- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Πίσω από κάθε όνειρο και κάθε σφάλμα
πίσω από κάθε έγκλημα και κάθε θαύμα
υπήρχε και θα υπάρχει μια μικρή φωνή
άλλοτε βρώμικη, άλλοτε ήρεμη και αχνή
άλλοτε γίνεται μούσα, άλλοτε μοιάζει άφορμη
άλλοτε μένει ζωγραφιά και άλλοτε έχει κορμί
άλλοτε πίνει το χρόνο τζάμπα του ονειρευτή
κι άλλοτε λίγο δόξα τον αφήνει να γευτεί
να μαγευτεί πρίν καν σκεφτεί μακρύ ταξίδι
να λαχταράει φτερά ανοιχτά, ενώ είναι φίδι
γιατί, όπως λένε, η ελπίδα πάντα μισούσε το χώμα
ντυνότανε πουλί και άλλαζε χρώμα.
Εις τους αιώνες των αιώνων υπεράνω κανόνων
ο φόβος έψαχνε φωλιά σε καρδιές ηγεμόνων
και δυνατών για να κλέβουνε παρέα τις στιγμές
που αφήνουν πίσω τους οι μικρές οι φωνές.
Μικρές φωνές σε ταξίδι μεγάλο
εκεί η ζωή σου ζητάει να χαθείς
κι αν θέλει η μοίρα θα σε στείλει στο διάολο
ούτε γεννιέσαι ούτε διαλέγεις να’ ρθείς.
Τα μεγάλα, λοιπόν, και τα σπουδαία
σχεδόν πάντα ήταν ενός μικρού και άγνωστου ιδέα
που με δόξα δεν τον κέρασε ποτέ η ιστορία
κι ίσως τον έλιωσε η πίκρα κάπου χωρίς φασαρία.
Μπορεί και ο ίδιος να ’σβησε την δίψα των γόνων
με το αίμα , το κρασί των αιώνων
μπορεί να σου ’βαλε στο χέρι δουλεμένο μαχαίρι
για να σκοτώσεις πιο λαμπερό από σένα αστέρι.
Ποιός ξέρει ίσως να μην μάθουμε ποτέ…
Φτηνό αστείο σε πλούσια γιορτή
ή με χρυσά γράμματα η ιστορία σε φθηνό χαρτί
καλό το τέλος και η αρχή καλή
κακό το διάβα και αρκετή η χολή.
Το ίδιο μου κάνει έχω ταξίδι να βγάλω
θα σου αφήσω ένα μικρό κι αν θέλεις καν’ το μεγάλο
μπορεί να φταίει ένας μικρός για την μεγάλη ασκήμια
απ’ το μικρό μου μυαλό βγαίνει μεγάλη βλασφήμια.
Πως και ο Θεός ο μεγάλος που τα πάντα κινεί
ίσως να φτιάχτηκε από ανθρώπινη μικρή φωνή.
Στις δανεικές τις προσευχές
δε πιάνουν τόπο οι ευχές
ένα σου γίνονται οι φωνές
και συνηθίζεις με το χθές
τις δανεικές τις προσευχές
μάθε να μη λες.
Στις δανεικές τις προσευχές
πονάς για άλλων τις πληγές
κι αν οι ανάσες οι παλιές
τώρα σου ακούγονται κραυγές
στις δικές σου προσευχές
ζήτα ό,τι θες.
Στις δανεικές τις προσευχές
κουμάντο κάνουν οι ενοχές
και στων αγγέλων τις γιορτές
οι κλεμμένες οι στιγμές
πάντα θα μοιάζουν με ευχές
ψέμα όπως θες.
Στις δανεικές τις προσευχές
πρέπει για όλα εσύ να φταίς
κάποιοι σου λέγαν πως σ’ αυτές
ξεπλένονται οι ψυχές
με τις δικές τους προσευχές
γέρασες να κλαίς.
Ήθελα άλλα να πω, έψαχνα άλλο θέμα
όμως η άνοιξη στο σπίτι μας μύρισε αίμα
τα λουλούδια τώρα γέρνουν να ακουμπήσουν τη γη
και τα πουλιά δεν κελαηδάνε, φτύνουν οργή.
Κάποιοι προλάβαν τον Ιούδα πρίν προδώσει
κάποιοι διαλέξανε τον Βαραβά για να γλυτώσει
κάποιοι σφίξαν πιο πολύ το αγκάθινο στεφάνι
και σταυρώσανε το δίκιο με διπλά καρφιά να πιάνει.
Ω, γλυκύ μου έαρ, μπαρουτιασμένο
πλένεις τα πόδια του αφέντη σου καημένο
είναι στερνή φορά σου, κάντο καλά
κρύψε τα δάκρυα μη σε δούνε και κοίτα ψηλά.
Αν σε δούνε να κλαίς μεγαλώνει η χαρά τους
κι αν φανούν οι πληγές καμαρώνει η στρατιά τους
γι’ αυτό τραγούδα δυνατά και γέλα
τραγούδα και γέλα.
Κι όσο για σένα μεγάλε στρατηλάτη
που ζωγραφίζεις με καμάρι τον καινούριο σου χάρτη
η αιώνια κατάρα δεν σε έχει ξεχάσει
θα’ ρθει ξανά, θα σε δικάσει.
Θα σε δικάσει - θα σε δικάσει η φωτιά.
Θα σε δικάσει - κάθε σταγόνα απ’ το αίμα.
Θα σε δικάσει - θα σε δικάσει η προσφυγιά.
Θα σε δικάσει - και θα σου μοιάζει με ψέμα.
Έξω μεγάλωσε η νύχτα και το φεγγάρι φοβάται
θεριεύει η φωτιά και τίποτα δεν λυπάται
βλαστημάει ο ουρανός με βροχή και χαλάζι
τρέμει συνέχεια η γη, μα τίποτα δεν αλλάζει.
Πέφτουν γεφύρια παρέα με τα στοιχειά τους,
οι τύψεις ξαναβρίσκουν τη χαμένη λαλιά τους
κλείνει τα μάτια ο Θεός γυρνάει αλλού και αφήνει
το καλό και το κακό να σε βιάζουν ειρήνη.
Δε βρίσκουν λόγια οι σπουδασμένοι ούτε ψαλμό οι δεσποτάδες
Δεν πιάνουν πένα οι ποιητές δε νοιάζονται οι μαθητάδες.
Αν ο Θεόφιλος ζούσε με τα άγια του χέρια
θα ζωγράφιζε με αίμα δεκαπέντε αστέρια
στο λαιμό ενός θεριού φερμένου από τη δύση
με όπλα πολλά δεμένο να διψάει να νικήσει.
Μα εσύ ρε γείτονα τραγούδα και γέλα
κάνε τον θάνατο να μοιάζει με την πιο όμορφη τρέλα
σπάσε τα νεύρα στους δειλούς και μη σωπάσεις
όπου κι αν πας να τους δικάσεις.
Θα σε δικάσει - μια ματιά φοβισμένη.
Θα σε δικάσει - του χρόνου η μεγάλη πληγή.
Θα σε δικάσει - μια ψυχή κολασμένη.
Θα σε δικάσει - όταν θα πάψει να κλαίει και η γη.
Θα σε δικάσουν της σημαίας τα μικρά σου τ’ αστέρια.
Θα σε δικάσουν δύο που θα τρέμουνε χέρια…
Ψυχή μου, λύσε μου μόνο μια απορία…
Σε ψηφίσαν, λέει ψυχή μου, μιας φυλλάδας οι αναγνώστες
και σε βάλαν υποψήφιο μ’ άδερφές και με κιλότες
με τα ξερατά μιας τέχνης που ’χει λούγκρα υποβολέα
σε ταιριάξανε οι γνώστες και γελάγαμε παρέα,
όταν το μικρό hip hop μας έγινε για λίγο αστέρι
το γλεντάγαν οι μπινέδες που τα είχαν καταφέρει.
Δε βαριέσαι, η καινούρια εποχή όλα τα σηκώνει,
τώρα σκεπάζουν τα σκατά με διπλό σατέν σεντόνι
για να ξαπλώνουν τα ερμαφρόδιτα και να γουστάρουν
στο φυσικό τους περιβάλλον τη μιζέρια να σνιφάρουν.
Κι ύστερα, μπρούμυτα να στήνονται απ’ την καλή μεριά τους
σε μια δόξα φο μπιζού που ασελγεί στα όνειρά τους.
Μα κρατήσου για μετά, αυτή είναι άλλη ιστορία,
λύσε μου μόνο αν μπορείς ψυχή μου απλά μια απορία.
Σ’ ετοιμόρροπο μνημείο πως χωρέσαν τόσα βλαμμένα
ήταν όλα ευτυχισμένα κι όσα ήταν καθισμένα
κι όσα στεκόντουσαν δειλά μπροστά απ’ το κουτί τους
αγωνιούσανε κι αυτά πες μου άραγε μαζί τους.
Όρθιοι όλοι, ρε, η ώρα έφτασε της στέψης,
λίγο ποπ-κορν είναι ό,τι πρέπει στο διάλειμμα της σκέψης.
Ρε, κάνε μου τη χάρη
όσα σου έταξα να τα θυμάσαι
με το ένα μάτι ανοιχτό να κοιμάσαι
να μιλάς δυνατά όταν φοβάσαι
για να σ’ ακούω απ’όπου και να ’σαι
όσα σου έταξα λοιπόν να τα θυμάσαι καλά
κι όταν θα σέρνεσαι όπως λέει κι η κατάρα χαμηλά
να ’χεις το νου σου άμα ταιριάξει το φαρμάκι θα σου βγάλω
και να το πιείς με το ζόρι θα σε βάλω.
Ναι, κοιτάω ψηλά στον ουρανό
απλώνω το χέρι μου και παίρνω από 'κεί
ένα σύννεφο γκρίζο με λίγο γαλανό
για να φτιάξω τη δικιά μου φυλακή.
Πλάθω τα όνειρα που μαζί θα πάρω
με λίγο χώμα που πιάνω από τη γη
κρατάω δροσιά και αέρα για να τρατάρω
τον πόνο και τον φόβο με φυγή.
Μα δεν μπορώ, είναι τα μάτια μου θολά
δεν βλέπω καθόλου μέσα εκεί
ναι, κι αυτά που μίσησα πολλά
μέσα στη δικιά μου φυλακή.
Ναι, ψυχή μου απλώθηκες πολύ
και πήρες αγκαλιά όσα σου έμοιαζαν καλά
ήπιες χαρά, την έφτυσες χολή
τρόμαξες για λίγο και φέρθηκες δειλά.
Ζηλέψαμε κι οι δυο τις στάλες της βροχής
πέσαμε χαμηλά κυλήσαμε παντού
στην καταιγίδα διάλεξες μονάχη να κρυφτείς
φόρεσες τα γκρίζα να μοιάζεις τ’ ουρανού.
Μα δεν μπορώ, ακόμη όλα είναι θολά
νιώθω ότι πεθαίνουμε κι οι δυο μας μέσα εκεί
ναι, κι όσα μισήσαμε ξανά
ζούνε στη δικιά μας φυλακή.
Στου hip hop την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στη κόμη στεφάνι φορεί,
μα τραβιέται, δε θέλει να μπλέξει
με τη χάση και τη φέξη.
Τα ποντίκια εδώ μιμούνται λιοντάρια
κι ενώ γελάει, δε μπορεί να χαρεί.
Κάπως έτσι και πιο μεγάλο το χάλι
η δόξα φτύνει γι’ άλλη μια φορα τον κόρφο της πάλι
που θ’ ανταμώσει λόγια πολλά, ψέμα και μούρη
κι ότι στη φέξη δε θα της πιάνει το γούρι.
Δεύτερο μέρος στην παράσταση σιωπής
και τα καινούρια σκηνικά θα ’ναι περίσσιας ντροπής
θα επιτρέπεται όπως πριν αν θέλεις να την δείς
(κι εσύ μεγάλος πρωταγωνιστής)
δίπλα σε κούκλες από κούτσουρο παλιό
αν νιώθεις άβολα άστο να πάει στο καλό.
Τζάμπα θα πάνε, η ζωή αν σε προφτάσει,
όσα ονειρεύεσαι για φέξη κι όσα φύγαν με τη χάση.
Δε μου χρωστάς, δε σου χρωστάω
μη μου ζητάς, δε σου ζητάω.
Αυτά που φύγαν μάλλον όλα τα ζήσαμε χώρια
και όσα θα ’ρθουν ξέχωρα θα’ναι και πάλι τα ζόρια
Κάπου εδώ στην ολόμαυρη ράχη
αν δεν αντέχεις, να βλέπεις τη δόξα μονάχη
(ρίξε ότι σου ’μεινε καλό και πάτησε το)
δεύτερο χέρι το hip hop πλύντο καλά και φόρεσε το.
Στου hip hop την ολόμαυρη ράχη
κάποιοι ζήσαν τη χάση μονάχοι
να μελετάει λαμπρά παλικάρια
και τη φέξη που είναι να ’ρθει.
Τα κατορθώματά σου δόξα, πρις ξεπέσεις,
τα είχα προλάβει γελασμένος πως θ’ αντέξεις
όμως, το χρόνο με τα μάγια σου δε κοίταξες να δέσεις
κι έτσι φοβάσαι πως στη φέξη δε θ’ αρέσεις.
Δε θα ’ναι όπως παλιά που με τη χάση είχες στοιχειώσει
παλικάρια που η μιλιά τους το φόβο είχε ανταμώσει
τώρα σε σκιάζει ό,τι στα μάτια σου μπροστά αλλάζει,
το λαμπρό, μαύρο κι άραχνο σου μοιάζει.
Αδικοχαμένα τα μέχρι χθες δανεισμένα
και ριζωμένα τα πολυταξιδεμένα
για μένα θα ’ναι όλα ωραία όπως και να ’χει
έχω φυτέψει μια ευχή στην ολόμαυρη ράχη.
Τράβα τα ξυνισμένα μούτρα σου πιο πέρα
κι αφού με ξύπνησες πες μου καλημέρα
Άσε 'να χαμόγελο να φύγει έτσι του κώλου
μη μας κυλήσει κι αυτή κατά διαόλου
Δε θ' αντέξω με μια γουλιά ρουτίνα θα πνιγώ
κι είπα να κάνω κουμάντο απόψε εγώ
θα μιλάω σ' όποιον θέλω, θα γελάω σ' όποιον να 'ναι
πιο αργά θα περπατάω κι ας με κυνηγάνε
Δε θα ζητήσω συγγνώμη στο αφεντικό που 'χω αργήσει
θα τον αφήσω πρώτος να μου μιλήσει
Κι άντε γεια καϋμένε εσύ κι η δουλειά σου
εγώ δε ζω μες στα χαμένα όνειρά σου
Θα πάρω σβάρνα τους δρόμους μήπως ζωή μου βρεις θέμα
και γλυτώσεις απ' τον χρόνο κι από άλλο ένα ψέμα
Ίσως τα καταφέρω απόψε ψυχή μου
να σ' έχω όλη τη μέρα δική μου
Ίσως γιορτάζεις απόψε καρδιά μου
την πρώτη μέρα που χτυπάς τόσο κοντά μου
κι αν δε μου βγούν όσα λέω κι αφήσω ψέμα εδω πέρα
θα ζω για πάντα αυτή τη γαμημένη μέρα.
Άλλη μια μέρα - Άλλο ένα ψέμα
Άλλη μια ανάσα - Άλλο ένα ψέμα
Άλλο ένα δάκρυ - Άλλο ένα ψέμα
Άλλη μια αγάπη - Μεγάλο ψέμα
Καλό ξεκίνημα ρε για πρωινό έφαγα γκρίνια
με μπαγιάτικα προβλήματα και λίγο γκίνια
Πήρα μια ανάσα βαθιά να μαζέψω λίγο αέρα
όμως το ίδιο μου βρωμάει κι αυτή η μέρα
Πρωί-πρωί οι ίδιες φάτσες τα ίδια γαμώτο
για το ρημάδι της γραμμής που χάθηκε το πρώτο
Κι εκεί στο κρύο - πόσο γουστάρω
κάπως έτσι ρε θα είναι όταν θα σαλτάρω
Και θα με χάσετε όλοι και χάρισμά σας η πόλη
που περιμένει η παστρικιά κάποια γιορτή και σχόλη
για να γιορτάσετε παρέα όσο χρόνο περισσεύει
από μια πόρνη ελευθερία που ζητιανεύει
στιγμές κι αν θες πολλές πάψε να κλαις
Σήκω τριγύρω και δες
Έχουμε χάσει τα ίδια και μη ζητάς την αλήθεια
από ένα μάτσο αρχίδια που μας γίναν συνήθεια
Ψάξε μόνος σου την άκρη να βρεις
μυρίζει ωραία η ζωή τράβα και κοίτα μη χαθείς
Εγώ θα φύγω από δω κι αν έχει ψέμα κι εκεί πέρα
θα ζω για πάντα αυτή τη γαμημένη μέρα
Άλλη μια μέρα - Άλλο ένα ψέμα
Άλλη μια ανάσα - Άλλο ένα ψέμα
Άλλο ένα δάκρυ - Άλλο ένα ψέμα
Άλλη μια αγάπη - Μεγάλο ψέμα
Μην τους χαρίσεις άλλη μια μέρα
Άλλη μια μέρα - Άλλο ένα ψέμα
Μην τους αφήσεις να πουν άλλο ένα ψέμα
Άλλη μια ανάσα - Άλλο ένα ψέμα
Μη σου κυλήσει ένα δάκρυ θα 'ναι ψέμα
Άλλο ένα δάκρυ - Άλλο ένα ψέμα
Κι αν σου πουν για μια αγάπη θα 'ναι ψέμα
Άλλη μια αγάπη - Μεγάλο ψέμα
Low Bap όταν μιλάω να με κοιτάζεις
μέσα στα μάτια καλά και μη τρομάζεις
Καλόμαθες, πέντε χρόνια τώρα σ’ αγκαλιάζω
(μες στο δροσάνεμο που αναγαλιάζω)
Θυμάμαι, η γέννα ήτανε βαριά, έπεσε μαχαίρι
όρκος με αίμα χαραγμένος στο χέρι
η κολυμπήθρα είχε φωτιά και νονός ο ουρανός μας
(τότε βαπτίσαμε Low Bap το τ’ ονειρό μας)
κι άρχισε ο φόβος να σκεπάζει την ουσία
πριν δεις τη χαρά, ένοιωσες την προδοσία
Γι’ αυτό σε έφτιαξα μύθο, δε σε γούσταρα φονιά
(εδώ στου κόσμου τη μικρή μας τη γωνιά)
Τα πρώτα λόγια σαν τον αγέρα απλώσαν
κι οι σιωπηλοί απ’ την αρχή σου θυμώσαν,
γιατί τους μοιάζαν όλα απ’ έξω φερμένα
(τα’ χω πληρώσει δυο φορές δεν είναι κλεμμενα)
ανοιχτά τα χαρτιά κι όλοι ψάχναν πως κλέβεις
άλλοι λέγαν στο ανακάτεμα πως τα μπερδεύεις
δεν ήταν τύχη, απλά ήταν θέμα γραμμής
(γιατί δε παίξαμε ποτέ λόγω τιμής)
έλειπε ο αντίπαλος στο μεγάλο κόλπο
ήσουνα μόνος στου φευγιού μου τον τόπο
κι άκουγες ψέμα και αλήθεια για σένα να ρωτάνε
(όλα τελειώνουνε κι όλα περνάνε)
Υπάρχουν μάγκες που όσα λέγαν κρατήσαν
κι άλλοι πολλοί που νύχτα λακίσαν
δεν άντεξαν και πνιγήκαν εκεί κάτω
(σ’ αυτό που ο χρόνος κι οι θεοί φτιάξανε βάλτο)
Υπήρχαν κι άλλοι που φύγαν και μιλάνε με δέος,
υπήρχαν κι άλλοι πολλοί που αφήσανε χρέος
γι’ αυτό και πρόσεχα τη κάθε σου ανάσα
(μέχρι να πάρω επιτέλους χαμπάρι τη φάρσα)
που μου ’χες στήσει γλυκιά ζωή καλή μου
τη φωτιά να κουβαλάω πάντα μαζί μου
Ευχή μου να ’χω μεγάλα ταξίδια
(μα χωρίς φως όλα τα γκρίζα στην ψυχή μου είναι ίδια)
Μη μου θυμώνεις φωτιά, μη μου θυμώνεις
εγώ σου πέταγα στιγμές για να φουντώνεις
εγώ σε κράτησα μακριά απ’ τη γιορτή
(να γίνουν άτρωτοι οι τρωτοί)
Εγώ σε έφτιαξα κι αστέρι απ’ τη φυλή του ουρανού
να το ‘χεις πάντα όπου και να ’σαι κατα νου
Εγώ σου χάρισα την πιο κατάλληλη στιγμή
(μια ωραία μελωδία απο σένα παρακμή)
για να χαρεί μονάχα όποιος αντέξει
ανάμεσα στη χάση και στη φέξη
να δει τ’ αγκάθια ψηλά και τον ήλιο από κάτω
(γιατί οι σπόροι γίναν μύθοι μες το βάλτο)
Μη μου θυμώνεις μάτια μου,
δε μοιάζεις με τα ξένα
γιατί εγώ έδωσα ψυχή
σ’ όσα είχα δανεισμένα
Μη μου θυμώνεις μάτια μου
κι ας πάνε όλα χαμένα
που πέταξα τα νιάτα μου
μες στη φωτιά για σένα
Μη μου θυμώνεις μάτια μου
αν θα’ ρθουν και μαλάκες
μπέρδεψα χθές τα χνάρια μου
και θα φανούν οι μάγκες.
Θυμήθηκα ξανά κάποιον που μου ’χε πεί
αν συνηθίσεις την σιωπή σειρά μετά έχει η ντροπή
κι αναρωτιέμαι ξανά πέρα πως θα τα βγάλω
νοιώθω μικρή φωνή σε ταξίδι μεγάλο
που με φλερτάρει η κιθάρα και τα ’χω κάνει μαντάρα
κι όσο μοιάζει απλό τόσο μου μοιάζει κατάρα
αν είναι όσα πω να ταξιδεύουν για πάντα
πρέπει να μοιάζουν τραγούδι, μια άστεγη μπαλάντα.
Στο δικό μας σπιτικό ίδια η χάση με τη φέξη
γυμνή η ψυχή μου έτσι γουστάρω κι όσο αντέξει
φρεσκοξεπλημένη αγάπη μου ’χει στήσει καρτέρι
δεν φοβάμαι μα λυπάμαι δεν της δίνω το χέρι.
Προτιμώ να γυρίζω στο φεγγάρι και να λέω ευχαριστώ
σε ένα μπουκάλι με αλκοόλ σαράντα τοις εκατό
στην μοναξιά μου να φτιάχνω παραμύθια με κόσμο
να ρίχνω ψύχουλα μη χάσω το δρόμο.
Στην άστεγη μπαλάντα μας κανέναν δεν τρομάζει η φυγή
στα πέτρινά τους χρόνια εμείς μαζεύαμε βροχή
κανέναν πούστη ακόμα δεν κάναμε δώρο στο χώμα
γι’ αυτό με κυνηγάει ένα βρόμικο στόμα.
Σ’αυτήν εδώ την μπαλάντα οι ανάσες γίνονται ευχές
και μαχαιριές οι ματιές
κι αν δε σου μοιάζει χιπ χοπ σαν τα συνηθισμένα
δεν με νοιάζει εδώ η κιθάρα ρε βαράει για μένα.
Βαράει κι ο χρόνος παρέα, αλλα ποιός τον παίρνει σοβαρά
στο φευγιό μας δεν τον βάζουμε ποτέ σε σειρά
ένα μικρόφωνο φτάνει και μια κιθάρα περισσεύει
απόψε τα άλλα η ψυχή μας μάλλον τα αποφεύγει.
Κι εσύ μαλάκα που βιάστηκες να χαρείς
μου έδωσες τόσο κουράγιο απ’ το Low Bap να το βρείς
να ’σαι καλά κι έτσι να βιάζεσαι πάντα
κι εγώ θα σου στέλνω πάντα τα άσχημα μαντάτα.
Την προηγούμενη φορά είπαμε να μην νοιαστεί κανείς
αλλά νοιαστήκαν αρκετοί κόντρα της παρακμής
γι’ αυτό για πάρτη τους τα λέμε όλα απόψε
κι αν θες να αφήσεις κακό λιγάκι, κόψε.
Η άστεγη μπαλάντα μας φοβάται πια τους τοίχους
ξέφυγε απ’τους ήχους, φίλιωσε με τους στίχους
συνήθισε στο κρύο, βαρέθηκε τα αντίο
έκρυψε το ρεφρέν της και μοιράστηκε στα δύο.
Μας άφησε πολλά, ενώ είχε τάξει λίγα
μας έδειξε πατρίδα μα έκανα πως δεν είδα
έφυγε σαν γουλιά μα μου ’χει αφήσει τ’ άρωμά της
χάθηκε μακριά μα ακούω ακόμα την καρδιά της.
Εγώ της είχα πεί αν θέλει να μείνει στην ψυχή μου
για πάντα μα εκείνη γέλασε μαζί μου
μου ’πε ευχαριστώ κι ένα όχι ευγενικά
και πως ποτέ από φτωχούς δεν παίρνει δανεικά.
Τη μοναξιά σου τη θυμίζουν οι πολλοί
κι ότι είσαι μικρός, εκείνοι που δεν ξέρεις
τη τρέλα που πουλάς, σου τη γυρίζουν οι τρελοί
και ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρεις.
Όσα έχεις πει, πάνω σε μάτια θα τα δείς
κι όσα μασάς, κρυφά θα τα προφέρεις.
Ό,τι κι αν φτύσεις, μπροστά σου θα το βρείς
κι ό,τι έχεις κλέψει, κάποτε πίσω θα το φέρεις.
Ό,τι αγαπάς, θα σε κάνει να μισείς
κι ό,τι φοβάσαι, δειλά θα σε θεριεύει.
Ό,τι σκορπάς, θα μοιάζει απόσταγμα ζωής
κι ό,τι ζητάς , πρώτο θα σε κυριεύει.
Όταν μιλάς, δε θα σου δίνουν προσοχή
και θα νομίζεις ότι είν’ αργά για να τους πείσεις
κι όσο γερνάς, δε θα τους περισσεύει ευχή…
στ’ αρχίδια σου ρε, κοίτα απλά να ζήσεις.
Καληνύχτα, άλλη μια μέρα χαλάλι
πέφτει δίπλα στο γυρτό σου κεφάλι
τα μάτια σου βαριά περιμένουν τ’ όνειρο σου
τάχα μου, το δρόμο για το λυτρωμό σου
ξεφορτώσου ό,τι νομίζεις κακό,
όσο κοιμάσαι, η ρουτίνα παύει να’ ναι ριζικό
κι οι φόβοι σου εκεί δείχνουν μονιασμένοι
με τη λαχτάρα σου τη στοιχειωμένη.
Σφίξε καλά το φως, το φυλακτό σου,
είναι περίσσευμα απ’ το πιο καλό όνειρο σου
είναι το ξέπλυμα εκείνο απ’ τις τύψεις
είναι ό,τι έχασες κι ό,τι θα κρύψεις.
(Καληνύχτα μαλάκα) ενός φίλου η ατάκα
μιας και ξέμεινα απόψε, του την έκανα τράκα
(Η ζωή έχει πλάκα) έτσι είναι Σωκράτη
σε τρώει όλη τη μέρα, τη νύχτα θέλει κρεβάτι
Σε γεννάει, σε γερνάει, σου χαρίζει στιγμές
σε ξεχνάει, σε ξερνάει, σε γεμίζει ρωγμές
Γέλα ρε, δε βαριέσαι, όλα είναι συνήθειο
μη δακρύσεις, γιατί θα σε πάρουν για ηλίθιο
(Καληνύχτα μαλάκα) μονάχα να θυμάσαι
αύριο πρωί το ίδιο μαλάκας πως θα ’σαι.