- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Κυκλοφορεί ο νέος δίσκος των Active Member! Ο B.D.Foxmoor και η Sadahzinia σε 22 τραγούδια που "πατάνε" πάνω σε όσα γίνονται το τελευταίο διάστημα σε αυτό τον τόπο. Το Cd συνοδεύεται από βιβλιαράκι με τους στίχους όλων των τραγουδιών καθώς και με φωτογραφίες. Η συσκευασία του είναι ορθογώνια, με υφασμάτινο και σκληρό περίβλημα για να προστατεύεται το Cd. Κυκλοφορεί σε πολύ περιορισμένα αντίτυπα από το label Imantas.
Μπήκαμε στο Μάη
και μπαφιασμένη η άνοιξη
μάς νοτίζει σα νεροπούλια,
και δε νογάω ποια θα ‘ναι η κατάληξη.
Ξεκλέβω από τον χρόνο μου
και το μυαλό μου ξεμανταλώνω.
Έτσι κι αλλιώς, θα ‘χουμε ντράβαλα
στη βουβαμάρα μας απλά τα χρεώνω.
Και δε πληρώνω, κουφάλες, τα σπασμένα σας,
τα ξερατά σας και τα κλεμμένα σας
εγώ ο αλήτης, ο ξενομερίτης,
τη σιωπή σας πιάνω απ’ την αρχή της.
Από της μνήμης σας το ξεροπήγαδο αρχίζω,
είμαι ντουγάνι κι ανόθευτος, γι’ αυτό και βρίζω.
Δικαιούμαι άλλο ένα ξάνοιγμα και το φωνάζω
κι εδώ στην εσχατιά σάς ξεμοναχιάζω
με τον τρόπο μου κι ας μοιάζει μουρμούρα,
με λόγια δρόμικα χωρίς μπροσούρα,
με δίμετρες λούπες από βινύλια
ξεχρεώνω στη ντροπή τα νοσήλια.
Μόνο μου ξέδωμα απ’ τους ξεθεωμένους
να γίνω μπούχτισμα στους ντερλικωμένους
κι αν έχω μπόρεση τραγούδια θα ‘ρθουν μια ντάνα
το low bap έχει πατέρα και μάνα.
Έτσι κι αλλιώς θα 'χουμε ντράβαλα
στην βουβαμάρα μας απλά τα χρεώνω.
....
Απ’ της εξόριστης ελπίδας μου το καταράχι,
με ζηλαδέρφι μου ένα ηλιόχαρο και μόνο στάχυ,
αμπάλωτος κι ανήμερος σαν αντιφεγγιά
σα θυμητάρι αντρόπιαστο σ’ αλλαξοχεριά
στον ερειπιώνα που ο θάνατος πάλι μου γελάει,
κατάφατσα - μα το ‘χω πάρει το κολάι -
ανασαλεύω, κι απ’ της θλίψης αλεσιά
της οργής γίνομαι ζαβάδα και δεσιά,
ακροδεσιά, γιατί απ’ το ψέμα τ’ ανεμίδια
σπρώχνουν κι αθώους να πάνε στα τσακίδια.
Ψευτολογάδες, θρασίμια κι αρπακτικά
δε μας αφήσανε ούτε τα θαφτικά.
Κι αντί μια σφαίρα στο κούτελο σε κάθε κλειδούχο
βουβή βεγγέρα μ’ αταίριαστο ρούχο
κι αντί κρεμάλα σε κάθε φορετό,
κλάψα αβανταδόρικη απ’ τον αλαλητό.
Πού να βγάλω το σκασμό και πού ν’ αγιάσω
στην αλλαξοκαιριά, βοριά, πώς να σωπάσω;
Ήμουν αντάμης, δε θα πεθάνω κιότης
κι αναδρομάρης χορτασμένος και προδότης.
Ήμουν δρολάπι, πώς να γίνω ψιλοβρόχι
τα "ναι" πού να τα βρω, αφού καμώθηκα απ’ τα "όχι";
Πώς να μη γίνω η φωτιά για της ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά;
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ,
τούμπα να φέρω τον κακόγλωσσο καιρό,
φωτιά να γίνω στης ντροπής τη δεματιά,
εδώ, στων βουβών την εσχατιά.
Γιόμισε μίσος το μυαλό μου το ρηχό,
ζητάω εκδίκηση για κάθε ένα φτωχό
να φύγουν άκλαφτοι μέσα σε μια νυχτιά
τα λαμόγια απ’ των βουβών την εσχατιά.
Γιόμισαν μίσος τα μάτια των παιδιών,
τί να σου κάνουν οι βουές των τραγουδιών;
Όταν τα λόγια μένουν μόνο στα χαρτιά,
κάποιοι γελάνε στων βουβών την εσχατιά..
Κοίτα, παλεύω με τα λίγα που μπορώ
για όλα τα αστοίβαχτα απ’ το βρώμικο σωρό.
Οι αλητάμπουρες σ’ αυτή τη γειτονιά
δεν ανήκουν στων βουβών την εσχατιά.
Δεν είμαι, αβανιάρη, μόνος - για κακή σου τύχη -
η βρυσομάνα τρέχει νιότη και γλεντάνε οι στίχοι
χωρίς δασκαλίκι και συμβουλές καμουτσιές,
χωρίς βαστάζους να σ’ αρχίζουν στις κλωτσιές,
ένα ανθοβόλημα στην αναπαραδιά
κι απ’ τα βαλτόνερα σάς τάζουν των μύθων τα παιδιά
φωτιά – και σας κοιτούν κατάματα,
μισώντας τόσο τα πικρά σας γεροντάματα.
Ανταρτέψαμε μέσα στη βουβαμάρα σας•
οι αφρονίμευτοι δε ζούνε την κατάρα σας
και μεσ' στη φτώχεια δηλώνουμε απαρτία
και γελάμε – η πιο σύγχρονη αμαρτία.
Κόντρα στη δεσποτεία και στη μιζέρια,
την πονεμένη μας ψυχή και τα δεμένα χέρια
εμείς θα μείνουμε μαζί περνώντας τη νυχτιά,
εδώ στων βουβών την εσχατιά.
Στέκομαι ακύκλωτος κι η σπασμένη αλυσίδα
πάνω στα χέρια μου κάτι μου θυμίζει.
Λες να 'μαι ελεύθερος καιρό και να μην είδα
τον χρονοφύλακα να μας ξεπροβοδίζει;
Νιώθω ανάγραμμα παλιό που ψάχνει έξοδο,
και λέξη να γίνει καινούρια το παλεύει,
κομπογιαννίτικο κόλπο κι ανέξοδο
- μα δε βαριέσαι κάτι να σαλεύει.
Απ’ τις φωνές παραμένω αξελόγιαστος,
μα οι δουλοπάροικοι με θέλουν πάντα επίκαιρο
και ανεμόσυρμα, μα νιώθω τόσο αντρόπιαστος
σάπιο το βάλσαμο, άφημα ανήμερο.
Κι όμως, το εφήμερο ζητά απ’ τη φρονιμάδα μου
ν’ αγκιτάρει πάλι τους ζαβλακωμένους,
να με τυλίξει ολάκερο ξανά η θαμπάδα μου,
κρωγμός να γίνω στους ξεστρατημένους.
Όμως τα χέρια μου έχουν σημάδια απ’ τους χαλκάδες
και το βαρύ μου σώμα, σκέτη παγίδα,
Έχω το νου μου πάντα στους φωνακλάδες
που ζούνε στου φόβου τη κορωνίδα..
Γι ‘αυτό δεν είδα το χρόνο τα δεσμά μου να σπάει
και μάλλον, δεν άκουσα να με καλεί το μίσος.
Το παρελθόν στο λιθοβόλημα ας τραβηχτεί να πάει•
εμένα απαντοχή μου απλά ένα ίσως.
Ίσως να βαρέθηκα να χαραμίζω κουβέντες
και να γουστάρω να γίνω ανεμοκαίρι.
Ίσως να πείστηκα πως είναι λίγοι οι λεβέντες
και στον γκρεμό να τραβάω το χέρι.
Ίσως ν ‘αρνήθηκα να γίνω σφαχτάρι
για να ‘χεις κάτι μετά για να θυμάσαι.
Ίσως, απλά, δε μου ‘κανες τη χάρη,
τον εαυτό σου να μη φοβάσαι.
Τα είπαμε τόσες φορές που κουραστήκαμε,
μα την παρηγοριά έχεις κάνει αντιστήλι.
Για την πάρτη σου από κάποιους στερήσαμε
την ευκαιρία να γίνουμε φίλοι.
Άκου, λοιπόν, μικρέ μου αβδηρίτη,
σου λύνω τα ζύγια και κόβω την ουρά,
πέτα χωρίς την καλούμπα του αλήτη
μήπως και υπάρξει η πρώτη φορά.
Να το μετρήσεις απόψε που στα 'πα,
είναι στους αρμούς σου το στερνό καλαφάτισμα,
παίρνω τον θυμό μου και στέκομαι αλακάπα
και 'συ απ' το αποκαρωμα πέρνα στο καλάρισμα.
Αν θέλεις, γίνε θυμιατό κι ασημοκάντηλο
ή κακόφτιαχτο μπουκάλι με στουπί
ή γίνε εθνίκι να δείχνεις με το δάχτυλο
και τους πνιγμένους να χτυπάς με το κουπί•
ή γίνε μπάτσος, λαβωματιά και ιπερίτης,
μόνιμος κα κοτσονάτη συνδικάλα,
ή λασπερό ντιλέρι κι ισοβίτης
ή μια κρυφή alternative κουφάλα
κι άλλα πολλά – μα ήδη βρώμισε το στόμα μου.
Το φέρνεις από δω, το φέρνεις από κει
στη μπουκάλα με τα ονείρατα βάζω το πώμα μου.
Έχω το ίσως μου κι αυτό μου αρκεί.
Φοβάσαι ακόμα τον εαυτό σου, φοβάσαι.
Κοιμάσαι, αρνιέσαι να ζεις και να θυμάσαι.
Σ’ έχει τυλίξει το νιόβγαλτο μίσος,
ίσως επειδή τελειώνεις• ίσως.
Αφού οι ρίμες δε σηκώνουν πισωγύρισμα,
βγαίνω με φούρια σε τούτο το ξεμύτισμα.
Δεν έχω όρεξη καθόλου για παιχνίδια,
στέλνω το άγχος μου κρυφά στα ξεκουμπίδια..
Απ’ την ευγένεια την πολύ μου δεν πρόκαμα
να στ’ αραδιάσω όταν ήσουν στο ξαπόσταμα
και τώρα που σε πέτυχα σε ταιριαστή ομήγυρη,
άκου γιατί είχαν αλαδιά φέτος οι ανήμεροι,
γιατί ποτίσανε ιδέες και αργοσάλεμα
και βρεθήκαν ξαφνικά με το αποδιάλεγμα.
Κι ενώ απ’ τη μιζέρια ‘μοιάζαν ατρατάριστοι,
μπουχτίσαν ευταξία και γίνανε ευχάριστοι.
Έτσι, οι ζαρίφηδες βρήκανε ταίρι
κι οι φιδογέννες πιάσανε σ’ απίθανα μέρη
και όποιος ξέρει, φαντάζεται και τη συνέχεια,
αφού οι ζαρωματιές ισιώνουν στην ανέχεια.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ντου ξελευτερία
στ’ όνειρό μας να ‘ρθει το ξαστέρωμα.
Μη τους δώσεις άλλη μια ευκαιρία,
θα ‘ναι το έσχατο ξενέρωμα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ντου ξελευτερία,
βλασφήμιες και βρεγμένη τάβλα.
Είμαστε πάτσι, κομμένη η αβαρεία
- τόσα χρόνια τους πληρώναμε τα ναύλα.
Καλές είναι οι μαζώξεις πίσω από το παραπέτο
κι ας δείχνει το όφελος πως είναι νέτο.
Καλύτερα να φύγεις ματωμένος στην παλαίστρα
παρά τα όμορφα να σε βρουν στη χέστρα.
Λερώνω το στόμα μου, μητέρα πράμα,
όμως σε κάποιον που ‘φυγε έκανα τάμα,
όπως μιλάω τίμια στο παιδί μου,
το ίδιο τίμια να ζω κάθε στιγμή μου.
Γι’ αυτό κάνω παράκληση, μεσ' στην παλαβομάρα μου,
φέρτε την έκπληξη - το ‘χω λαχτάρα μου,
να δω αυτήν τη μπερδεμένη οχλοβοή
της λευτεριάς να γίνεται γιορτή
για τη νεκρή βολή μας και τη μοναξιά μας,
για το νύχτωμα και το ντρόπιασμά μας.
Ψάχνουμε ξάνοιγμα μέσα απ’ τις ρωγμές,
είμαστε μυριάδες όσες κι οι αφορμές.
Άβρετος ο στόχος μας κι εγώ αγαλήνευτος
σαν αγορητής ασώπαστος κι απονήρευτος.
Χάνω τη βλέψη μου και μες την ταραχή
τα ευκολοαπόδεικτα μού μοιάζουν διδαχή.
Βαρύ ζαλίκι και γέρνουνε οι ώμοι μου,
θαμπώνουν τα γύρω μου, λασπώνουν οι δρόμοι μου
κι εγώ απ’ τη φύση μου δε κάνω θελήματα.
Άντε μου τώρα να βρω τα πατήματα.
Λοξοκοιτάγματα από τόσο παλιά καραβάνα
δεν υπάρχουνε, όσο κι αν με θες μαλαγάνα.
Βουτάω στο χέρι μου ξανά αυτό το μικρό μαραφέτι,
βλάμης σου, στων μουλωχτών το βιλαέτι.
Διαβολοσκόρπισμα και για το αύριο δέηση,
απ’ το παλιό το hip-hop μ’ έχει βαρέσει η στέρηση,
δεματιάζω τις λούπες, δε με νοιάζει ό,τι μου ‘πες,
μπούχτισα, ελαφράδα και αρλούμπες.
Στα σερβίρω με τον παλιό τον τρόπο μου,
νιώσε το χνώτο μου και μέτρα τον κόπο μου.
Στο καπνοτόπι σου δεν κάνω ούτε στάση,
σε κογιονάρω απ’ το παλιό καραβοστάσι.
Και μη μου λες για το φως,
είσαι απλά κονιορτός.
Τώρα σ’ αυτό το κεσάτι,
μόνο από μάς σου απέμεινε κάτι.
Κάνε αλλού, λοιπόν, τα παράπονα,
στους πουθενάδες που σου τάξανε τ’ άφθονα.
Στους στίχους μας χρωστάνε οι εργάτες,
μέχρι και οι άτακτοι και οι επαναστάτες,
χρωστάνε οι άβουλοι που ξετσουμίσανε,
κι όλοι οι ανήσυχοι που δεν τα παρατήσανε.
Λοιπόν, αυτά στη φωτιά μη τα χρεώσεις,
μόνο βούλωσέ το και ίσως ξεχρεώσεις.
Δεν ξέρω αν θέλω να μαζέψω χρωστούμενα,
κουπόνια ανεξαργύρωτα για λόγια που θαρρείς διφορούμενα.
Σου ανοίγω λάκκο στο κοιμητήρι της βλακείας
να χορεύουν πάνω σου μικρά κομμάτια μαγείας•
αυτά που αρνήθηκες, για ένα φεγγάρι,
άβρετος ο στόχος και ίσα ίσα μας φτάσαν οι σμπάροι.
Μακάρι τ’ αύριο που νογάς να δέσει ρίζα μεμιάς,
παρηγοριά στην τρέλα, αντίβαρο της οψιμιάς
για όσα δε γίναν στον αλλόκοτο από τότε καιρό τους,
χολοσκάγαμε εμείς παρά τον σκόρπιο παινετό τους,
εδώ κι εκεί όλο και πιο πολύ ανόμοια.
Κάποιοι απρόθυμα μας ‘πλέξαν εγκώμια
φτιάξαν πανό και συνθήματα,
κλέψαν αφρό κι όχι απ’ τα κύματα
στιγμών και ματιών
απ’ το low bap που γίνεται είκοσι χρονών
και τραγουδά τη σιγή τους ή κεντά στη φωνή τους
κουράγιο, τη γριά να ζήσουν ζωή τους.
Κι αν στη φωτιά έχω χρεώσει τα όνειρά μου
μέτρα τον κόπο μου και την σπορά μου.
Βρήκες μπασιά και τρύπωσες στης οργής το ξόδεμα,
σ’ εκείνο το σκοτείνιασμα που ‘χες μεταλαβιά.
Κουμάσι και του λόγου σου κοτσάρεις στο λιγόστεμα
σε κάθε τι που ακούγεται αμέσως μολυβιά.
Ώπα, ρε, μεγαλόστομε τι λες και τι γυρεύεις;
Κανένα σου μετάνιωμα δε σέρνει κουτσουκέλα;
Μπορεί να ‘χεις τα δίκια σου για όσα τους μαζεύεις,
μα είναι απλό στους μουλωχτούς να πουλάμε τρέλα.
Πάμε λίγο στα δύσκολα και κάνε μετρημό,
μεσ’ τα σκατά μεσόστρατα μοσχοβολιά δεν είσαι
ούτε σε ζωγραφιά δεν έχεις δει άφεγγο το γκρεμό.
Γι’ αυτό άνοιξ’ τα πόδια σου κι ανάμεσά τους φτύσε,
να ‘ξερες πόσα μας τρώνε την ψυχή φερσίματα
δεν είσαι ο μόνος που λογιάζεις απ’ τη μαγαρισιά.
Όλοι κάτι ζητάμε για τα’ αγδίκιωτα φταιξίματα,
γίναμε σαν τα μούτρα τους στην κοσμοχαλασιά.
Να σου, λοιπόν, οι σύντροφοι της κάθε ποικιλίας,
από μυξοπαρθένες και μελάτες λοβιτούρες,
θολώνουν τα φαγώματα που είναι εξ’ ημισιάς
αφού όλες οι καμήλες έχουνε δύο καμπούρες,
Κι αντί να ‘χουμε μέλημα φόβο να μη σκορπάμε,
βουτάμε στον αβλέμονα τυφλά κι ανωμοτί.
Λερώνουμε το στόμα μας εύκολα και ξεχνάμε:
για ένα πόλεμο χρειάζονται μαλάκες ασορτί.
Σου ακούγονται παράξενα, μα λίγο με βαραίνει,
δε χρωστάω στους λογάδικους τίποτα να πληρώσω,
το δικό μου λάβδανο ποτέ δε ξεθυμαίνει,
τ’ αγδίκιωτα φταιξίματα θα βρω να τα χρεώσω.
Πάντα βρίσκει το φως να περάσει απ’ τη ρωγμή,
μα θα κοιτάξω στη ντροπή μόνο μην κάνω αβάντα,
για να σκεφτούν κι οι λογόκοποι έστω για μια στιγμή,
ότι ένιωσα άνθρωπος - αυτό κάντε λεζάντα.
Κι αφού έχεις τίτλο στην κατηγόρια, δωσ’ του ξανά.
Ρίξε το φταίξιμο σ’ αυτούς που ακόμα τραγουδάνε,
το ‘χεις αντέτι, όμως τη βγάζεις πάντα φθηνά
σαν τους απαρνητές που απλά κρυφογελάνε.
Εγώ σέρνω μια βαποριά καημούς κι ιδροκοπάω,
μα δεν τα βάζω όλα μέσα στην ίδια καζανιά.
είμαι απ’ οργή κοντόγεμος, μα αντέχω ν’ αγαπάω,
μπορώ και ξεχωρίζω όσα γουστάρω στην καπνιά.
Όμως γουστάρω και να μισώ – δεν το μαζεύω,
είναι το αδείλιαστο ένστικτο του αλήτη.
Γι’ αυτό δε θα πάψω να γυρεύω για κάθε πεινασμένο
παιδί, νεκρό κι ένα τραπεζίτη•
για κάθε άνεργο εργάτη κι ένα γιάπη κρεμασμένο•
για κάθε ελπίδα μας, νεκρούς δυο βουλευτάδες•
ένα κανάλι καμένο, για κάθε φοβισμένο•
βιομήχανους νεκρούς κι εφοπλιστάδες.
Είδες πόσο εύκολα αίμα ζητάμε στην αντάρα,
ενώ τους λαομίσητους θεριεύει ο λαός;
Σε ποια ευχή να πιαστώ και ποια κατάρα
που δε κοπάζει μέσα μου ο κοπετός;
Τι στο διάολο να εμπιστευτώ από ‘μένα,
τη φρέσκια θλίψη ή το παλιό το ζοριλίκι
τι στα κομμάτια να μοιραστώ με ‘σένα,
το θηκάρι ή τη ντροπή απ’ το καμουτσίκι;
Πες μου, ραγιά, με τον πρόσφυγα -εμένα- τι σ’ ενώνει;
Πώς να ξεχάσω που σ’ είχαν καβαλικευτά;
Ο νεκρός πατέρας μας ακόμα μας χρεώνει,
το μακροβούτι μας εκείνο στ’ ανοιχτά.
Κι εγώ παρ’ όλα αυτά πρέπει να ημερέψω
να δείξω κατανόηση και στα λαμόγια ακόμα,
να βρω κατάστερο ουρανό και να πιστέψω,
ότι δεν είχα λόγο που φορούσα μαύρο χρώμα
Σκατά στο στόμα μου! Το μόνο που ‘χω ν’ αρνηθώ,
είναι ότι λασπώσαμε παρέα στα συρσίματα
κι όσο περνάει απ’ το χέρι μου ν’ αποδεχτώ
τη ντροπή για τ’ αγδίκιωτα φταιξίματα.
Περίλυπος μα αποδεκτός,
στην παρασκιά σου φως,
παράκουσμα και μοναχός,
παραλογή μα παγερός.
Ξεκάμωμα απ’ την παινεσιά,
ξαπόσταμα και μοιρασιά,
ξάνοιγμα και μαγαρισιά,
ορφάνια και αστοχασιά.
Πού να σκεφτώ
για ’μένα κι όσα αγαπώ;
Πού να κρυφτώ;
Σε πόσα μέρη να κοπώ;
Αβράδιαστος ο σεβασμός
κι εγώ σφαχτάρι κι ορισμός,
αγκούσα και αλαργεμός,
ασπάλακας ο ξεπεσμός.
Πού να σκεφτώ;
Φέρε μου λίγο απ’ τη ζωή...
Πού να σκεφτώ
για μένα κι όσα αγαπώ;
Τα ’καμα ιστόρηση και πέθανα για ’σένα.
Πού να σκεφτώ;
Πού να σκεφτώ για μένα;
Πες ένα τραγούδι, έχεις αβάσταγο θυμό,
αμόλησέ το ν’ αγκαλιάσει το ρυθμό
κι εγώ σε μια γωνιά όλο ημεράδα
εκείνο τ’ όνειρο θα λέω πως ξανάδα.
Πες ένα τραγούδι είναι ανείπωτη η οργή,
το τέλος που μάς τάξανε στ’ ορκίζομαι αργεί.
Μια κουτουράδα είναι η ζωή, μη μείνει χάδι,
τραγούδα μας να φύγει το σκοτάδι.
Απ’ τη σιωπή του χειμώνα φοράς τη νιτσεράδα,
πάρε αμπάριζα, βγέκα, στάσου γδυτός στην αμάδα.
Κι αν έχεις κάτι να κρύψεις, δε θέλω εκπλήξεις.
Διψά η ζήση χειροκρότημα κι εκρήξεις.
Ευκολοθύμητο μη μουρμουράς τραγούδι,
φαγούρα ας έχει για χορό το νηστικό μου αρκούδι.
Άσ' το μουσούδι της ζωής να ψάχνει να επιμένει
ώσπου να βρουν φωνή και όλοι οι αποκομμένοι.
Γνωστή πεπατημένη η βουβαμάρα,
γερνάει μέσα σου η φωτιά – βαριεστημάρα.
Κι ο γιατρεμός αυτός απέμεινε ο μόνος καημός,
γιατί αν μείνεις βουβός κάλλιο να γίνω κουφός.
Μια χαραμάδα φως και μια χεράδα σπόρο,
αγκάλιασε το ρυθμό και θα φυτρώσει φιόρο.
Θα ‘ναι μια αρχή στην οργή να βρει τη μνήμη
μ’ αν μείνει εκεί δε με καταπραΰνει.
Το τέλος που τάξαν αργεί, αλλά δε γλίτωσες.
Μη προσδοκάς παρηγοριά απ’ όσα πλήγωσες
κι ακόμα αν στ’ όνειρό σου γίνεσαι σφαγάδι,
τραγούδι πες του και θα φύγει το σκοτάδι.
Στην καγκελόφραχτη ηθική σου βρήκε η σιωπή σου
κρυψώνα, μια τόση δα ισκιάδα, τη ντροπή σου
κι αμέσως οι κοντόθωροι στείλαν καλησπερούδια,
τους έμοιαζε πως κονεμα κάνανε τα τραγούδια
και ξεμυτίσαν άνετοι κι αβέρτα στη καψάλα
σαν το λεφούσι που γυρνάει τριγύρω απ’ τη κρεμάλα.
Όπου κακό και ηδονή και λαοχαλασιά,
όπου το τίποτα διψά του θανατά ‘κονομησιά,
μα η ανεβασιά στο μίσος καμπουριαστό σε βγάζει
κι ο απαρνητής ο λασπερός ξανά δίπλα κομπάζει,
ο όχλος γιορτάζει, βάσανο ο ατιμασμός .
Αν μείνεις βουβός, τ’ όνειρο γίνεται εμπαιγμός,
σωστός πνιγμός• γι’ αυτό κάτσε να το σκεφτείς,
ξέχνα τη καταλαλιά και γίνε θηρευτής.
Αυτά που ‘χεις να μοιραστείς, αμόλησέ τα,
κωλοσφούγγι μη ξεμείνουν, έβγα, τραγούδησέ τα.
Με τα κουλάδια σου πιάσε τη ζωή απ’ τα μαλλιά,
κάν’ το όπως οι κιμπαρηδες εκείνοι απ’ τα παλιά.
Σαν απ’ τα ονείρατα να ξεπρόβαλε λεχούδι
για να φύγει το σκοτάδι πες του ένα τραγούδι.
Hip Hop is the voice of the voiceless
coming from conditions of poverty
hip hop is the voice for the people
not for the capitalist not for the system
hip hop is for the hood
all over the world from the South Bronx to Athens Greece.
Hip hop - la voz de una generation
la voz de pueblo
los pueblos marginados
los pueblos en resistencia
el hip hop combattivo
Rebel Diaz – Active Member …
See I first heard the rhythm,
I knew that it was me.
So now I mc, to set my people free.
Drastically things have changed in the culture I love.
What you mean? I don't know man!All of the above!
Started off as a Bboy. Uprock in the hallway.
Hip Hop! We doin it our way!
You can keep the money, the glamour n glitz.
I don't need to have hitz, I got love from the kidz
on my block, cuz we talk, cuz we chill, cuz we build!
We got skill, cuz we dream, cuz we feel.
What you know about strife and them
blue n red lights?
And them corner street fights that keep us up all night?
What you know about the youth all across the globe?
That listen to your words and make them their own?
This is Life. Our Story. Our Journey. Our Path.
Our craft under attack so we gotta bring it back.
Φέρτο πίσω, όταν μπορείς (το παλιό καλό Hip hop)
στην αρχική του εικόνα
σαν την σκιά στον ήλιο,
τη ζεστασιά απ' το χειμώνα.
Φέρτο πίσω στα μάτια των παιδιών
κάντο ξανά χαρά και περηφάνια τους.
Τη φωτιά άπλωσε των τραγουδιών,
οι εξεγερμένοι να γλεντήσουνε τα νιάτα τους.
El espirito vive neva defeated
we say “la lucha sigue” cuz
in my heart I really feel it
the essence is present, the present
is a gift what the future
hold if we ain't tought how
to give. As a kid we enseñaron
comparte hace arte, neva forgot this
carry it in my heart wherever I go
Hip Hop in my soul
it's a code of life
not just music I like
write songs for liberation
for future generations
cross borders, cross nations
timeless creations
a ripple in the pud
a lyric in a song
create a different outcome
now look at what you done
changed a life
with a vinyl n a mic,
shine the light
but how we can keep it bright
no hay camino que se cruze
sin luchas que nos quillen
pal futuro for the children
for the world that we believe in.
Άκου, λοιπόν, ένα παραμάντεμα
και μαζέψου, κορδωμένο μου παγόνι.
Τι έχεις μέσα σου που γίνεται ανάθεμα
και στη δύσκολη πάντα σε σώνει;
Λοιπόν, κωθώνι απάντα μου, αν ξέρεις
τι σε κρατάει απ’ το στερνό το παράτημα
και πού βρίσκεις κουράγιο κι αντέχεις
πάνω στη ζήση σου τόσο πασπάτεμα;.
Απάντα μου, λοιπόν, γνωστέ ξερόλα
με το κλισέ ότι ο Ρωμιός δε πεθαίνει
ή με καμιά του αφεντικού σου παρόλα
σαν απ’ αυτές που γελάει όλη η οικουμένη.
Καλά ξυπνητούρια να ‘χες και καθόλου λαλιά
όπως στη πείνα τότε και στη ξυπολησιά.
Τράβα τώρα για ν’ ανέβεις ορθοπεταλιά
και μη παραπονιέσαι για τη μοιρασιά.
Άκου, λοιπόν, τα νέα από την πιάτσα:
το νταβαντούρι ξεκινάει, πάει το μαγαζί,
ο διάβολος άλλαξε κάλτσα,
οι θρονιασμένοι το πουλάνε όλοι μαζί.
Καλπουζανιά που βρωμάει ευρωτίαση
κι εσύ λιμάρη και καλέ τους πελάτη,
στους παγαπόντηδες χάρισε αγαλλίαση,
χειροκρότα και βάλε πάλι πλάτη.
Τρέχα στο Σύνταγμα με τη σημαία στο χέρι,
ξεπατικωτούρα των λαών που δε σκιάζονται
και τώρα διάλειμμα αφού ήρθε καλοκαίρι,
βγάλε τα κάκαλα στον ήλιο να λιάζονται.
Και πού ‘σαι, αν σκεφτείς να το πάρεις όρτσα
και την δεις της επανάστασης ανθός,
μπροστά σου θ’ αδειάσει η καρότσα
με φήμες, κι οι ειδήσεις θα απλώσουν ορμαθός.
Και τότε ορφανός απέναντι στο πάλιωμα
ν’ αγωνιστείς εκεί αμέτι μουχαμέτι.
Άμα δεν το ‘χεις, τί το θες το σκάρωμα;
Υπάρχουνε πουτάνες χρόνια στο κουρμπέτι.
Είδες πως τα φέρνει η ρημάδα η ζωή,
στην αλλαξοκαιριά να ψάχνεις γεφύρωμα,
στη λωλάδα σου που την κουρσέψαν οι καιροί
και στην απαιδεψιά το μισιακό σου το κύρτωμα.
Ένα μασάλι σα ματόχαντρο βαλμένο,
μια ματσαράγκα για να γιομίσει ο κορβανάς,
μια γαλιφιά σ’ αφεντικό δασκαλεμένο,
αλληλόχρεος κορδωμένος φουκαράς.
Αυτή η γενιά μου που κατάφερε να πιθηκίζει,
είχε ινστρουχτορες κακοφορμισμένους
και τώρα, κοίτα, σα κακόσκιωτη γυρίζει,
γιατί ο λουφές μοιράστηκε απ’ τους περασμένους.
Ιστορία “μέγκλα” και κρυφό το λιάνισμα,
τα αφρόψαρα αποφύγανε το δίχτυ,
στους πελάτες αγκαζάρανε το δάνεισμα
και το μάκρεμα θα γίνει μεσονύχτι.
Δυστυχώς, φίλε μου και συνομήλικέ μου,
όποιος μας σπρώχνει στα σκατά φεύγει αλέκιαστος,
γι’ αυτό συγχώρα με αν δεν κρύβω τις χαρές μου
στην αλλαξοκαιριά αυτή είμαι αταίριαστος.
Στέκομαι ανήμπορος στην αλλαξοκαιριά,
πες μου αν έφταιξα αν μπορώ να βοηθήσω.
Γύρνα για πρώτη σου φορά από τούτη τη μεριά
ζήτα συγνώμη και μπορεί να συνεχίσω.
Μη μου κοτσάρεις στην πλάτη, όμως, φταιξίματα,
φά’ την καζούρα σου και σκύψε το κεφάλι,
κάποιοι πληρώνουμε τα δικά σου κρίματα
πολύ σου πέφτει άλλο ένα χαλάλι.
Κι όλα αυτά στα δίνω αβάντζο ευγενικά,
αν ταιριάξει όμως κι όσα γουστάρω ξεστομίσω,
θα σου θυμίσω της νιότης μας τ' αρσενικά,
απ' το ανηφόρισμα μη με γυρίσεις πίσω.
Γι' αυτό, αποπαίδι της ντροπής χωρίς αψάδα,
πριν ξημερώσει, κόψε εντελώς το λακιρντί.
Μου βγάζεις τόση σιχασιά και ασχημάδα,
μη μου διαβάσεις καν το μπουγιουρντί,
αφορά μονάχα τους ομοίους σου
και τους γαλίφηδες που ήταν στο γλεντοκόπι,
τ' αθύρματα της τύχης όλα γύρω σου,
τους ανίδωτους που μοιάζανε άνθρωποι.
Χωρίς κουβέντα, λοιπόν, και αντιμίλημα,
κοίτα να μάθεις απ' την ανεπροκοπιά σου,
σήκω στα πόδια σου κι άσ' το προσκύνημα,
πες την αλήθεια στα παιδιά σου.
Γύρνα στα λίγα κι ας μην αντέχεις,
περίμενε το κάρπισμα κι ας είναι μια χεριά
ό,τι κρατάς τουλάχιστον το έχεις
και είσαι δυναμάρι στην αλλαξοκαιριά.
Έχασε ο κόσμος ένα λεβέντη ακόμα,
μαστρο-Σωτήρη μου απόψε μου γύρισες
κι εγώ πατέρα έχασα μια ευκαιρία ακόμα,
μα έχω μες τη ψυχή μου πανέμορφες θύμισες.
Μαστρο-Σωτήρη κι απόψε μου γύρισες
μες τη ψυχή πανέμορφες θύμισες,
τ’ ακονισμένο σου σκερπάνι που ‘χα φίλο
και στο καρνάγιο κάθε βρεγμένο ξύλο,
τα πριονίδια, την κόλλα, τα μαδέρια,
τα κεραμίδια που μου χάραζαν τα χέρια,
την αφοβία σου και την αντοχή σου
και το ξύλινο, το κόκκινο μολύβι στο αφτί σου,
τον ήχο απ’ τη κορδέλα και την πλάνια,
τα δοκάρια στοιχισμένα στα ταβάνια.
Όταν μου έδειχνες προς τα πού σου ‘φυγε η τύχη
με το κομμένο δάχτυλό σου με το νύχι,
να ψιθυρίζεις τα τραγούδια σου, τ’ αγιάσματα,
"Το αγριολούλουδο" να λες απ’ τα ξυλιάσματα
στις σκεπές που έχουν ακόμα τον ιδρώτα σου
κι όλοι οι μαστόροι ακόμα ακούν τα λόγια σου.
Έχασε ο κόσμος ένα λεβέντη ακόμα
που ‘χε στη πλάτη του ιστορίες πολλές
κι εγώ πατέρα μια ευκαιρία ακόμα
να σε χορτάσω, να σε θυμάμαι να λες:
«Κοίτα, γιε μου, η ζωή φεύγει καπνός
κι όσο μου φέγγουν εκεί πάνω τ’ αστέρια μου,
θα δουλεύω για να δείχνω ζωντανός,
μιας και βαστάνε ακόμα τα χέρια μου».
Αυτά τα χέρια τ’ αγιασμένα - τα κουρασμένα,
πόσο μαγεύαν κι εμένα
έφτιαχνα κόσμους με πανέμορφη θέα,
σκαριά ωραία με στίχους παρέα.
Εσύ σκορπούσες σαν τις πρόκες την αγάπη σου
κι άλλων βάσανα φορούσες στην πλάτη σου,
μα έφτανε μόνο ένα χαμόγελό σου
να ζωντανέψει το κάθε όνειρό σου.
Είχες πίκρες σαν τις σκλήθρες στα δάχτυλα
σε πόσα φευγιά αφηνόσουν παράλληλα,
πόσα ευχαριστώ και στιγμές σου χρωστάμε,
χάσαμε τη χαρά μας, πια δε γλεντάμε
είσαι στα μάτια της Μαρίας, στα παραμύθια της Γιολάντας,
είσαι τ’ όνειρο της μικρής μου αβάντας,
έχω κληρονομιά και μαγεία απ’ τ’ αστέρια σου
σ’ ένα σκαρί μινιατούρα απ’ τα χέρια σου
- τα χέρια σου τα άγια -
που δεν προλάβαν να χαϊδέψουν τη Μάγια.
Αν σε πιλατεύει έρημε κι απόψε η ντροπή
και ψηλαφίζει το πρόσωπό σου η βουβαμάρα,
αν η σύνδεση με το μυαλό σου έχει κοπεί
κι αν ό,τι άκουσες το ‘κανες γαργάρα,
αν γονατίζεις απ’ του αύριο το βάρος
κι ούτε στιγμή δε σηκώνεις ανάστημα,
αν σαν παροπλισμένος στέκεσαι φάρος
κι είσαι σημάδι μόνο για τα βλάσφημα.
Σαν το λιοντάρι αν περνάς φλεγόμενα στεφάνια
και τρομάζεις με του ξυραφιού την κόχη,
αν δε σε καρτερεί κανείς στα μακρινά λιμάνια,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
Αν βαρέθηκες τους υπαινιγμούς,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
αν φοβάσαι τους απότομους γκρεμούς,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
Αν η γιορτή είναι δικιά τους επινόηση,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
αν δε σου φτάνει απλά η συγχώρεση,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
Αν δεν αντέχεις τη φήμη να περιφρονείς
κι όσοι θυμούνται εύχεσαι για να πεθάνουν,
αν απ’ το τέλος της ουράς περιμένεις να φανείς,
σε περιπαίζουν όσοι έμαθαν να χάνουν.
Αν δε ξετρυπώνεις ούτε ένα χαμόγελο
σε χωράφι με χιλιάδες ηλιοτρόπια
κι αν ότι είσαι ζωντανός σου μοιάζει ανώφελο,
γιατί ρουφάς την ατυχία απ’ τα ωροσκόπια
Αν αρματώνεσαι με ψέμα από το χθες
και ρίχνεις άσκοπα ενώ κινούνται οι στόχοι
κι αν μαλάκα σ’ έκανε το προφανές,
καιρός να μάθεις να λες και κάνα «όχι».
Της γνώσης ο κήπος στέκει αβοτάνιστος
κι εγώ είμαι σίγουρος ο σπόρος δέντρο πως θα γίνει.
Καλοκάθομαι άνιφτος κι αβασάνιστος,
χάνω τη βλέψη μου, λιμάρης γίνομαι με ό,τι έχει απομείνει.
Κι εγώ που είχα να το λέω πως δε λαβώθηκα
κι από της φτήνιας έξω είμαι το καλαντάρι,
απ’ τα κατάβαθα τι ‘θελα και σηκώθηκα;
Για τους μικρόνοους μήπως πάρουνε χαμπάρι,
χώρεσα κάποια όμορφα σ’ ένα ζεμπίλι,
τα ευκολοαπόδειχτα αυτά που ζαχαρώνεις,
κι έτσι γινήκαμε ανάχωμα και φίλοι.
Μα εσύ αργοσάλευτε, πάψε να με πληγώνεις,
όταν μοιράστηκα τη φωτιά μαζί σου,
ήδη ήμουν καμένος απ’ την αστοχασιά τους.
Εσύ ήσουν αποδιάλεγμα κι άπλωνες τη φωνή σου
σα μαυροκόρακας στη μοιρασιά τους.
Λοιπόν, δεν είμαστε αρμαθιά, μείνε στα δίβουλα,
μα απ’ όλα τα όμορφα, κράτα τα βρετίκια.
Έχω σκουπίσει τη θαμπάδα απ’ τα ύπουλα,
τόσο αντρίκεια που σέρνω χίλια δίκια.
Άσε με, βρήκα το μόνο δρόμο, σου λέω,
που γουστάρω στ’ αλήθεια να πάω.
Δε βρήκα προίκα την αλήθεια, κι αν φταίω,
το πληρώνω που ζω μ’ ό,τι αγαπάω.
Άσε με, πάω με τον τρόπο που μπορώ
να στηρίξω απλά κι αντρίκεια
δε στο ζητάω σα χάρη, το απαιτώ,
και το ξέρεις πως έχω χίλια δίκια.
Άλλο μοναξιώτης, λοιπόν, κι άλλο κελιώτης•
άλλο να βλαστημάς κι άλλο να βρίζεις•
άλλο να ζει απ’ τα όνειρά σου κι ο προδότης
κι άλλο από τα όμορφα ποτέ να μη χαρίζεις.
Άλλο το κεχριμπάρι κι άλλο το καρβουνίδι•
άλλο το δύσκολο φευγιό κι άλλο το θρόνιασμα.
Η λευτεριά η ζείδωρη δε ‘ναι παιχνίδι,
άλλο οι φήμες κι άλλο το ξεμπρόστιασμα.
Γι’ αυτό, άσε με, παλεύω με την αμορφωσιά μου,
η μόνη έχθρα χωρίς λόγο στη ζωή μου
είν’ το μετάνιωμα για την αδιαβασιά μου.
Άσε με, να σκαρώσω τη γιορτή μου•
θέλω να ‘μαι τυχερός και να τη ζήσω.
Και τον καημό για τους χαμένους ποιητάδες
να μοιραστώ και να τον τραγουδήσω,
με ζευγίτες, σφαχτάρια κι αρχοντάδες.
Έτσι το γούστο μου προστάζει κι η ηθική μου,
το ήσυχο τίποτα και το αιώνιο το βαρύ
ίδια γλυκάδα αφήνουν στη ψυχή μου,
μνήμη παλιά να το γιορτάσουν οι καιροί.
19 του Μάη 2011
λούπες που ταίριαξαν και λόγια μου ξέφραγκα.
Kρυφοκαμαρώνω που για άλλη μια φορά
μου 'φερε ο Brak ένα κομμάτι κι όλα μια χαρά.
Πάνω στο μαύρο χαρτί μ' ένα στυλό ασημένιο
ξεκλειδώνω, φτου ξελευτερία, και βγαίνω.
Κοίτα, τι όμορφο να ζεις μιαν ευχή σου•
ένα από κείνα τα παιδιά που μεγαλώσαν μαζί σου,
φτιάχνει για σένα ένα κομμάτι καινούρια πόρτα
και αν την ανοίξεις γάμησέ τα και μένα ρώτα,
πόσο μεγάλη είν' η ευχαρίστηση απ' το νέο ξόρκι,
όταν πιάνουν τόπο όμορφα όλοι οι όρκοι.
Γητεμένος, λοιπόν, απ' το απλό beatακι
δεν ψάχνω λέξεις, βάζω μόνο μεράκι.
Όπως τότε σαν παιχνίδι γύρω στο '86
που ήθελα η κάβλα μου μονάχα ν' αντέξει.
Μα είδες πού μ' έχει μπλέξει, μ' έχει τουμπάρει ο χρόνος,
μα απόψε, φίλε μου, δε νιώθω μόνος,
έχω τη σπιρτάδα από τα νιάτα σαν καινούρια μου χάρτα•
όλα γαμάτα σαν καλόφτιαχτη στράτα.
Είδες μου λείπουν κι αυτά, κακά τα ψέμματα,
τα παιχνίδια μας μπήκαν στα περισσέματα.
Μας το θυμίζει η ζωή, μεσ' το τερέν,
πέρασε η ώρα πάρε κάτι για ρεφρέν
Φτάνει μια λούπα καλή και κάποιοι ήχοι
για να ξορκίζεις καμιά φορά την τύχη,
ξέχνα τον πήχυ κι άσε τα δυσκολέματα,
εμένα οι στίχοι μου ανοίγαν πάντα θέματα.
Ό,τι πω, θα το ζήσω και απάνω θα χτίσω.
Ό,τι αγαπώ, θα γνωρίσω κι ο,τι μισώ, θα το φτύσω.
Αυτό λοιπόν είν' το Low bap που ονειρευόμουνα.
Αν είχα έναν τότε που να εμπιστευόμουνα.
θα 'ταν αλλιώς για σένα, όχι για μένα.
Εγώ, έτσι κι αλλιώς, τα έχω όλα μοιρασμένα,
με την δροσιά μου το μόνο μου ταίρι,
μα στην ψυχή μου ο Brak απόψε έβαλε χέρι.
Κάπου εδώ να τελειώσω,
όμορφο μαγιάτικο βράδυ,
κι αφού το ξέρω, δεν μπορώ να γλυτώσω,
θα δω το φως, αφού πιω το σκοτάδι.
Άντε και πάλι, μαλάκα απ’ την αρχή,
σκυφτό κεφάλι προστάζει η εποχή.
Άντε και πάλι, στα ζόρια μοναχός,
παλιό ρετάλι ξανά μανά φτωχός.
Άντε και πάλι, μαλάκα απ’ την αρχή,
όλα χαλάλι, μα σου ’χω μιαν ευχή,
αν καμωθείς και μοιάξεις ουρανός
να σηκωθείς ακόμα πιο φτωχός.
Βραστό κατακαλόκαιρο θυμίζει μεσοχείμωνο,
γιατί ευτελίζει η εποχή το πολυσήμαντο,
προστάζει πάλι άπατη βουτιά στο μαράζι,
πα' στο γυρτό σου κεφάλι ζοριλίκι να στάζει
αγαλιανά, σταλιά – σταλιά κι αχόρταγο
να πίνει απ’ το αίμα σου, να σε ξυπνά απ’ το αχνόφεγγο
για να σε βάζει απ’ την αρχή κάθε πρωί στην πρίζα
και η χαρά σου κούφια θα σε κοιτάει στην κορνίζα.
Ξέρω σου πέφτει βαρύ – βαρύ κι απίστευτο
στο ύφος το αναιδές σου, το μπλαζέ και το δύστροπο
από τα χάχανα, τα ροζ και την κοπάνα
να τρως τα νύχια σου, να παίζεις την ροκάνα.
Αν έχεις μπιέλα, βάρα τη και θα το συνηθίσει,
πιες τον ιδρώτα σου νερό να σε δροσίσει.
Άμα βιαστείς, όμως, ν’ αγγίξεις κορυφή κι ουρανό
στο μονοδρόμι σου απ’ την αρχή ξανά θα σε θωρώ.
(Άντε και πάλι) Άντε και πάλι απ’ την αρχή μια παλεψιά.
(Σκυφτό κεφάλι) Η εσχατιά σου γνέφει το μονοδρόμι σου.
(Άντε και πάλι) Άντε και πάλι, θα κάνω μια μαντεψιά
(Παλιό ρετάλι) ότι μονάχος θα τραβήξεις το ζόρι σου.
(Άντε και πάλι) Άντε και πάλι, μπροστά σου μια ευκαιρία
(Αν καμωθείς) θα πάει χαλάλι, αν βιαστείς να το γιορτάσεις.
(Όλα χαλάλι) Ουρανός αν μοιάξεις πάλι χωρίς ρίζα καμιά
(Να σηκωθείς) στην αρχή ξανά μάνα θα βουλιάξεις.
Σου έκλεψε τον άμπακο των αρχηγών η στάνη,
άγιο ψωμί μπαγιάτικο και μούχλα παντεσπάνι
και στέκονται ατσαλάκωτοι στην εσχατιά με χάρη
σφυρίζοντας αδιάφορα και τρίβοντας το ζάρι
να ρίξεις μια, να ρίξεις δυο και χίλιες δέκα δύο
με το φιδάκι μέτρα τα σκαλιά σαράντα δύο.
Λίγο πριν βγεις στην κορυφή κραυγή χαράς κι ανάσα,
άντε και πάλι απ’ την αρχή, μικρέ παλιομπαγάσα.
Πατέντα είν’ η μανιέρα αυτή και παλεψιά δεν παίρνει
η βάρκα μας η κουρελού βάζει νερά – δε βγαίνει.
Λοιπόν, σκύψε το βλέμμα σου και βάλε πάλι πλάτη,
ξανά μανά συνέταιρος στην ‘ξόφθαλμη απάτη.
Αλλά, όμως, υποσχέσου το, γύρνα το στο κεφάλι
να βρεις αυτό που σ’ έφερε σε τούτο ‘δώ το χάλι
κι αν δεν το βρεις ή δεν το ξεστομίσεις,
στην εσχατιά - ευχή - για πάντα να κολλήσεις.
Ψάχνω ακόμα σα μαλάκας, ψάχνω
της ελπίδας μου να βρω το αποσπόρι.
Σίγουρα κάποιος θα ξέρει γι' αυτό.
Ψάχνω στις μνήμες, μα πως να τις γιάνω;
Πρέπει να θες• δε μπορώ με το ζόρι.
Σίγουρα κάπου θα σε πείσουν γι' αυτό.
Ψάχνω κοντά σου• με αποφεύγει η σκιά σου.
Θέλεις κανάκεμα, μα εγώ δε μπορώ.
Σίγουρα κάποιοι θα 'ναι πρόθυμοι γι' αυτό.
Ψάχνω κοντά σου, γυρνάς τη ματιά σου
να σε δω ήθελα απλά, να χαρώ.
Σίγουρα κάποιοι θα 'ναι πιο τυχεροί σ' αυτό.
Ψάχνω στο χώμα, μου αγγίζεις το σώμα,
θες να γελάσεις, μα κρατάς σοβαρός.
Σίγουρα κάποιος θα γελούσε μ' αυτό.
Ψάχνω ακόμα, σφραγίζεις το στόμα•
μπορώ, φωνάζω, είμαι πολύ τυχερός.
Σίγουρα κάπου κάποιος πεθαίνει γι' αυτό.
Ψάχνω ακόμα, σα μαλάκας ψάχνω
της ελπίδας μου να βρω το αποσπόρι.
Σίγουρα κάποιος θα ξέρει γι' αυτό,
Ψάχνω ακόμα, σφραγίζεις το στόμα•
μπορώ, φωνάζω, είμαι πολύ τυχερός.
Σίγουρα κάπου κάποιος πεθαίνει γι' αυτό.
Χρόνε με πήρες και με πέταξες,
μα δεν ημέρεψα λεπτό.
Άνεμο λεύτερο μου έταξες,
'κείνο τον άνεμο ζητώ.
Είναι λαίμαργος ο χρόνος κι ασυγχώρητος
για κάποιους λίγος και για κάποιους αφόρητος.
Για κάποιους φίλος καλός και λιγομίλητος
και γι’ άλλους τόσο βιαστικός κι αμείλικτος.
Εγώ τον γνώρισα, απρόσεχτο δραπέτη,
φόρα παρτίδα, μα και λίγο τζαναμπέτη.
Στα σπουδαία τα ονείρατα μουτζούρα
μα και τα λάθη μου στην πλάτη είχε καμπούρα.
Άλλοτε έμοιαζε μ' αλλόκοτο πείραμα
κι άλλοτε γινόταν στις ορέξεις μας θήραμα.
Άλλοτε έμοιαζε με βλέμμα στο κενό
κι άλλοτε θέα από κορφή σε πανύψηλο βουνό.
Καμιά φορά πικρή γουλιά στα κρασοπότηρα,
ίσως κι ανάθεμα, μπορεί "και μη χειρότερα".
Όμως εμένα μού 'ταξε τη λευτεριά μου,
γι' αυτό κι απόψε τον στριμώχνω κοντά μου.
Χρόνε, με πήρες και με πέταξες,
μα δεν ημέρεψα λεπτό.
Άνεμο λεύτερο μου έταξες,
'κείνο τον άνεμο ζητώ.
'Κείνο τον άνεμο ζητώ, εγώ, ο παρείσακτος
κι εσύ ο αφέντης, ο σκληρός κι αδίστακτος
κάνεις παζάρια και θέλεις το πεσκέσι σου,
ζητάς από την τύχη να κάτσει στη θέση σου.
Με περιπαίζεις και σκαρφίζεσαι ψέματα
με κολακείες, τρίμματα και περισσέματα,
με ιστορίες σιωπηλές κι ανομολόγητες,
με προσβολές τραβηγμένες κι ασυγχώρητες.
Κι εγώ απλά σου ζητάω ό,τι μου 'ταξες μόνο.
Ούτε σε ικετεύω, ούτε και σε πληρώνω.
Δικαιούμαι μετά τη γυροβολιά μου
να γέρνω όπου θέλω τη σκιά μου.
Να ξεστομίζω όπου γουστάρω τις βλασφήμιες μου
και να σκοτώνω όπως θέλω τις ασχήμιες μου,
γιατί όπως βλέπεις, δεν ημέρεψα λεπτό
κι αφού μου χρωστάς 'κείνο τον άνεμο ζητώ.
Όταν χάνεται κάποιος απ’ αυτούς που αγαπάμε,
πάνω στον πόνο μας για λίγο όλα αλλιώς τα μετράμε.
Μετά κοιτάμε ξανά ο καθένας το δρόμο του
στη μαγκουφιά, στο μούχρωμα, στο φόβο του.
Το πιστέψαμε όλοι πως στην ανθρώπινη φύση
είναι ότι η μνήμη μπορεί και να σβήσει.
Ο πιο κακός και βαρύς για μένα αλαργεμός
είναι να σε καλεί να πέσεις ο γκρεμός.
Αν έχεις κότσια, αρνήσου τη μοίρα, τον κύρη σου,
και μην αποδεχτείς το αδερφομοίρι σου.
Μίλα γι’ αυτούς που χαθήκανε σαν να ‘ναι πλάι μας
σα να χαϊδεύουνε τη νύχτα το κεφάλι μας.
Μοιράσου μ’ όλους ιστορίες παλιές τους και γέλα,
κάνε τα λάθη τους να μοιάζουν μ’ όμορφη τρέλα.
Άγερτος μείνε και μάθε από τη ζήση τους
από το ζέψιμο στο χρόνο και την κρίση τους,
από τα λόγια τους και το μετά απ’ τα σκαρώματα,
γιατί οι θύμισες δε σβήνουν στα χώματα.
Κάπου εκεί απ’ το θεωρείο μας κοιτάνε,
αν γελάμε τη ζωή κι αυτοί γελάνε.
Μα αν σ’ ό,τι χάνεται, τραβάς τη μολυβιά σου,
ίσως μαγκιά σου αν βγαίνει απ’ την καρδιά σου.
Όμως, για εμένα καλή παρέα είναι όσοι φύγανε,
όσα δεν πρόλαβαν σε μια ματιά τα είπανε.
Αλίμονο, λοιπόν, σε όσους μένουνε
και ξεχνάνε για να τα βγάλουν πέρα.
Αλίμονο, λοιπόν, και σ’ όσους γέρνουνε,
είναι νίκη η κάθε μας μέρα.
Αλίμονο σ’ όσους γιορτάζουνε
τον χαμό έστω του εχθρού τους.
Αλίμονο κι όσους δοξάζουνε
όχι τη μνήμη, μα τον κύρη τ’ ουρανού τους.
Όταν κάποιος πεθαίνει απ’ αυτούς που αγαπάς,
ψάχνεις στη μνήμη σου να βρεις κάποιο σημάδι
να δώσει εξήγηση το απίστευτο στο νου πώς να χωράς;
Μοιάζει λουλούδι γερμένο κάποιο μαγιάτικο βράδυ.
Μοιάζει με ψέμα ζωντανό κι αμίλητο
που περπατάει αργά προς τη μεριά σου,
στάζει στον ύπνο σου βαρύ κι ακοίμητο,
στάζει τη μέρα μπροστά απ' τα βήματά σου.
Μοιάζει με χιόνι που πέφτει κατακαλόκαιρο,
δεν αλαφρώνει με γέλιο, με κλάμα και με μεθύσια
κι άμα ζητάς απ’ το χρόνο γιατρειά είν’ το χειρότερο
- δέσε τις μνήμες με σκοινιά καραβίσια.
Κάν’ τες κομμάτι σου και πέρνα ‘τες στεφάνι στον ήλιο
να φωτίζουν το κενό που άφησαν πίσω.
Αλίμονό σου αν το χαμό δεν κάνεις φίλο
και μου ζητάς μονάχα να στον τραγουδήσω.
Τα τραγούδια είναι σαν τους χαρταετούς.
Κόβεις και καρφώνεις τα πηχάκια,
φτιάχνεις κόλλα και κολλάς πάνω τους το χαρτί,
ψαλιδίζεις την ουρά, φτιάχνεις τα ζύγια
και διαλέγεις γερό σκοινί.
Το σηκώνεις κόντρα στον άνεμο,
πάντα κόντρα στον άνεμο.
Αν όμως λύσεις όλη την καλούμπα,
δεν μαζεύεται μετά και πρέπει να τον κόψεις
και έτσι δεν ξέρεις ποτέ που και πως θα φτάσει.
Και ποιος νοιάζεται μωρέ απ' τους αγέλαστους;
Σα να τους άφησαν τα όμορφα ακέραστους.
Μονάχα εσύ τους δίνεις την ευχή σου
όπου θα πέσουν να διηγηθούνε την αρχή σου,
έτσι απλά στην ιστορία ένα πλήγιασμα
ένα δάγκωμα στο χρόνο όλο σκύλιασμα.
Γι' αυτό φωνάζω στην άκρη εκεί του πουθενά,
μπορεί να γεννηθεί απ' το τίποτα ξανά
το αύριο που ψάχνεις, το ουρανόσταλτο,
από ένα μίασμα τόσο ανυπόστατο,
από ένα στίχο στου ψηλού βουνού την πλάτη,
από μια ρίμα τη μάνα κάθε επαναστάτη.
Γι' αυτό αν ακούσεις ένα τραγούδι, ευχήσου του,
όταν θα φτάσει να βρει τον παραλήπτη του,
κάποιο γελαστό παιδί, κάποιον περήφανο γέρο,
εμένα δε με νοιάζει, ούτε που θέλω να ξέρω.
Ήμουνα εκεί στο σκάρωμα μαζί του,
είχε τη μνήμη μου μάνα και τη φωτιά μαμή του.
Αυτό θα βρει μοναχό του το δρόμο του
κι αν δεν βρίσκεις ευχή, άστο θα φτάσει μόνο του.
Αν είμαι τυχερός και το ξανανταμώσω,
μπορεί συνέχεια να του δώσω.
Αν όμως γυρίσει πίσω και πέσει στα πόδια μου,
τσάμπα η γέννα του, τσάμπα τα λόγια μου.
Έξω δε βλέπω, πατέρα,
και δε μαθαίνω νέα.
Μου ‘χουν κομμένη την ορμιά,
παράκληση δεν έμεινε καμιά.
Το ουρανοθέμελο μου λείπει πολύ,
παλιά εικόνα μου θολή.
Είναι ο χειμώνας παγερός
σ’ αναμονή ο πεθαμός.
Ολοχρονίς πώς να μπορείς
απ’ το κελί σου να θωρείς;
Από φωτιά και γελαστός
κατάντησα οπλοβαστός,
αγωνιστής ονομαστός,
μα νιώθω απλά ένας οιωνός.
Γερνάω σ’ αυτή τη φυλακή
για να υπάρχουν κάποιοι έξω εκεί...
Έμεινες μόνος, φεύγει η νυχτιά
κι άλλοι βουβοί στην εσχατιά.
Γλύκανε ο πόνος, έφυγε η οργή,
ζηλεύει ο χρόνος όποιον αργεί.
Τέλος και πάλι η αυλαία κλείνει,
τα μοιραστήκαμε όπως παλιά.
Ελπίζω η γεύση γλυκιά να σου μείνει
και για λίγο καιρό να βρήκες φωλιά.
Τέλος - δίσκος φτιαγμένος
για όσους ψάχνουν καλή συντροφιά.
Θα 'ρθει ο χειμώνας αγριεμένος,
πιάσε τον ήλιο με δυο καρφιά.
Τέλος - σαν το παλιό μας παιχνίδι
μόνο με λούπες και λόγια φωτιά,
μονάκριβο, φτηνό στολίδι
εδώ στων βουβών την εσχατιά.
Τέλος - μ' αυτό το κομμάτι
το μέτρημα έχω χάσει, αδέρφια.
Απ' όσα ζήσουμε, ας αφήσουμε κάτι
φτάνει να 'μαστε γεροί, να 'χουμε κέφια.
Έμεινες μόνος, φεύγει η νυχτιά
κι άλλοι βουβοί στην εσχατιά.
Γλύκανε ο πόνος, έφυγε η οργή,
ζηλεύει ο χρόνος όποιον αργεί
Τα 'παμε πάλι
ωραία και απλά
μ' άδειο κεφάλι
κι όλα καλά.
Έμεινες μόνος, φεύγει η νυχτιά
Έμεινα μόνος στην εσχατιά...