- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Μια συλλογή από low bap κομμάτια για ένα κίνημα χωρίς σπόνσορες. Οι στίχοι και οι μουσικές φτιαγμένα από ανθρώπους που δεν χαραμίζουν τ' όνειρό τους σε τίποτα λιγότερο από τα όμορφα... Active Member, Sadahzinia, B.D.Foxmoor ... Αγοράζοντας αυτό το Cd στηρίζετε 100% το No Sponsors Movement!
Οι καλλιτεχνάδες τώρα πια πιασμένοι όλοι αλά μπρατσέτα
σπάνε τα γαμησιάτικα και τα παχιά πακέτα
με χορηγούς, μανατζεραίους και γραφεία
μια ξεπεσμένη και χωρίς κώδικα μαφία.
Τροβαδούροι, έντεχνοι, σκυλάδες,
χιπχόπερς κι οι μεγάλοι μας ροκάδες,
τώρα πια με ίδια αισθητική κι αξία,
πολιτιστική εθνική κοινοπραξία.
Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Όχι, δε ξέπεσε απόψε ο τραγουδιάρης σου -
απλά το φόντο είναι άσπρο και φάνηκε καλύτερα·
έτσι ήταν πάντα, κι εσύ καυχιέσαι πως για χάρη σου
στερείται από τα όμορφα για όσους έρθουν ύστερα.
Και χαραμίζεις τα πενιχρά σου εφόδια σκέψης,
για να διπλάρεις ξέλυτος τη θλιβερή του ζήση,
μα απ’ του υπονόμου την άχνα τί να κλέψεις
Άντε μια καβάτζα, τρεις μυτιές, κι ένα βρώμικο γαμήσι.
Λοιπόν, μακελεμένε ήρωα του τραγουδιού μου
μια στάλα κατράμι έριξες σ’ ένα βαρέλι μέλι
να μαγαρίσεις τα όνειρα του αγέννητου αδερφού μου,
γι’ αυτό με κόφτουν όσα λες κι ό,τι θα πεις με μέλλει.
Ντόρος να γίνεται οι μεγαλόστομοι δουλειά να έχουν,
χρειάζεται συνένοχους το ψέμα τους·
οι πυροβάτες όμως στα χαμοτόπια εδώ αντέχουν
να σβήνουν πάλι στη φωτιά το καμένο πέλμα τους.
Τρέχα από πίσω τους, λοιπόν, χειροκρότα σφύρα
η δήθεν λευτεριά τους μυρίζει κλεισούρα
σαν σύντομη ανάδυση από βαθύ κρατήρα
τώρα έχει κόντρα άνεμο, βγάλτη και κατούρα.
Και στην υγειά σου κι όλο να χαριεντίζεσαι
σαν ανήμπορος κλακαδόρος στη γιορτή τους
και σαν κουφάρι στον ήλιο να ξασπρίζεσαι
κι ό,τι σκαρφίζεσαι τροφή τους.
Ψάξε στ’ αποκαϊδια, μα μη σε πάρει μάτι·
οι ηλίθιοι υπερασπίζουν τα λάθη τους με σθένος
και σαν τους μένουν τα ριμαγμένα αμανάτι
γέρνουν προς τα δω· συγνώμη, απόψε νιώθω ξένος.
Δεν ταιριάζουν τα χνώτα μας, δεν είμαι δημοπράτης
να πουλάω στην καλύτερη τιμή αυτό που δε μου ανήκει.
Είμαι αρνητής πυρόγλωσσος κι άφραχτος αντάρτης,
να λευτερώσω θέλω από τη μέγγενη μια νίκη.
Όσο εκείνοι που αγαπάς κερώνουν την ψυχή σου
και ράβουν σιγή στη φορεσιά τη roja,
πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Πρέπει να μάθεις να κρατάς την αναπνοή σου
και να ζεις με των κάλπηδων τη μπόχα.
Δευτέρα – τσαγκαροδευτέρα
Τρίτη - μου το βγάλαν απ’ τη μύτη
Τετάρτη - τ’ αφεντικό μ’ έχει στο μάτι
Πέμπτη και Παρασκευή - θα μου καεί η συσκευή
όμως τώρα δώσε …
Σάββατο και Κυριακή, στη χώρα του μαλάκα γουστάρουμε όλοι.
Σάββατο και Κυριακή γεμίζουν οι κερκίδες γιορτή και σκόλη.
Σάββατο και Κυριακή, τα trendy μας τα νιάτα τα μαστουρωμένα. Σάββατο και Κυριακή, αγωνίζονται για του ραγιά τα κεκτημένα.
Viva – Revolution!
Είναι η μέρα που κουρεύουμε λιγάκι το γκαζόν
και στη διαπασών γυρνάνε οι κάγκουρες στους δρόμους
ν’ αντισταθούν στους άδικους τους νόμους.
Ήρθε η μέρα που ξεσκάμε με το αζημίωτο,
φροντίζουμε το νόημα να μείνει αναλλοίωτο.
Σε πολύχρωμα χωριά με σινεμάδες,
προβληματίζονται ζευγάρια, πιτσιρίκια και μανάδες,
για το μέλλον κι έχουν μότο “όταν ξεδίνεις,
κάνε κατάληψη σε λούνα παρκ αδρεναλίνης,
κάντο με μέθοδο κι αργά, μη το πας φιρί φιρί,
- σαν κουραστείς πιες κι ένα ούζο στου Ψυρρή”.
Ή κάνε αντίσταση μεσ’ τα λαδάδικα,
“stop the war” απ’ τα χοροπηδάδικα.
Αδέρφια μας, εργάτες ενωθείτε!
μεσ’ τα σκυλάδικα καλά ταμπουρωθείτε
κι ίσως κάποια Κυριακή συννεφιασμένη
να ψηφίσουμε αλλαγή όλοι οι αδικημένοι,
να φωνάξουμε “Mπάτσοι, γουρούνια, έξω από τη Μύκονο”
- Σκάστο ρε συ, τώρα έχει ημίχρονο.
Σαββατοκύριακο στη χώρα που εξάγει μπάζα.
Πολιτισμός - tabula rasa.
Χωρίς προσχήματα στου Παλαμά τη γενέτειρα
ναυτάκια από το Ρούσβελτ πηδούν κρυφά στη Κέρκυρα,
και χουλιγκάνια πωρωμένα, προεδροταϊσμένα,
μετά απ’ τα ντου κλαίνε μπαταρισμένα.
Δουλοπάροικοι άντε ξετινάξτε τις κάρτες σας,
τα κρίματά μας πάρτε όλοι στις πλάτες σας.
Αγιάστε μας με λιβάνια σα σκηνώματα,
μήπως σώσετε τα αμαρτωλά μας σώματα,
σα κι εκείνους που πεθάνανε γι’ αυτή τη χώρα τη ρημάδα,
για ν’ αρμέγουν τα παιδιά σας την Κλάρα τη γελάδα,
Ή να λιώνουν στα internet café.
Τι ωραία που στολίζουνε το κυριακάτικο μπουφέ!
Κόλακες διπλοτάκουνοι απ’ τις φιδοφωλιές
σου πουλάν μ’ άτοκες δόσεις αγκαλιές.
Κι εσύ άλλο που δε θες τα πας αμάσητα,
και από τις ονειρώξεις σου μαζεύεις τα παράσιτα,
φαντασιώνεσαι την δημοκρατία νοσοκόμα
που το θερμόμετρο σου βάζει γλυκά στο στόμα.
Μικρέ μου γείτονα, καλοζωισμένε,
η Δευτέρα είναι ο εφιάλτης σου καημένε,
γι’ αυτό απόψε οι δευτεράτζες σου λένε τις ειδήσεις,
να μοιάζει happy end κι όμορφα να ξυπνήσεις.
Ποτέ δε γειτονέψαμε, χώρια παλέψαμε.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε.
Δεν έπαψα να καίγομαι - πόσο το χαίρομαι.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.
Δρόμε μου αμίλητε, τοπίο μου αγέραστο,
όνειρο απείραχτο, πιοτό μου ακέραστο,
αταίριαστό εγώ μου, μεγάλε ανήφορε,
λεπίδα στομωμένη, τσαμπουκά μου ασύμφορε
σταμάτα το πέταγμα, δεν είσαι γεράκι.
Γύρισε μέσα μου εσύ, δεν κρατάς από τζάκι.
Ξέρεις τον τρόπο, ξέρεις, κι εσύ μοναξιά μου
στεγνώνεις πάνω μου μοναδική αλλαξιά μου,
ταμπουρωμένη στου ήλιου τα ξεχύματα,
μετράς τις μέρες αργά, μετράς τα βήματα.
Στ’ ονειροδιάβα μου φυλάς τα νότα και το νου μου
και το ψέμα του εχθρού μου κάνεις θήκη του σπαθιού μου.
Κι όσοι ψυχομαχούν, δε βρίσκουν να διαλέγουν
κι όσοι έφτασαν παινεύοντας, κατηγορώντας φεύγουν
σα γυμνοσάλιαγκες στη λάσπη κι εγώ χαίρομαι,
δεν υποφέρομαι - είμαι low bap και φαίνομαι.
Ποτέ δε γειτονέψαμε, χώρια παλέψαμε – από τους χορτασμένους.
Τα ίδια δε γυρέψαμε, λίγοι αντέξαμε – καημό στους πικραμένους.
Δεν έπαψα να καίγομαι, πόσο το χαίρομαι – μακριά απ’ τους ξεπεσμένους.
Είμαι low bap και φαίνομαι, δεν υποφέρομαι.
Καλομελέτα, καίγεται, βαράει η ντροπή κανόνι,
ντυμένη στα βελούδα της και μ’ ύφος που θαμπώνει.
Αμαχητί παρέδωσε όλα τα φισεκλίκια
κι απ’ τον εξώστη κλαψουρίζουνε φτυσμένα πιτσιρίκια.
Πιο κάτω οι μωρόπιστοι τρέμουν μπουζουριασμένοι.
Ψάχνουν τα λόγια οι αρχηγοί με τη βλακεία ζωσμένοι.
Μα το δέντρο ό,τι κι αν γίνει στη ρίζα του υπακούει
και ‘γω που πάντα είμαι εδώ - τι άσχημο χούι!
Για την αφόρητη σιωπή ξέρεις τι φταίει,
Ρε, συ ούτε ένα αρσενικό - χιλιάδες νοματαίοι.
Ρε όλοι φιμωμένοι, δεμένοι και σκισμένοι
και ξεσπούν απάνω τους οι πολυκαιρισμένοι.
Μη σκιάζεσαι, ποτέ δε γειτονέψαμε,
μη ντρέπεσαι ποτέ, τα ίδια δε γυρέψαμε.
Πέρασες ξυστά κι απ’ την αλήθεια κι απ’ το ψέμα
κι απ’ την αρχή καμάρωνες προτού να δεις το τέρμα.
Ξεφούρνιζες βλαστήμιες σε κλεμμένα ταψιά
και πάντα έτρωγες κρυφά απ’ αλλουνού τη χαψιά.
Πέντε λεπτά ανάταση, βουή και λίγος σάλος.
Ο μέρμηγκας στην τρύπα του είναι άρχοντας μεγάλος.
Ρε, πόσο σε ζηλεύουνε όλοι οι ξεπαστρεμένοι.
Μπαίνουν στεγνοί στα πράγματα και βγαίνουν μουσκεμένοι.
Ψελλίζουν και τρεκλίζουνε για τη ζωή τη σκρόφα
που νοιάζεται για κείνους που είναι από άλλη στόφα.
Και που ‘σαι, αυτό το λυσσασμένο στόμα
όσα έλεγε για σένα εχθές, θα λέει για χρόνια ακόμα,
περαμιώτικα, έτσι, χωρίς ίχνος σεβασμού
για όσους χαρίστηκαν του ξεπεσμού.
Καλοδέχεται η ζωή τους χορτασμένους
που ροκανίζουν ένα σάπιο διαβολόξυλο
κι η μουγκαμάρα τραβάει τους ξεπεσμένους
στο λάκκο της, γιατί αγριεύουν το παλιόσκυλο
που φυλάει το τεφτέρι με τα αχάλαστα
και ετοιμάζει την κοσμογυρισιά τους,
μα θα γυρίσει για τα ψευτοαδάμαστα –
δεν αντέχει την ατιμωρησιά τους.
Άλλο ένα άσμα υποταγής - κοίτα αλώβητος να βγείς,
σε θέλουν κι άλλο.
Άλλο ένα άσμα καταγής - σέρνεις μαζί σου ό,τι μπορείς
και πας στο διάολο.
Άλλο ένα αστέρι επί γης σε μια μαρκίζα της ντροπής
στο μαγαζί τους.
Κοιτάξου λίγο αιμορραγείς, αργοτελειώνεις κι όσο αργείς,
θα πας μαζί τους.
Σ' αυτό εδώ το μαγαζί που το βαφτίσαν γενικά "Μουσική",
που όλα χωράνε να γίνουν και η ετικέτα μόνο αρκεί
- χαλκομανία κολλάει στης δόξας το κουφάρι
κι η κουλτούρα κρατάει το φανάρι·
γριά κοκότα με του πολιτισμού τα χνότα,
μυξοκλαίς - θες πιο δυνατά πάνω σου φώτα,
σα και πρώτα ένα ταλέντο φουσκωμένη σιλικόνη
σαββατόβραδο μονοπωλεί τη γιγαντοοθόνη.
Αναλώνεται η φορμόλη κι όλοι οι σουλατσαδόροι
πάνε στα τυφλά όπου υπάρχουν αγορές λαχειοφόροι·
λιγούρικα ποντάρουν τα όνειρά τους φέτες.
Σε λίγο σίγουρα σαπίζουνε κι οι πέτρες!
Πες μου ποιοι φταίνε για τους τόσους φραμπαλάδες
Έτσι απλά παρασυρθήκαν σε φωσφοριζέ ζαλάδες.
Στήνουν μ' άσμα υποταγής γλέντι τρικούβερτο ντουμάνι
και ρουφάν με το καλάμι των διασήμων το καζάνι.
Δε ξέρω αν φταίνε τελικά τα κλαμπάκια κι οι πίστες,
ούτε κι αυτοί που φτιάχνουν τις μουσικές σκουπιδολίστες
ούτε οι μανατζεράδες ούτε και τα κανάλια·
φταίνε οι καλλιτεχνάδες και τα μαύρα τους χάλια.
Οι άλλοι κάνουν τη δουλειά τους με την ηθική τους,
οι άλλοι φταίνε που έχουν κάτω όμως συνέχεια το βρακί τους.
Η εποχή τους είναι κι από δύσκολοι λεκέδες,
γίναν γεμάτοι μ' άποψη σκουπιδοτενεκέδες
κι εσύ πλερώνεις κι όπου πάς λερώνεις,
βρωμάς και ζέχνεις, μα το κρυφοκαμαρώνεις.
Μα ούτε εσύ φταις που έχει βαλτώσει το μυαλό σου
μάλλον φταίνε όσοι τραγουδάνε για λογαριασμό σου.
Οι στιχουργοί, οι ηθοποιοί κι οι σκηνοθέτες,
οι ζωγράφοι, οι συγγραφείς και οι συνθέτες
που σα μεταλλαγμένοι, ήσυχοι κι αδιάφοροι κλώνοι
πρέπει να πετύχουν όλοι τους καλά και σώνει
μιας κι η οθόνη είναι πανέμορφη μαγεύτρα
κι ας κάνει σκόνη την πιο ακλόνητη πέτρα.
Μα τι μ' ακούς, μείνε στην ίδια συνταγή
φτιάξε άλλο ένα άσμα της ντροπής μ' υποταγή.
Σ’ ένα διάλειμμα σύντομο κάποιο ανήσυχο βράδυ
είπα να φάω μια μπουκιά, αφού μου ‘χε βγει το λάδι
κι απ’ την τηλεόραση έκλεβα καμιά ματιά
όπως οι πρωτόγονοι είχαν για παρέα τη φωτιά
κι έπεσα πάνω σ’ ένα talent show
με την άνεση και την ξενοιασιά του αθώου.
Είδα μια γλάστρα που αφού τραγούδησε,
έβγαζε λόγο στους κριτές για τα όνειρα που πούλησε
και κλαίγοντας μοιράστηκε μαζί τους ένα μυστικό
πως νοιώθει πόρνη σε δίκτυο πανεθνικό.
Έτρεξε μπροστά στο κοινό να τη βλέπουν όλοι
κι έβγαλε απ’ τη φούστα της ένα μικρό πιστόλι.
Στο κεφάλι το κόλλησε κι άλλαξε φάτσα,
έριξε μια και το σκατό πήγε στην κάλτσα.
Στην ίδια πίστα που γεννηθήκαν «άστρα»
το ’πε και το ’κάνε η άμοιρη γλάστρα.
Και κάπου εδώ θα ’πρεπε να σας πω ότι λυπήθηκα
κι απ’ την τρομάρα μου όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα,
μήπως κι απαλύνω το πόνο απ’ τις ψυχές σας
- μα μικροί μου μου μουέδες τη σκοτώσαν τα SMS σας.
Και να ’ταν μόνο τούτο το κακό…
μια αυτόχειρας λολίτα σ’ ευρυγώνιο φακό.
Υπήρχε και συνέχεια και που να πάει η μπουκιά μου κάτω,
σούργελα και μαϊντανοί μου γέμισαν το πιάτο.
Ζυγώνουν και μεσάνυχτα κι η ώρα μας βολεύει
κι όποιος νύχτα κάνει ζάπινγκ είναι που δεν τη παλεύει…
Γι’ αυτό μέχρι να χωνέψετε τ’ ορεκτικό,
θα κάνουμε ένα break υποχρεωτικό.
Συνέχεια επί της οθόνης μας λοιπόν,
με γρήγορες εναλλαγές των σκηνικών:
Φοιτητής σκότωσε με σκάγια για αρκούδες
όλο το πάνελ σε talk show που ’χει φόντο μαϊμούδες.
Πιο κάτω μια ηλικιωμένη χοντρή κυρία
δίπλα σε κάτι στριπτητζούδες έκανε φασαρία.
Πέταξε μια χειροβομβίδα, σα τις ταινίες
- αυτά παθαίνει όποιος έχει αϋπνίες.
Μετά έπεσα σε κάτι χορούς και κλαρίνα
και ξάφνου δίπλα σε μία κυρία Σεμίνα:
Αλλοδαπή χορεύτρια, ξανθιά χρυσένδετη
ξυραφιάζει μαϊντανούς και σελέμπριτυ!
Αλλάζω πάλι, μα δε τελειώνουν οι εκπλήξεις.
Βλέπω έναν τύπο ξινό που ’χε βρει τις αποδείξεις
κι ένας από το κοινό που ’χε περάσει οντισιόν
τους ψέκαζε όλους με όξινη λοσιόν!
Πιο κάτω σ’ άλλο των media ιερατείο
τους κόβουν στον αέρα για ένα έκτακτο δελτίο
για τα περασμένα φονικά σε βίντεο παρέλαση.
Ω, my A.G.B., βαράμε τηλεθέαση!
Τέλος! Θα φέρω κάτι να τη σπάσω.
Πέντε λεπτά είπα να ξαποστάσω
και βρέθηκα στα ξεφτιλοκατεχόμενα
σε αίματος λουτρά με κορμιά μαινόμενα.
Κι έγινα ο ήρωας των ξεχασμένων ρόλων,
ο βασιλεύς των ουραγών, ο πνίχτης όλων
των κακών, γλυκές μου τηλεανάφτρες,
ζήσαμε τη νύχτα που τρελάθηκαν οι γλάστρες.
Βαρέθηκα να βλέπω αρσενικά σκυφτά
να κουτσοβγάζουν τη ζωή τους στα κλεφτά.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά σαράντα χρόνια έφαγα περίπου
και μαλάκες γνώρισα παντός καιρού και τύπου.
Όλα τα λουλούδια του κήπου τα μύρισα,
ποτέ όμως δε νοστάλγησα και πίσω δε γύρισα
και μουσαφίρισσα κάποια φορά είχα την τύχη,
όμως τη διώχναν άρον άρον οι επόμενοί μου στίχοι.
Σαν ν’ ακούω τη ζωή να ξεροβήχει δίπλα στ’ αυτί μου
και να με κράζει για ό,τι είχα μαζί μου,
μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,
γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.
Τα εξ αμάξης, πάντα θ’ ακούς τα εξ αμάξης
κι αν δεν αλλάξεις, θ’ ακούς τα εξ αμάξης.
Θ’ ακούς, θέλεις δε θέλεις, θ’ ακούς·
η πολυτέλεια της σιωπής χάθηκε με τους καιρούς
τους πονηρούς κι από δω κι εμπρός όσα δε βάζει ο νους
θα πει το στόμα μας σε βασιλιάδες γυμνούς.
Θ’ ακούς – θέλεις δε θέλεις τα φυλαγμένα μας
και μην τολμήσεις να πατήσεις τα σπαρμένα μας
κι ούτε λεπτό μπροστά στ’ ανέγγιχτα να μην αράξεις.
Κάπου εδώ αρχίζουν πάλι τα εξ αμάξης.
Βαρέθηκα ν’ ακούω συνέχεια για λεφτά,
για επιχειρηματίες σύγχρονους εγκληματίες
με χόμπι τα τελειώματα και τις αυθαιρεσίες,
για εργατοπατέρες με έργα και ημέρες πάλι,
νομάρχες και δημάρχους με κούφιο κεφάλι
σφραγισμένους σε παράξενα και ξεπεσμένα λόμπι·
ατέλειωτη, σου λέω, η νύχτα με τα ζόμπι.
Δεμένοι κόμποι, καμένα μυαλά με χέρια άδεια.
Ο χάρος πάνω από την πόλη μας δουλεύει διπλοβάρδια
κι εσύ όλο χάδια, αστέ καλομεγαλωμένε,
γελάς αμήχανα δίπλα σ’ αυτούς που κλαίνε.
Κι εγώ βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια για όλα αυτά τριγύρω
κι ό,τι μου δώσαν ευχή, εγώ κατάρα θα το σύρω
κι όπου δεις μπροστά σου φως, στάσου και χτύπα
- γιατί είναι λίγα, είναι λίγα όσα είπα.
Ο καθένας σας θα κρύβει άλλα τόσα,
μα που να φτάσουν απ’ την καρδιά στη γλώσσα.
Ντροπή καμπόσα δίνεις δύναμη σε ψεύτες και φελλούς
για να δοκιμάζεις τους καλούς.
Και για φαντάσου, ρε, σα τα μούτρα τους να γίνω
κι από τις τύψεις μου τους γύρω μου να φτύνω,
να έχω ένα αμάξι κωλοφτιαγμένο μοντέλο
και το κεφάλι μου σαν παρακμιακό μπουρδέλο
που να ‘χει πελάτες και πλάτες τους πάντες,
καλοστημένες και νομοταγείς απάτες.
Γινήκαν μάγκες πριν από δέκα χρόνια κάποιοι,
έμεινε ό,τι έπρεπε και φύγανε οι σάπιοι·
οι σάπιοι τώρα ειρήνη, ενότητα κι αγάπη
και διασκεδάζουν όλοι ενάντια σε μένα το σατράπη,
μα στο κιτάπι γράφονται όλα, γι’ αυτό εσύ ν’ αλλάξεις,
αλλιώς θ’ ακούς καιρό τα εξ αμάξης.
Μα εγώ δεν είχα την ψευδαίσθηση ποτέ ότι θ’ αλλάξεις,
γι’ αυτό δέκα χρόνια μετά σου ξαναλέω τα εξ αμάξης.
Καμιά φορά μου φαίνεται ό,τι κι αν ακούς
τα τσουβαλιάζεις όλα με τους ίδιους κωδικούς
κι αν αδικείς μερικούς, δε σου καίγεται καρφί
φτάνει να έχεις μ’ όσα φαίνονται επαφή
ομαδική ταφή ονείρων, πλάνων, σχεδίων·
η πόλη σου έγινε το απάγκιο των αχρείων
και των γελοίων. Ήδη η πλεκτάνη είναι στημένη·
μπορεί για σένα κάπου εκεί να περιμένει.
Συνήθεις άκυρος, μπορεί και βολεμένος
ή και εγκέφαλος ολίγον πειραγμένος
- πάντα χαμένος σε κενά και μεταλλάξεις,
γι’ αυτό χαρά μας να σου λέμε τα εξ αμάξης.
Γιατί κάποτε μου ορκίστηκες πως δε θ’ αράξεις
κι άμα το κάνεις κι ανταμώσουμε να τις αρπάξεις.
Εγώ θα κάνω όλα όσα συμφωνήσαμε,
τώρα αρχίζει ο πόλεμος όσα είπαμε, είπαμε.
Κατάλαβέ το, ο δικός σου ο θεός
σε ό,τι κάνω από δω και μπρος θα κάτσει εκτός
από εμάς σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Το μόνο σίγουρο είναι πως θα συνεχίσεις ν’ ακούς…
τα εξ αμάξης.
Τράβα το δρόμο σου, παίξε το ρόλο σου
κι αφού ρισκάρεις τα όμορφα φτύσε τον κόρφο σου.
Κράτα το φόβο από τις νύχτες σου τις άυπνες για γούρι,
κρυφοκαμάρωνε που σου ‘τυχε το κελεπούρι.
Κι αφού έτσι τα μετράς, έτσι θα ‘ρθούν μπροστά σου
λειψά κι αταίριαστα όλα κοντά σου - περαστικά σου.
Αφού νοιάζεσαι πιότερο, ήδη ζεις το χειρότερο,
έχεις βρει της ζωής τον σκοπό ήδη τον απώτερο.
Λίγο μυστήριο του βλάκα το ελιξίριο
κι είναι σαν χαμστεράκι μες στη γυάλα στο εργαστήριο
που καλοτρέφεται, το ξεγελάνε και βολεύεται,
φτιάχνει τον κόσμο μια σταλιά και παύει να ονειρεύεται.
Σκάσε και ζήσε το, μοιάζει με ανεμοπύρωμα
που αν είσαι τυχερός, πεθαίνεις σύντομα.
Αν όχι γάμα τα, ούτε θα μάθεις το γιατί.
Ένας βλάκας λιγότερος – ζήτω η ζωή.
Είχες αντίβαρο πολλούς που σε νοιαζόντουσαν,
παρά τα χάλια σου τα δύσκολα μαζί σου μοιραζόντουσαν.
Κι είχες μισήσει κι εμένα που σου τα ‘χωνα.
τώρα σε δέσανε οι τύψεις σου γερά πισθάγκωνα.
Κι ούτε τη θηλιά δε φτάνεις μοναχός να περάσεις.
Δυστυχώς για όλους και για σένα θα γεράσεις
κι όσα περάσεις ούτε κουράγιο να τα πεις
κι όσα ξεράσεις, αν προλάβεις - ριπές ντροπής.
Γλέντια τρικούβερτα, φωνές δυνατές, μελάτα νιάτα,
κουτοπονηρέματα, ψευτιές, κακά μαντάτα,
δε λέει τίποτα που με το ζόρι εδώ είσαι ακόμα,
κάποιος σου βαλε από τον τάφο σου στη τσέπη χώμα.
Α ρε, και να ‘ξερες, γιατί, μαλάκα αν ξέρεις,
και το κακό που σου ‘λαχε τριγύρω μας το φέρεις,
θ’ αλλάξω τίτλο στο έργο αυτό το γαμημένο απ’ την αρχή.
Ένας προδότης λιγότερος – ζήτω η ζωή.
Μα αν όλα αυτά τα κάνεις κατά λάθος
παρασυρμένος απ’ του έρωτα το πάθος,
όταν ξελαμπικάρεις τρέχα και ζήτα τις συγνώμες σου
από τ’ αδέρφια σου που λούστηκαν τις βρώμες σου.
Κι αν σ’ αγαπάνε κι αντέχουν φτύστε τ’ αναποδιασμένα,
ίσως πιστεύετε το «περασμένα ξεχασμένα».
Τότε, ίσως πείτε αγκαλιά με μια φωνή,
ένας μαλάκας λιγότερος – ζήτω η ζωή.
Και να, αυτή η μαυρίλα που με ντύνει,
απόψε μήνυμα αισιόδοξο αφήνει·
ότι αφού γυάλισες πάτο πιο κάτω δεν έχει
- να μη σ’ αγχώνει και το αύριο και σε τρέχει.
Grande finale λίγο πριν πέσει στο έργο αυλαία,
υποκλίσου στραβάδι με τη χεσμένη σκελέα,
τέλος με κεφαλαία, και της ντροπής το άγημα
σου αποδίδει τιμές για της ζωής το τράβηγμα
αναγνωρίζοντάς σου με περηφάνια και στόμφο
ότι ήσουν στον προθάλαμο για τον κακό σου ψόφο.
Είδες πολλά και πέρασες, ήσουνα νιος και γέρασες,
ό,τι ήξερες το ξέρασες, όλους τους ξεπέρασες.
Τί τυχερή που είναι η γενιά σου - γλίτωσε τ’ αγγάρεμα,
ν’ αφήσει κάτι για μετά κι είναι στο κωλοβάρεμα,
στο κωλοδώσιμο και στο κωλοφτιάξιμο
και κατέληξε στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
μείνε μ’ αυτό της ντροπής το παράσημο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
είσαι στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.
Ο δρόμος που σε πάει στους γκρεμούς και στ’ ανάθεμα
ξεκινάει από παντού και το δικό σου πάθημα
με γεια σου, κι άντε γεια σου τώρα.
Εκεί στο τίποτα κατέληξες με φόρα
ασυγκράτητη· γι’ αυτή την πρώτη σου κρυάδα
λες πως φταίει η μαργαρίτα σου η αμάδητη η ρημάδα,
κι αφού έτσι λες μπορεί και έτσι να ’ναι.
Ρίχτο στην τύχη κι από δω κι άλλοι πάνε.
Ο χρόνος έσπειρε στον δρόμο που ανέβαινες σαράκι,
εσύ κατάπινες τις αντιρρήσεις σου φαρμάκι
κι εγώ απ’ την άλλη σε κοιτάζω και με τρώει
που με αφέλεια μετράς τη σκιά σου για μπόι.
Κι έτσι σιγά σιγά με το καιρό ή και πιο γρήγορα
βρήκες κατήφορο και πήγες βουρ στα σίγουρα.
Μηδενικό σου φορέσαν παράσημο
κι αφού πατώνεις μέρος προσβάσιμο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
μείνε μ’ αυτό της ντροπής το παράσημο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
είσαι στο τίποτα μέρος προσβάσιμο.
Δεν πάει πιο κάτω, καημένε, δεν πάει·
μην περιμένεις το φώτο φίνις.
Έχεις χάσει, καημένε, και πάει…
Έψαχνες στο τίποτα να βρεις
κι όλα τ’ ανώφελα της γης είχες μαζί σου.
Ήθελες τον κόσμο να καταπιείς,
χωρίς τίποτα να δεις στη χώνεψή σου.
Έγινες ήρωας διαφανής
που κατάφερες να βρεις χαρά στον πάτο.
Μέχρι εδώ, καημένε, ήταν· δε πάει πιο κάτω.
Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο
κι ένας μπάτσος δίπλα μου κατουράει σε δέντρο·
και συγχρόνως με ρωτάει από που ‘σαι και που πας?
γιατί χαμογελάς
Κι αφού τον τινάζει ελαφρά έρχεται στο ένα μέτρο,
δείχνει στην κάμερα να ζουμάρει κέντρο·
παίρνει πόζα και ρωτάει από πού ‘σαι και που πας,
γιατί χαμογελάς
Γιατί έτσι – έτσι γουστάρω,
κάτω απ’ του νόμου το μάτι στέκομαι και ποζάρω,
χαμογελάω – χωρίς δεύτερη σκέψη,
αλλιώς ρουφιάνε θα μου σαλέψει.
Μπήκες στο σπίτι μου και στη δουλειά μου,
στο σχολειό, στο κρεβάτι μου και στη κοιλιά μου,
στα όνειρα μου – ξέρεις τι αγοράζω και τι πουλάω
- μη με ρωτάς, λοιπόν, γιατί χαμογελάω.
Γιατί έτσι – απλά γουστάρω·
στα σοβαρά δε πρόκειται ποτέ μου να σε πάρω.
Θα σπάω πλάκα με τη μεγάλη σου ανασφάλεια,
όσο μαλάκα θα με κλειδώνεις για ασφάλεια
προς την κοινωνία την αγνή μη διαφθείρω,
θα με κυκλώνεις με χίλια μάτια γύρω
να ζαλίζομαι και κουρασμένος να σου αφήνομαι.
Ρουφιάνε, πνίγομαι – γελάω, γιατί θίγομαι.
Εντάξει, ποτέ δεν ένοιωσα ελεύθερος·
ακόμα και σ’ αυτό έρχεσαι δεύτερος.
Πρώτα με στρίμωχνε η λογική μου,
όμως τα βρίσκαμε ήταν δική μου.
Εσύ από ποιο χρονοντούλαπο ξεφύτρωσες,
γιατί μ’ ανέβηκες στη πλάτη και με κύρτωσες,
θαρρείς μέ γλίτωσες – θα στο φυλάω,
θα σε τρελάνω - θα σου χαμογελάω.
Κάμερα στραμμένη πάνω μου στης πόλης το κέντρο
κι ένας μπάτσος μου ‘ρχεται στο ένα μέτρο
παίρνει πόζα και ρωτάει από που ‘σαι και που πας?
γιατί χαμογελάς?
Στο ‘πα και πριν – γιατί έτσι γουστάρω,
φτιάχνω χαμόγελο στη φάτσα μου και σου ποζάρω.
Γράψε με βίντεο να με κολλήσεις στο τοίχο·
κι αν είναι λίγα τα πειστήρια και θέλεις και ήχο,
στήσε αυτί όταν χτυπήσει το κινητό μου
– έτσι θα ξέρεις το κάθε μυστικό μου.
Έχω και στον σκληρό μου δίσκο κάτι αρχεία,
μ’ αν μπεις στο σπίτι μας, κάνε λιγάκι ησυχία.
Έχω ένα σκύλο που χιμάει στους ρουφιάνους μόνο·
μου ‘φερε παρτάλια έναν πριν από κάνα χρόνο
κι εκείνος δε μου γέλαγε – ακόμα τον ράβουν.
Πες τους να ’ρθουν γελαστοί, λοιπόν, να με συλλάβουν
- ξέρεις - εκείνοι που τρελαίνονται για τους μικρομπελάδες
που όσοι δε ‘γιναν μπάτσοι είναι σεκιουριτάδες·
εκτός κι αν αναλάβουνε που λες οι ειδικοί
κι έρθουν κατάσκοποι ψυχροπολεμικοί.
Ω! ρε, γλέντια - για ένα χαμόγελο μου
μπορεί και να τρυπώσετε και μέσα στ’ όνειρό μου.
Κι αν με χαλάσετε και δε χαμογελάω
θα βγάζω τον ανίκητο και θα σας κατουράω.
Τι θα μπορούσα να σου πω που να μη ξέρεις σα νερό
Στα κόκκινα θα φλυαρώ, το πέταγμα σου βουερό.
Στους δρόμους φέρνεις της ζωής τ' αγουροξύπνημα,
γοργοσαλεύεις , γυρεύεις, γίνεσαι μήνυμα και κίνημα,
βαραίνεις τ' άδειο χώμα και τον κούφιο ουρανό,
βλέπεις και βλέπεσαι και σπάζεις το κεφάλι το στενό.
Μιλάς με ποιημα. Κάποιοι σου πάνε κόντρα ή πρίμα
με μια ανισόρροπη κι αδέξια παντομίμα
για να ταιριάξουν τσίμα τσίμα όπου τους πάει το κύμα·
κρίμα - το σάλιο σου κράτα, όταν θ'ανέβεις στο βήμα.
Ίσως να φτάνει αυτό και η σιωπή σου,
το βουητό στα δέντρα και το ουρλιαχτό της γης σου.
Είσαι ασυγχώρητος που ζεις και αντιστέκεσαι,
συνωμοτείς με τα πουλιά, στον ήλιο φάτσα στέκεσαι.
Κάθεσαι διπλοπόδι στα μνήματα - ανθός·
και είσαι στη στράτα την καλόστρωτη, ο γκρεμός
ή το ανηφόρι που μεταξωτό το στρώνει το σκουλήκι
μ' έργο μεγάλο και μικρό, με βράχο με χαλίκι.
Από παντού τώρα ξεσπάς το μαγικό σου ξόρκι
και με συνέπεια στα ναι σου και στα όχι.
Είναι ασυγχώρητοι όλοι αυτοί που αντιστέκονται
από εκείνους που τα πάντα ακόμα δέχονται.
Είναι ασυγχώρητοι όλοι αυτοί που αντιστέκονται,
μα εγώ ζω μ' αυτούς που αντιστέκονται.
Τα λόγια σου τσεκούρι κι αγωνία,
συλλαβιστά συνθήματα σε ξαφνική πορεία.
Πότε κρασί θαυματουργό ο αντίλογος σου
πότε ωμό τον αμολάει ο θυμός σου
ορθάνοιχτο φασκέλωμα στα μάτια των ανθρώπων,
λογής κοπής ηλίθιων, τζουτζέδων και πιερρότων.
Άλλοτε γίνεται η φωνή, πολεμική καμπάνα
σε ξυπνάει την αυγή, σεμνή γλωσσοκοπάνα.
Ιδρώνεις κι όρθιος στέκεσαι σε πυρωμένη στράτα·
σα πειρατής το θησαυρό, το αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος αν είσαι, ίδιους μ' εσένα χτίσε
κι όσους κρατούν κακά στοιχειά, το μάγεμά του λύσε.
Είσαι λιοντάρι, φτύσε την αγορά των μυθων, ζήσε.
Απ' τη καρδιά το αφιόνι γιάτρεψε, τα δάκρυα σβήσε.
Κι εγώ θα στείλω ευχή στ' ανέμου τ' αυτί
να είσαι καλά, να μη στερέψουν τα γιατί,
να μη σ' αγγίξουνε του εχθρού, του γείτονα τα βόλια,
μη σου λείψει το χαρτί, λιμάνια αραξοβόλια
και να 'χεις συντροφιά καλή στο μοναχό ταξίδι
τον όρκο σου, τον στόχο σου, το μέλι και το ξίδι.
Αφού ξέρεις και σκαρώνεις στιγμές και σωστά κουμαντάρεις
νά σου τώρα χίλιες δύο αφορμές τον καιρό να καλάρεις.
Φέρε τ’ ανυποχώρητα σαν γλυκό βοριαδάκι
και μίλα, μίλα να χαρείς…
Αφού ξέρεις τί απογίναν αυτοί που ψαχουλεύαν κοντά μας,
βούτα πάλι ένα μεγάλο γιατί και φόρεσέ το αρματιά μας.
Λίχνισε τ’ ασυμμόρφωτα και μη σε τρώει το σαράκι
μίλα, μίλα να χαρείς…
Μιλάω εκ μέρους μιας ισχνής μειοψηφίας
που τρώει τα λύματα της οργανωμένης κοινωνίας
κι όσοι ανήκετε σ’ αυτήν, τη γωνιά μου εδώ αδειάστε·
τραβηχτείτε, ξεχαστείτε, διασκεδάστε.
Αλλιώς τα θέλουμε κι αλλιώς τα ονειρευόμαστε τα πράγματα,
γινόμαστε μολύβι, χαρτί και προσανάμματα
Με την ελπίδα ότι κάποιος αλήτης κουρασμένος
με τη φωτιά θα νοιώσει λυτρωμένος.
Σου μιλάω, λοιπόν, και σου ζητάω με τον τρόπο μου
να μη μας βγεις φιγουρικό - φτύνω τον κόρφο μου
κι ούτε περαστικό κουφάρι που η ντροπή του το βολτάρει
στην ξεφτίλα, του βλάκα το κρυφό καμάρι.
Μίλα για τους καλλιτεχνάδες τους προσκυνημένους,
τους καναλάδες και τους ραδιοφωνάδες τους ξεφτιλισμένους,
τους πενατζήδες και τους μπλα-μπλάκηδες τους αγορασμένους,
τους φλώρους τους ψευτοοργισμένους,
τους δικαστές που καβατζώνουνε το δίκιο σου,
τους μπάτσους που γίναν πάλι ένα με τον ίσκιο σου
για τους καθηγητάδες που σε μάθαν τόσα γράμματα
και τους παπάδες με του θεού τα γάματα.
Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα,
τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες.
Για τα παιδιά που τη χωθήκανε στη νύχτα προστάτες,
για τους εργολάβους και τις απίστευτες απάτες,
τα ρουσφέτια, τα λαδώματα, τις μίζες, τις προμήθειες·
των γονιών μας, δηλαδή, τις συνήθειες.
Για τις τράπεζες, τα δάνεια και τις πιστωτικές,
και τα χειρότερα λαμόγια τις ασφαλιστικές,
για τις κάμερες και τον κινητό σου ρουφιάνο·
κουνήσου λίγο, γιατί σε χάνω.
Έχεις τόσα να λες στον τόπο αυτό το γαμημένο,
κράτα το στόμα σου λιγάκι οπλισμένο
κι αν δε γουστάρεις να το κάνεις αλλιώς
ή δε μπορείς, τουλάχιστον – μίλα να χαρείς.
Κι αν δεν είσαι σαν κι εμένα αλήτης, μη σκιαχτείς
Τουλάχιστον μίλα να χαρείς
Μάζεψε όλα τα όμορφα και τα ασυμμόρφωτα
Στάσου κοντά τους και μίλα να χαρείς
Μίλα αδερφέ μου, μίλα να χαρείς…
Σε θυμάμαι να τραγουδάς για όσους σκέφτονται
να γράφεις για όσους αντιστέκονται
να παίζεις μουσική κι εμβατήρια
να φτύνεις αίμα στα κρατητήρια
να φωνάζεις κι από τ’ αδικο να πνίγεσαι
να πεθαίνεις, να αντέχεις, ν’ αγωνίζεσαι
να ονειρεύεσαι, να ονειρεύεσαι.
Και τώρα να σιωπάς, να πουλάς, και να δίνεσαι,
να σαπίζεις, να ξερνάς και ν’ αφήνεσαι,
να κυβερνάς, να χτυπάς, να υποκλίνεσαι,
να ‘κονομάς, να ευλογάς και ν’ αμύνεσαι,
να γράφεις απλώς, να περνάει ο καιρός,
να δικάζεις σα να ‘σαι θεός,
να σιωπάς, να πουλάς και να δίνεσαι,
να σαπίζεις, να ξερνάς και ν’ αφήνεσαι.
Ρε, τσάμπα πήγανε όλα, τραγούδια κι αίμα
ποτίσαν ψέμα
όλα λυγίσανε κι όλα σαπίσανε
σ’ όσα αγαπήσανε, πάνω τους φτύσανε.
Τσάμπα πήγανε όλα και παραδόθηκαν και μαντρώθηκαν,
ήπιανε όλη την εξουσία, φάγαν καλά και στηλώθηκαν.
Tώρα βρωμάει σαπίλα κι εσύ - τι ξεφτίλα -
ράβεις όλα τα στόματα, πατάς επάνω στα ίδια μύρια πτώματα
που εσύ πρώτος θρηνούσες, το δίκιο ζητούσες
στα μάτια των εχθρών κοιτούσες και τους τραγουδούσες.
Πάνε όσα είδες όμορφα τώρα κατάλαβες τυχαία πως βρέθηκες,
στο χρόνο δέθηκες, τα πάντα ανέχτηκες, το βούλωσες, δέχτηκες.
Πάνε όσα ονειρεύτηκες, αν τα ονειρεύτηκες.
Τώρα τα έχασες όλα αφού....
Με τη ντροπή μια νύχτα πέρασες
κι ως το πρωί, κοίτα πως γέρασες.
Μες στη σιωπή κοίτα πως κόλλησες
κι αν κάτι πεις, θα πεις πως ξόφλησες.
Ναι ρε, τα είδα όλα, πασόκους – φασίστες,
σκυμμένους αρτίστες, μπάτσους – καριερίστες.
Ναι ρε, τα είδα όλα κι ο κύκλος γυρίζει,
ψοφίμι μυρίζει κι αυτό που σου αξίζει,
το ζεις, τ’ αγοράζεις, το τρως, το ψηφίζεις,
το ακούς, το ικετεύεις, το πονάς και το βρίζεις,
το αγκαλιάζεις, το φτύνεις, στο παιδί σου το αφηνείς,
το γλεντάς, το δικάζεις, στο κελί σου το κλείνεις.
Ναι ρε, τα είδα όλα και όλα μακριά μου,
βγαίνω στους δρόμους και σκιάχτους μιλιά μου,
η ζωή, η χαρά μου, η φωτιά στη καρδιά μου,
ξαναγίναν δικά μου ενώ εσύ....
όπου κι αν πας, όλα τα έχασες
και ν’ αγαπάς, για πάντα ξέχασες.
Φως στα παλιά τα περασμένα σου,
σκοτάδι αγκαλιά τα γερασμένα σου.
Με τη ντροπή μια νύχτα πέρασες
κι ως το πρωί, κοίτα πως γέρασες.
Μες στη σιωπή κοίτα πως κόλλησες
κι αν κάτι πεις, θα πεις πως ξόφλησες.