Bap και για κανέναν δεν κλαιω.
Κάποιοι μας κλείσαν τον δρόμο, αν θυμάσαι
και σου ’πα πάει στο διάολο μη φοβάσαι
τα καταφέραμε στον ήλιο και στην μπόρα
τους εφιάλτες κάναμε όνειρα μα που ’σαι τώρα.
Για θυμήσου όσες πήρες συμβουλές,
τώρα πώς πρόδωσες τις Πύρινες Ιαχές.
Μα πως βγήκες απ’ το όνειρο εσύ απ' έξω
και μ’ άφησες μόνο την πληγή εγώ να θρέψω.
Που ’ναι η φωτιά που ’καιγε μέσα σου καιρό,
τώρα γουστάρεις να βγεις απ' το χορό.
Εσύ θέλεις την εύκολη την λύση
και η ρόδα της ζωής όμορφα να κυλήσει.
Εγώ εδώ Low Bap και τίποτα άλλο.
Άμα γουστάρει, ας με στείλει και στο διάολο.
Μόνος θα συνεχίσω αυτό το μακρύ ταξίδι
και μες στο ξίδι θα πνίξω κάθε φίδι.
Που γι’ άλλη μια φορά θα με σταματήσει,
μα δε θα το αφήσω να κερδίσει.
Θα συνεχίσω να ραπάρω και την πίκρα σου θα πάρω,
να την κάνω χαρά μου για να γουστάρω.
Αφού παίζω για μένα και δεν έχω κανένα,
τα χαρίζω σε σένα κι ας πάνε χαμένα
Ρε, παλικάρι να θυμάσαι ό,τι αξίζει
θέλει κόπο κάποιος για να το κερδίσει.
Μα ας αφήσω να κυλήσουν τα πράγματα όπως πρέπει,
την ψυχή μου την ρώτησα, το επιτρέπει
και την προδοσία άσ' τή μονάχη να κριθεί
μπορεί απ’ το φόβο να κρυφτεί.
Μας άφησες χωρίς να πεις ούτε ένα αντίο
και πέταξες στην λάσπη και τα όνειρα των δύο
εμείς που σχεδιάζαμε να κάνουμε πολλά
να κρατήσουμε κοντά μας τα λίγα και καλά.
Τι θέλεις ρε Τι με κοιτάς
Είμαι κι εγώ ένας τρελός απ’ τη φυλή της φωτιάς
για να καταλάβεις άκου με προσεκτικά
τα λόγια που θ’ αφήσω μοιάζουνε βεγγαλικά
αλλού τα περιμένεις κι αλλού αυτά σου σκανε
σε τρομάζουν και τ’ αυτιά ρε σου τρυπάνε
σου γεμίζουν με χρώμα το μουντό σου ουρανό
και σου κάνουν το σκοτάδι φωτεινό
κι εσύ αμήχανα γελάς, σαν χαζός παντού κοιτάς
και δεν ξέρεις αν θα φύγεις που θα πας
μένεις κοντά μου και με κοιτάς δειλά δειλά
και εγώ σου δείχνω να κοιτάξεις χαμηλά
στα κάρβουνα εκεί που είναι για μένα αναμμένα
θα απλώσω όσα όνειρα μου δεν συνάντησα καμένα
γιατί όταν γεννήθηκα πάτησα στη φωτιά
με είδανε που γέλαγα κι ουρλιάζαν δυνατά
άλλοι με λέγαν δαίμονα κι άλλοι σατανά
κι όσα κι αν μου κάνανε την έβγαλα φτηνά
και θα ’μαι εδώ μέχρι να φύγει η νυχτιά
και να μην έχει άλλη φωτιά
Τι θέλεις ρε Τι με κοιτάς
Είμαι κι εγώ ένας τρελός απ’ τη φυλή της φωτιάς
και θα ’μαι εδώ μέχρι να φύγει η νυχτιά
και να μην έχει άλλη φωτιά.
Σε πείραξαν οι φλόγες στο κεφάλι
και δεν βλέπεις το μαύρο σου το χάλι
σε πιάσανε μαλάκα οι αναθυμιάσεις
κάτσε ακόμα άλλο λίγο και θα σκάσεις
θα κοκκινίσεις, θα φουντώσεις, θα φουσκώσεις
κι αν προλάβεις και γλιτώσεις και δε λιώσεις
θα μαζέψω ό,τι έχει μείνει απ’το κορμί σου
να ’χω κάτι απ’ τη χαμένη ύπαρξή σου.
Μη χαίρεσαι μαλάκα δεν ήρθε η ώρα ακόμα
τη χολή που έχεις φτύσει ξαναβάλτηνε στο στόμα
γιατί εγώ τα κάρβουνα τα έχω για κρεβάτι
λες να με βγάλαν άδικα ρε ηλίθιε πυροβάτη
ανέβα παλιοβέβηλε απάνω εδώ στη θράκα
να σου φύγει η μαγκιά και να κοπεί κι η πλάκα
Άσε με εγώ να είμαι εντάξει είμαι καλά ψημένος
έχω φωτιά εγώ μέσα μου κι είμαι ευχαριστημένος
Ναι ωραίοι είστε όλοι κι εγώ είμαι ο μαλάκας
πουλάτε μούρη κάνατε κι ένα CD της πλάκας
φέρτε τα ποσοστά μου αυτά είναι τα μόνα
που με κρατάνε δίπλα σου ακόμα Βαβυλώνα
Προσέχτε τη φωτιά, μη λέτε δε σας νοιάζει.
Μυρίζει ωραία η νυχτιά στον τόπο της φυγής
παλιό τραγούδι μοιάζει το κλάμα της γης
οι λαμαρίνες στη θάλασσα με ζωγραφιά
και ο καπνός απ’ τα φουγάρα συννεφιά.
Θα πω τα φώτα του δρόμου αστέρια τ' ουρανού
δοξάζοντας τα έργα κάποιου άλλου Θεού
θα πω το υπόγειο παλάτι μεγάλο
και εκεί κάτω ό,τι κρύβω έξω θα το βγάλω.
Φίλου αδερφικού παρέα το μικρόφωνο κρατάει
το Low Bap με μεθάει και ένα πικάπ καθώς γυρνάει
χαράζει μονοπάτια
και αφήνει δώρο απ’ το βινίλιο πολλά μικρά κομμάτια.
Ποιος θα τα βάλει όλα μαζί
με ανακατεμένα λίγο και ζωή
μήπως και βγει ένας μύθος ακόμα
που όταν σε βρίσκει μοναχό να σ’ έχει κάνει λιώμα.
Κλείσε το στόμα σειρά έχουν άλλοι να μιλήσουν
όσοι πρόλαβαν κάτι ν’ αγαπήσουν πριν μισήσουν
γι’ αυτό πρόσεχε την φωτιά μη λες δεν σε νοιάζει
όλοι καιγόμαστε και σε τρομάζει.
Μα δε βαριέσαι
είναι μεγάλη η νυχτιά για να χαλιέσαι
σέρνει και αυτή πολλά στοιχειά
ένα απ’ αυτά είναι η φωτιά.
Και είμαστε τα παιδιά της και νιώσαμε το χάδι της
και χαραγμένο έχουμε για πάντα το σημάδι της
κράτα γερά κυρά
γουστάραμε πιο χύμα να ’ναι η δεύτερη φορά.
Με ένα μικρόφωνο 58άρι,
με δύο πικάπ ΜΚ2,
με ένα sampler MPC2000,
με τη φωτιά,
Low Bap sessions, μέρος δεύτερο, τα demos.