iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer

Discography

02/12/2002

Artist: 
Production Label: 
Media Type: 
Published Year: 
2002

Tracks

CD

1 Φυσάει κόντρα
Lyrics

Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,

τ’ αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,

δεν αντέχω της βολής τη σιγή.

Και δω’ απ’ τον τόπο που έζησα τη φυγή,

ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,

τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.

Γυρνάω στον κόσμο, πουθενά δε βλέπω ξένο όπου μένω.

Γυρνάω πίσω και από όποιον συναντήσω, μαθαίνω.

Δίνω, παίρνω, ανασαίνω από τα χρώματα, πληθαίνω,

από τ’ αρώματα μαγεύομαι και ταξιδεύω.

Γυρεύω για όλους μας το ίδιο όμορφο στέγαστρο,

φτιάχνω φωτιά για όποιον θέλει κόσμο αταίριαστο.

Για τα μάτια ενός παιδιού που ψάχνει γη, γκρεμίζω ουρανούς,

λυτρώνω μάνες και γιους.

Κάνω τη γλώσσα μου την πορφυρένια, ατόφιο μολύβι·

και τη ψυχή μου ένα απέραντο από στίχους καλύβι.

Ρίχνω το κάστρο σας, φτύνω του άστρου σας την κόχη.

Γίνομαι αύρα αλμυρή και στερνοβρόχι.

Πάρε τα όχι και ξεκούρνιασε από αυτή τη γωνία

που στο κουφάρι σου πετάξαν τα κλεμμένα μ’αφθονία,

άρνησή μου στομωμένη (πυρωμένη), λύσου καημένη,

γίνε κλωστή στην ανέμη τυλιγμένη

να σου δώσω μια, να γυρίζεις για πάντα και πάντα

να σου φυσάω πρίμα, κράτα μου αγάντα

μέχρι να βρούνε απάγκιο όσοι ζουν σε φυγή.

Καινούρια αρχή και σε καλό να τους βγει.

Σε καλό θα μου βγει κι ας τρίξουν οι σκαρμοί μου.

Έχω μαζί μου, σ’ αυτό το σάλεμα που κάνεις ψυχή μου,

την αυταπάρνησή μου, το μαγικό ραβδί μου,

κάνω τ’ αδύνατα να ξεπερνάνε τη φωνή μου.

Τιμή μου, λίγα μου βήματα σκίζουν τη λάσπη.

Πάρε τα χνάρια μου αντί για χάρτη
και στα μπαγκάζια σου μη στριμώξεις ντροπή,

ούτε σιωπή.

Υστερόγραφο: δε πιστεύω στη τύχη.

Όταν τα ψέμματα πεθαίνουν, γεννιούνται ωραίοι στίχοι

και γλυκαίνουν το μίσος στους ιχνανθρώπους

ή τους πετάνε για πάντα μες στους πανέρημους τόπους.

Λογια κρυμμένα μου, θρυμματισμένα μου

κάνατε απόσβεση σε όσα είχα μέσα μου.

Σύξυλη η μπέσα μου μπροστά στη βρώμικη ιστορία,

μύθος απέθαντος και ωμή αλληγορία.

Περιγελάστε με, δειλοί, ξεχάστε με,

πλέξτε με φυτίλι και ανάψτε με·

μέσα στην πλάνη σας ένα όνειρο ατόφιο θα εκραγεί

- ζωής κραυγή και σε καλό να μου βγει.

2 Κυνήγι μαγισσών
Lyrics

Βγήκες κυνήγι γι’ άλλη μια φορά

μες στην ομίχλη μάγισσες να μαζέψεις.

Το παρελθόν σου έφτιαξες πυρά

κι απ’ τη ζωή βάλθηκες να ξεπεζέψεις.

Πριν σκοτεινιάσει απόψε ο ουρανός,

τα κρίματα σου μάζεψέ τα και ρίχτα.

Όσο θα καίγονται, θα δίνουνε φως

στην πιο μεγάλη νύχτα.

Κάναν το γύρο του κόσμου σε λίγες ώρες τα μαντάτα,

γίνανε όλα ένα μεγάλο χωριό, μια αιμάτινη στράτα

που την έστρωσες για να πατήσει το παράλογο,

αφού πρώτα δολοφόνησες το διάλογο.

Στο πρόσταγμα σου άναψε φωτιά πεινασμένη,

καλοθρεμμένη με ψέμα και στο σκοτάδι απλωμένη

με χίλιες εστίες, ένα πύρινο δύχτι,

που την ύστατη την ώρα θα ψαρέψει τον πλανήτη

να ταϊσει μεγάλα, μακροπρόθεσμα πλάνα,

τα κροκοδείλια δάκρυά σου για τους πύργους, τ’ αεροπλάνα,

και των όπλων την ειρήνη· απόψε πνίχτα, στην πιο μεγάλη νύχτα.

Μπλέξαν οι ρίζες σάπια και καλόκαρδα

και οι νέοι εξεταστές μαζέψαν χαμόκλαδα.

Έφτασε η ώρα σου, τώρα, πενήντα χρόνια καρτέρι,

μεταμοντέρνος μεσσίας στο κόκκαλο το μαχαίρι.

Η πολιτική σου στυγνό κυνήγι μαγισσών,

αφού αλλού ψάχνουν τα μάτια σου άφεση αμαρτιών,

κι αλλού τα χέρια σου πράττουν κατά διαόλου

ξορκιστής η προπαγάνδα του διπλού σου ρόλου.

Τα επόμενα θύματα σου μπορεί και να ’ναι τα παιδιά σου.

Δε παίρνει χαμπάρι η πεφωτισμένη αφεντιά σου.

Τα ιδανικά που υπερασπίζεσαι τα ξέκανες ήδη

και βάζεις δόλωμα φίδι πιο μεγάλο για να βγάλει το φίδι

από τρύπα που οδηγεί στα λαγούμια

που ‘χεις σκάψει από παλιά κάτω από κορφοβούνια

και κρυστάλλινης πηγής παγωμένου τρόμου

που εξομοιώνεις με το φάντασμα πιο δίκαιου κόσμου.

Και βιάζεσαι, γιατί ξέρεις πως απόψε ο ουρανός,

θα σκοτεινιάσει και θα μοιάζει μαγικός,

κι αν θέλεις φως, τα κρίματά σου στη φωτιά που άναψες ρίχτα,

στη πιο μεγάλη νύχτα.

3 Με το ζερβό
Lyrics

Γεννήθηκα και πήγα σχολείο πάνω στη Χούντα

με δασκάλους και παπάδες δοχεία συγκοινωνούντα,

ψυχές σαβανωμένες, θεόρατες σκιές

στου έθνους του αθάνατου τις μυρμηγκοφωλιές.

Μαζική παραγωγή, κρέατα ντόπια στο τσιγκέλι,

όμως, μας φύλαγαν εξόριστοι αγγέλοι.

Ρόζοι στα παιδικά μας χέρια απ’ του δασκάλου το ξύλο

που έβγαζε μίσος στον εχθρό και περηφάνια στο φίλο.

Η γραφή με το ζερβό άνοιγε τραύματα,

‘ξομολογήσεις σε δοσίλογους παπάδες και θυμιάματα.

Τα προσκοπάκια με τα μπλε σωβρακάκια

γινήκαν μπάτσοι που ξεσπούσαν σε προσφυγικά σπιτάκια.

Είναι όλα ίδια, παππού, κι ας αλλάξαν όψη·

ντροπή μεγάλη στου σπαθιού την τρομερή την κόψη

που όσο κι αν κόψει κεφάλια, γλώσσες και χέρια

ποτέ του δε θα φτάσει να κόψει από τ’ αστέρια.

Είναι όλα εδώ, παππού, τον ίδιο κύκλο κάνουν,

πλανιούνται οικτρά πως ποτέ δε θα πεθάνουν.

Σκέψη κοινόχρηστη, θαμμένη σε τόπο επώνυμο

κι έτσι το χώμα που έχεις μπει, δεν είναι γόνιμο.

Κάνε με σου ‘χα πει μεγάλη μπόρα

να τους πνίξω όλους μέσα στη δικιά τους σαπίλα.

Σου’ πα να με κάνεις δράκο

να σας φυλάω απ’ τους φασίστες, μονάχα εγώ.

Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι

να φοράω με της «Αυγής» τα φύλλα.

Παππού, μάθε με, σου ‘λεγα για να τους τη σπάω,

να γράφω με το ζερβό.

Είναι όλα ίδια, μαστρο Μίκη, ίδια γελάνε οι φοβισμένοι.

Ίδιος ο λήθαργος, ίδιοι κι οι πλανεμένοι.

Ίδια κι εύκολα το τίποτα ακόμα αλλάζει χρώματα.

Ο χρόνος ράβει μ’ ίδια λόγια τα στριφώματα.

Στα χώματα για λίπασμα οι πρώτοι νεκροί,

ζωντανοί οι πονηροί, βαλσαμωμένοι καιροί.

Ίδια ακούνε οι γειτόνοι τη φωνή σου.

Θα ξέχναγα ό,τι σκάρωσα για ένα κρασί μαζί σου.

Στο ίδιο μέρος που ξερνάν, πάνε και στέκονται,

δεν αντιστέκονται, τα πάντα δέχονται, τα ίδια φίδια έρπονται.

Αφορισμένοι οι άτακτοι κι οι πρόσφυγες

από τους άπληστους, νευρωτικούς αυτόχθονες.

Ίδια όπως τ’ άφησες παππού, σφιχτά και αποπνικτικά,

ίδιο συμπεθεριό, ίδια ελαφρυντικά.

Μάτια στραμμένα σ’ αποκλίνοντες κυκλώνες,

σάπιοι αιώνες με μπουντέλια αρχαίες κολώνες.

Τρελοί χειμώνες, κι αυτή εδώ η πιο παράξενη ράτσα

κάνει την ίδια ειρωνική και βαριά γκριμάτσα

- δήθεν καπάτσα - τη βλέπω, και την είδες από παιδί·

ψάχνω ό,τι έψαχνες μια πορφυρένια γη.

Κάνε με σου ‘χα πει μεγάλη μπόρα....

Σου ‘πα να με κάνεις δράκο...

Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι

να φοράω με της «Αυγής» τα φύλλα.

Παππού, μάθε με, σου ‘λεγα να τους τη σπάω,

μάθε με να γράφω με το ζερβό.