iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer

Discography

Σάρμα

“Σάρμα” είναι μια λέξη με μεγάλο σημασιολογικό εύρος. Σημαίνει το απόρριμμα – αλλά σημαίνει και το “όμορφο”, ακόμα μπορεί να δηλώσει τη ρωγμή, τη σχισμή, ένα ρήγμα κάτω από την επιφάνεια, το οποίο έχει με μια τέτοια ρυθμική μορφή - που θυμίζει, κατά κάποιο τρόπο, μια μουσική παρτιτούρα... Ένας πολύ πιο εσωτερικός δίσκος αυτός – ο έκτος στην προσωπική δισκογραφία της frontwoman των Active Member – έχει κυρίαρχο στοιχείο τη μουσικότητα των εγχόρδων, των drums και της κιθάρας. Σχεδόν όλες οι μουσικές που συνοδεύουν τους στίχους της Sadahzinia είναι παιγμένες live και αυτό από μόνο του δίνει μια νέα δυναμική στο τραγούδι που υπηρετείται κάθε φορά. Ο δίσκος αποτελείται από 10 νέα κομμάτια. O πίνακας του εξωφύλλου είναι της Δόμνας Δέλλιου.

παραγωγή: B.D.Foxmoor/ στίχοι, παρουσίαση: Sadahzinia / κιθάρα, μπάσο: Jamoan/ βιολί: Δημήτρης Κουζής/ βιόλα: Γιώργος Γαϊτανος/ τσέλο: Έλσα Παπέλη/ τύμπανα: Κώστας Αναστασιάδης

Artist: 
Production Label: 
Media Type: 
Published Year: 
2010

Buy this Album

Price: 
8,00 €

Tracks

CD1

1 Intro
Lyrics
2 Δεν είμαι κανενός
Lyrics

Άρχισα μ' ένα απόκοσμο και σιγανό μουρμούρισμα
για να ταιριάξω τη φωτιά δίπλα στου χρόνου το φτερούγισμα,
πικρό νανούρισμα διπλωμένο σα βεντάλια
με λέξεις αφόρετες και στιγμές ρετάλια.
Χωρίς παρακάλια και ούτε τον φόβο για άγκυρα
ψάχνω ένα κύμα αφού στα ψέμματα παράγυρα
κι από τα αδιάβατα ένα καλωσόρισες,
εκεί που αφήνουν τη συγνώμη τους κι οι φόνισσες.
Κι αν απόρισες, φέρε στο νου μια γύρα
το παρελθόν μου έχω βάψει με πορφύρα.
Αν μοιάζει με αίμα, μισή ντροπή δική σου,
στα σκιερά δεν αντέχει ακόμα η μπόρεσή σου.
Κι εγώ η στιχομάνα ψάχνω στα ψιλά τα γράμματα
μέρες σπαρμένες μάγια, νύχτες χωρίς κλάμματα,
κουβέντες ακριβές και χρυσωμένες,
γκυκοταίριαστες με τις φαρμακωμένες.
Και στο λευτέρωμα μου πάνω το απρόσμενο
ψάχνω το πέρασμα με τ' όνειρο το επόμενο
να μ' απλώσει σα φως να μ' αλαφρώσει
τώρα που σ'εχω δίπλα μου στερνή μου γνώση.
Σύρε μαζί μου και στα όμορφα αφήσου
χρόνε αφέντη, εγώ δεν είμαι δουλευτής σου.
Είμαι σαν έρωτας κρυφός και ζηλευτός,
είμαι βροχή και δεν είμαι κανενός.

Είμαι τα πλούτη όλα που αρνιέται ένας φτωχός,
τα αταίριαστα όνειρα που μοιράζεται ο τρελός
είμαι σαν έρωτας κρυφός και ζηλευτός
είμαι βροχή και δεν είμαι κανενός.
Είμαι σαν φόβος στα γόνατα γυρτός,
φθηνοπλήρωτη κατάρα που αφηνεί ο εχθρός ,
μάγια σπαρμένα στη νύχτα σαν το φως
κι ευτυχώς – δεν είμαι κανενός.

Έκανα πρόβα τα ξόρκια μες στα σκοτάδια,
γέμισα φως στα νυσταγμένα μου βράδια.
Ύπνος και θάνατος, φόβος και ρώτημα
βουϊζουν στα μελίγγια μου μουρμουριστά και μόνιμα.
Τόλμημα η ανάσα μου στα όνειρα τα επόμενα
μια ψίχα λογικής στηλώνει τ' απρόσμενα
κι όλο το υπόλοιπο αέρας και ψιχάλα
με τα ηλιοφέγγαρα ξοπίσω μου φευγάλα.
Δε θα με πιάσουν κι η πείρα μου το ξέρει,
είμαι βροχή, σύννεφο, βουή και αγριοκαίρι.
Έτσι πετώ και τραγουδώ, στο χώμα πέφτω και χτυπώ
παρά τον πόνο μου ανασαίνω και γελώ.
Σε είχα πάρει απόμερα και στο 'χα πει και πάλι
δεν είμαι κανενός, μόνο μια ρίζα μου τρυπά το κεφάλι
δένει τα χέρια μου γερά πυσθάγκωνα,
μην αρπαχτώ απ' τα ψέμματα και της συγνώμης τ' άρωμα.
Βλέπω τριγύρω σκιές, είναι δικές μου και ξένες,
μπλέκουν στα πόδια μου διπλά μετανιωμένες.
Τις ξορκίζω, τις πατώ, στα περασμένα τις πετώ
με πορφύρα τις ξεπλένω, με νερό τις ξεδιψώ.
Όμως μ' αρπάνε απ' τον λαιμό και με κλειδώνουν στο χαμό
γίνομαι φόβος στο λεπτό, σαν κατάρα από εχθρό.
Τραβολογιέμαι εδώ κι εκεί μοιάζω μεγάλος, μικρός,
αλλά ευτυχώς δεν είμαι κανενός.

3 Κατά λάθος προσευχή (Σάρμα mix)
Lyrics

Χρωστούσα χρόνια αυτό το τραγούδι σε σένα
και είναι καιρός, πολύς καιρός που στο γράφω
σα φύλλα από βιολέτες τα λόγια μαδημένα
αλυσίδες που τις σέρνω στο χαρτί και τις ράβω
ανάβω κεριά να σου ζεστάνω της σιωπής τη δροσιά
που από παλιά σου έχει κλείσει το στόμα
κι ακόμα αφήνεις στο μέτωπό μου φιλιά
κι ας έχει κάνει στο μαντήλι σου φωλιά το μαύρο χρώμα.
Ζωή, φέρνεις ζωή, είσαι η φύση κι η γη
σ' έχουν για μούσα οι ποιητές κι οι θεοί
είσαι στο τέλος πάντα μαζί, είσαι η αρχή
κι από μέσα σου φωνάζουνε κόρες και γιοι.
Σ' έχω δει να ζητάς μια στιγμή σιγουριάς
έστω δυο πράγματα να έχεις να διαλέξεις
δεν έχεις τίποτα από αυτά για όσα πονάς κι αγαπάς
ούτε λυγίζεις, ούτε χάνεσαι, ούτε πέφτεις.
Τι έχεις και σε ποιο κόσμο γυρνάς
σε μια στιγμή γεννιέσαι, μεγαλώνεις, γερνάς.
Μόνο στην άκρη των ματιών σου το δάκρυ θα δω,
μοιάζουμε λίγο, μα σίγουρα δεν είσαι από δω.

Κάπου γεννιούνται κορίτσια και μεγαλώνουν νωρίς
κι αν δε το πω, κι αν δε το πεις δε θα το μάθει κανείς
Κάπου φιλιώνουν γιαγιάδες με τη δροσιά της σιωπής
τα είδαν όλα πια και τι να τους πεις.
Κάπου ζούνε μανάδες με ραμμένο το στομα
Θαμμένες-ζωντανές από χρόνια
και κάπου αλλού πεθαίνουν νεράιδες ακόμα…

Κάπου είδα γυναίκες με λυμμένα μαλλιά
να ψάχνουν τα παιδιά τους σε πλατείες
και να ρωτάν με τα μάτια χωρίς να βγάζουν μιλιά
ξόδεψε πάνω τους ο κόσμος αμαρτίες
Κάπου τις όμορφες τις κρύβουν με μαντήλες
να μη τους κλέψει μια ματιά ούτε ο ήλιος, το φως
και συ δεν άκουσες - δεν είδες
όλα μας τα παν και τα μάθαμε αλλιώς.
Κάπου τις είδα να περνάνε στη πρώτη γραμμή
μ'άσπρη ποδιά σαν αγγέλοι να γιάνουνε τη πληγή
είδα με πείσμα να ζητούν όσα η ζωή δεν έχει φέρει
με τα όνειρά τους να οδηγούν της ιστορίας το χέρι.
Μα ήτανε λίγες εκείνες και δε θα φτάσουν
να μαζέψουν τις μνήμες, να τις δικάσουν
είναι πιο λίγες κι οι λέξεις που έχω μαζέψει στο στόμα
κι από αγάπη τολμάω και γράφω ακόμα
Μάνα και κόρη και νεράιδα ξωτικιά
μαύρα μάτια, χέρια λευκά, ζεστή αγκαλιά
λες και σας έβρεξε ο ουρανός ολόδροση βροχή
πήγα τραγούδι να σας πω και βγήκε προσευχή.

4 Σάρμα
Lyrics

Για το τραγούδι αυτό έψαχνα ανοιχτόκαρδο θέμα
σαν φινετσάτο gourmet και ευκολοχώνευτο γεύμα
ή κάτι απλό γλυκό και αισιόδοξο
έξω απ' τον τρόπο μου τον μάλλον ανορθόδοξο.
Κι όσο τα μάτια είχα κλειστά κάπως τρωγότανε
Μα όταν τ' άνοιγα έφευγε και χανότανε.
Άβολη ιδέα να σκαρώνεις στο μυαλό σου
κάτι φτηνό, σιωπηλό και μακρινό σου.
Και να 'σαι σκαλωμένος με το άγχος μιας ατάκας
ίσα ίσα να ξεχνιέται λίγο ο βλάκας
και του μίζερου να τρέχουν τα σάλια
για να μπορούν και να το παίξουν τα κανάλια
Δεν υπακούω λοιπόν στο κάρμα μου
απ' τα σκουπίδια μου πλάθω το σάρμα μου
γιατί μας έφερε κοντά κάποιου το ψέμα
κι αν δεν σ' αρέσει να σ' το λέω έτσι είναι, τέρμα.

Έγινες το θέμα στο τραγούδι μου πόζαρε λίγο
κοτζαμ φάκελο μίζερε γείτονα σου ανοίγω
ξεκινάω με το σύντομο βιογραφικό σου
και μ' ένα όνειρο ξεχασμένο παιδικό σου.
Όσο πηγαίνεις να τα βρίσκεις κι όλα έτοιμα
ούτε μια λάθος βελονιά πάνω στο κέντημα
κι όσο ο φόβος θα σου φυλάει τα έρμα
να θυμάσαι ότι κοντά μας έφερε ένα ψέμα.

Εκείνο τ' όμορφο ψέμα – το αταίριαστο θαύμα
μου 'χει χαρίσει την αλήθεια κατά γράμμα
κι εγώ το αλλόκοτο σάρμα έτσι απλόχερα
τάζω στιγμές στης μνήμης τα απόνερα.
Μα μη με συνερίζεσαι θέμα δε βρήκα ακόμα
σαν καμβάς μοιάζω στερημένος από χρώμα.
Σα βρεγμένο στρώμα σε νυφικό κρεβάτι
σαν έρωτας βουβός πλάτη με πλάτη.
Τι να σου βρω να σου στριμώξω σε αράδες
κι ας μου θυμώσουνε απόψε οι ποιητάδες
απ' τα σκουπίδια ακόμα έχω τη μυρωδιά
κλείσε τα μάτια και φαντάσου με ροδιά
σε κήπο μ' αγιοκλήματα και γιασεμιά
αλλοιώς σα σκιά στην ερημιά.
Στρίμωξέ με στου μυαλού σου το ρέμα
να ξαναγίνω το παράξενο αυτό ψέμα.

Δεν υπακούω λοιπόν κι απόψε στο κάρμα μου
απ' τα σκουπίδια μου πλάθω το σάρμα μου
γιατί μας έφερε κοντά κάποιου το ψέμα
κι αν δεν σ' αρέσει να το λέω έτσι είναι, τέρμα.

Όσο πηγαίνεις να τα βρίσκεις κι όλα έτοιμα
ούτε μια λάθος βελονιά πάνω στο κέντημα
κι όσο ο φόβος θα σου φυλάει τα έρμα
να θυμάσαι ότι κοντά μας έφερε ένα ψέμα.

5 Με το ένα χέρι
Lyrics

Με το ένα χέρι

Φυσά το στόμα της οργής όλα τα λόγια που 'χες πει χτες
ξέψυχα πέσανε στο πάτωμα λεκές
πηχτός σαν αίμα, μουσκεύει και τρυπά το δέρμα
μ' ένα σου βλέμμα σημαδεύεις το τέρμα.
Σβήνεις τα φώτα κι αμπαροκλείνεσαι,
αναρριχιέσαι στο ταβάνι κι αφήνεσαι,
πνίγεται η ανάσα σου απ' το σάλιο σαν αράχνη γριά,
η σκέψη μπαίνει κατακέφαλα κι αδράχνει ξανά
κουβέντες ψίχουλα και ποίηματα κουρέλια
σε γαργαλάνε και σε πιάνουνε τα γέλια,
χάνεις ολότελα τα συννενοημένα
σεισμοί συθέμελοι σου γκρέμισαν τα φρένα.
Νιώθεις το τέλμα κι ο αδυσώπυτος μονόλογος
με τη φωνή σού ψιθυρίζει “Είσαι υπόλογος”
για όσα φορέσαν στην ψυχή σου τα κλεμμένα,
τα καλοταίριαξαν να γίνουμε όλοι ένα.
Γι' αυτό το ξέρασες χτες βράδυ ηθελημένα,
τα ξεφορτώθηκες σα λέπια μαραμένα
τα σωθικά και τα μυαλά σου αδειανά
κλείνεις την πόρτα και δεν είσαι πουθενά.

Στάσου στα πόδια σου, ίσιωσ' τα γόνατά σου,
τράβα πιο κει να δεις κάτι ακούω στην πόρτα.
Πήγαινε κι άνοιξε θα 'ναι η μοναξιά σου,
πάντα αχρείαστη γι' αυτό χτυπάει πρώτα.
Σήκω ν' ανοίξεις, βγάλτο κεφάλι να δεις
- κάτι είναι σίγουρα εκεί έξω σε φωνάζει,
Κάποιος φίλος σε γυρεύει στο κατώφλι να βγεις,
έχεις τα φώτα σβηστά γι' αυτό δειλιάζει.
Άνοιξε το παράθυρό να μπει το μεσημέρι,
μη χτίζεις το κελί σου και εγκλωβίζεσαι,
άμα φοβάσαι, χειροκροτάς με το ένα χέρι
και από λίγο στο σκοτάδι παραδίνεσαι.
Don’t close the windows
As long as the wind blows
Don’t lock your own cage
There’s got to be a change
Vague is to be one hand clapping in vain

Χειροκροτάς απ' το κλουβί με θόρυβο κι αντάρα,
τα δάχτυλα όλα σπάζεις για να φυτρώσει η λαχτάρα,
μετρώ τα βήματα σου πάνω κάτω πάνω
πατάς τα λόγια να κολλήσουν εκεί χάμω.
Χειροκροτάς, χτυπάς το χέρι στο ντουβάρι
που έχει παλιό απ' το μέτωπό σου απομεινάρι
και σε μια πρόκα πάνω πέφτεις που σε βάζει
ψηλά στον τοίχο με τον φόβο σου να στάζει.
Χειροκροτάς με το 'να χέρι – τι αστείο –
θαρρείς πως σκίζεται η σιωπή στα δύο
αφού θα μένεις στη φωλιά σου εκεί κλεισμένος
ερημοσπίτης στην οδύνη σου πνιγμένος.
Χειροκροτάς πιο δυνατά τον εαυτό σου πάλι,
ποντίκια τρέχουν μες στο ανήσυχο κεφάλι
με το 'να χέρι τα σκορπάς, τα φοβερίζεις
τρύπες στη μνήμη σου απ' την άλλη αντικρύζεις.
Άνοιξ' την πόρτα, άμα θες να τις γιατρέψεις
κάλλιο την μνήμη με αέρα να τη θρέψεις,
λένε - αν βγεις απ' το κλουβί σου θα καείς·
χειροκροτώντας τη σιωπή δε θα σωθείς.

6 Νιόβγαλτο ψέμα
Lyrics

Τη μοναξιά μού τη θυμίσαν οι πολλοί
κι ότι είμαι μικρός, εκείνοι που δε ξέρω.
Τη τρέλα μου τη σιγοντάραν οι τρελοί
κι ο χρόνος μια πίκρα για όσα δε καταφέρω.
Και τώρα σε ποιον να μιλήσω, σε ποιον να τα πω
Ποιος αντέχει να πεθάνει γι' αυτά που πιστεύει
Ποιος είδε τα χνάρια μου σ' αυτή την ατραπό
Ποιος είδε τ' όνειρό μας το παλιό να κυριεύει
Ποιος ήρθε να με δει στη φυλακή μου,
να με τραβήξει απ' τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα
Ποιος ήταν εκεί στη μια κι ανέγγιχτη στιγμή μου
Μεγάλο θέμα, μεγάλο θέμα...

Βαρυγκομιά μου, τράβα και χάσου μακριά μου·
κοσμογωνιά μου, τι μου απέμεινε και τι είναι νεκρό
Μικρή θωριά μου, έτρεχες πάντα και στεκόσουν μπροστά μου,
μου έκανες νόημα να 'ρθω στα σκοτεινά να σε βρω.
Κι ήμουνα εκεί κάθε στιγμή - μίλα κελί μου· με τη πνοή μου
στα ψηλά ντουβάρια μέρες σου χάραζα.
Η γη μου κι η θάλασσα γίναν φωνή μου,
σημάδια στα περάσματα ποτέ δεν άλλαζα.
Βλαστημούσα την ίδια στιγμή που αγαπούσα,
και γελούσα, χιλιοκάλεστη μούσα απ' όλα απούσα.
Περίμενα, σκεφτόμουν, δε μιλούσα,
μα σε μικρούς έταξες πανάκριβα λούσα
και μασήσαν, με τους πολλούς δυστηχήσαν·
είναι μ' αυτές τις δυνατές φωνές εκεί έξω,
που σιγήσαν απ' τη λάβα του φόβου λιγήσαν.
Μα εγώ μου έταξα πως θα 'μαι εδώ και θ' αντέξω.
Κάλλιο να μπλέξω, να χάσω όσα έχω,
απ' το κελί μου να ζηλεύω ελεύθερα πουλιά·
δε προβλέπεται, αδερφέ μου, εγώ ν' απέχω,
θα ξεδιψάσω μ' όποιον μείνει για τη στερνή γουλιά.
Μιλιά, δε θέλω μιλιά από κανέναν.
Μ' έχει κόψει η σιωπή απόψε στα δύο,
ένα κομμάτι μου πήγε κι εκείνο στα χαμένα,
κοιτούσα αλλού, ντρεπόμουνα να ακούσω αντίο.
Σε ποιον να μιλήσω που να πάω να τα πω
Σε ποιου ανέμου την άκρη να σκαρφαλώσω να φύγω
Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει ν' αγαπώ
Ό,τι αγκαλιάζω δυνατά, μου φαίνεται πως το πνίγω,
κι ανοίγω, κι ανοίγω χωρίς τη θέλησή μου.
Καταπίνω, αντί να φτύνω φαρμάκι και αίμα.
Να 'βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου,
να με τραβήξει απ'τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα.

Σε ποιον να μιλήσω, που να πάω να τα πω
Σε ποιου ανέμου την άκρη να σκαρφαλώσω, να φύγω
Τι υπάρχει να μισήσω και τι μένει ν' αγαπώ
Ό,τι αγκαλιάζω δυνατά, μου φαίνεται πως το πνίγω,
κι ανοίγω, κι ανοίγω χωρίς τη θέλησή μου.
Καταπίνω αντί να φτύνω φαρμάκι και αίμα.
Να βρισκα λίγο την πιο καθάρια στιγμή μου,
να με τραβήξει απ'τη σκιά και το νιόβγαλτο ψέμα.

Παραμυθία μου, ξέχνα και στάσου κοντά μου,
σ' άκουσα νύχτα να μετράς τα όνειρά σου πάλι
σ' ένα χαρτί να τ' ακουμπάς και να ρωτάς τα δικά μου
κι η πεθυμιά μου ριζαριό από πνιχτό παρακάλι.
Κι ήμουνα εκεί κάθε στιγμή, μίλα φωνή μου,
σε μια ρωγμή μου μέσα βρήκα δρόμο και χάραξα,
πληγή μου σε άντεξα, σε βάφτισα γη μου,
και ψέμα στα περάσματα ποτέ δεν άφησα.
Βλαστημούσα την ίδια στιγμή που αγαπούσα,
ξεδιψούσα με ποιήμα και το ποιήμα μου ζούσα.
Περίμενα, περίμενα, σιωπούσα
και την ανάσα μου στο στέρνο στριμωγμενη κρατούσα.
Κόμπο τα χέρια μου, κόμπο την γλώσσα,
τα πόδια μου έκοψα στη μέση και ματώσαν
ίσα να μείνω εδώ στα όμορφα στα όσα
μην τρέξω κι έρθω φάτσα μ' αυτά που βαλτώσαν.
Κάλλιο που έγινε έτσι κι έτσι πορεύτηκα
απ' το κελί μου το στενό βουτάω στο απλόχωρο,
με την αλήθεια χάθηκα και βρέθηκα
νιόβγαλτο ψέμα μου άδειο κι απρόσφορο
που σ' οδηγεί σε ένα όνειρο πιο ψεύτικο ακόμα
γουλιά – γουλιά φαρμάκι στης μοναξιάς τη δίψα
κι ανοίγεις – ανοίγεις μία πληγή για στόμα,
σβήσε τα χνάρια σου στο δρόμο τα περίσσια.

7 Τζόνυ ο Αλέ Ρετούρ
Lyrics

Αν η ζωή σου απ' την αρχή σ' έχει του πεταμού της,
πάρτα χαμπάρια σου νωρίς, απάνω της και βουρ.
Κι αν σ' οδηγήσει πονηρά στην άκρη του γκρεμού της,
φέρτα δυο βόλτες στο μυαλό, και να 'σαι αλέ-ρετούρ.

Στην Άνω Τούμπα το '50 στη σκάφη,
γέννησε η κόρη του Γιαννέα, τον πέμπτο γιο “Νισάφι!”
είπε του αντρός της “Μη μ' απαυτώσεις πάλι,
αμανάτι ένα μωρό που έχει μεγάλο κεφάλι”.
Σα τον παππού του γι' αυτό του βγήκε τ' όνομα
Γιαννέας, ο γιος της Δωροθέας, που απότομα
μια μέρα τον πήγε στον γνωστό τον “γιατρό” εκείνο,
“να τονε δώσουμε καλύτερα τον άντρα μου ψήνω.
Εσύ κανόνιστα λεφτά γιατρέ και μη σε νοιάζει,
σ' άλλη φαμίλια δε θα το τρώει το μαράζι.”
Κι έτσι στο πόδι φτιάξαν τα χαρτιά γι' Αμερική,
τον μπαρκάρανε με μια αλλαξιά τσουρούτικη κι αυτή.
Του κουνήσαν το μαντήλι απ' το γκουντμπάι
κι ο Γιαννέας πιτσιρίκος ούτε ήξερε που πάει,
ποιον θα βρει στη Νιά Υόρκη, ποιος θα τον υιοθετήσει,
έτσι που 'ταν κι η ζωή τον είχε φτύσει.

Ζεύγος Εβραίων τονε πήρε για αποκούμπι στα στερνά
αλλά ο Τζόνυ δίχως τρόπους κάνει τον παλλικαρά.
Κάτι χρόνια πιο μετά πάει στο Woodstock σα μπακούρι,
του κολλάει μια Τεξανή με LSD και καναβούρι.
Τον ποτίζει για καλά, μέχρι που οι θετοί γονείς του
απηυδύσαν, τον διώξαν με μπιλιέτο αορίστου.
Γυρνάει στην Τρούμπα – στο γνωστό το “Argentina”,
για “τ' αυτόφωρα” τον θέλαν, μα τον είχανε στην πείνα.
Πάνω που του αλλάζαν πόστο τα 'φτιαξε με τριαντάρα
κι είπε ν' ανοίξει σπίτι, μα τα έκανε μαντάρα.
Πιάνει εργάτης στα λιπάσματα για τα έξοδα γάμου,
αλλά αυτή στον μήνα πάνου του την έκανε του Γιάννου.
Παίρνει απόφαση, φεύγει γραμμή για Σαλονίκη,
να βρει τις ρίζες του και καμιά πλούσια νύφη,
το παίζει μπρούκλης και φαφλατάς Αμερικέν
μα οι δικοί του πουθενά - όλα του φταιν.
Έκανε χαμαλοδουλειές, μάζευε απ' τα δυο τα τρία,
να πάει Αμερική ξανά να λύσει μια απορία.
Μην είχε παιδί μ' αυτήν εκεί την Τεξανή
ή απ' το πολύ το LSD τα είχε όλα φανταστεί.
Πατάει πόδι στο Μανχάτταν, τον τσουβαλιάζουν δέκα,
τον στείλαν σούμπιτο στου Πειραιά την Μέκκα.
Έκανε “αμάν”, αλλά άνοιξε έναν καφενέ στο βουρ,
στου Αϊ Διονύση τους χαλβάδες και το είπε “Αλέ Ρετουρ”.
Και η ιστορία μας τελειώνει με μια σύνταξη του πεταμού
από το ΤΕΒΕ και να του τρώει τη μισή το ΔΝΤ.
Παίρνει τα χαμπάρια, φοράει δυναμίτη,
μα στη βουλή πηγαίνοντας του σκάει στην μύτη.

8 H Νεκρή Μάγισσα
Lyrics

Η Νεκρή Μάγισσα

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό σε μια παράξενη, αλλιώτικη χώρα,
μια μάγισσα φτιαγμένη από κοράκου φτερό
κι από τη λάσπη που άφησε πίσω μια μπόρα.
Πήρε ένα δρόμο, λοιπόν, κάποιο πρωί βροχερό
κι εκεί που πήγαινε, βρήκε ένα νιο μορφονιό με καμπόσο νιονιό
κι έτσι για να περνά την ώρα τού έκανε ξόρκι μαγικό
να λέει ό,τι έχει στην ψυχή δίχως ζόρι και στανιό.
Λίγο πιο 'κει και παρά πέρα βρήκε άλλο νιο (εξίσου μορφονιό)
που είχε τη μύτη του μικρή και μία χαίτη για μαλλί.
Πήρε απόφαση γι' αυτό να κάνει κι άλλο μαγικό:
να παίζει ο νέος μουσική και να 'χει κούτρα καραφλή.
Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσαν κι ύστερα ανταμωθήκαν
σ' ένα ξέφωτο γυμνό από δέντρα και νερό
δυο μαγεμένα σερνικά που από τα μάγια της δεθήκαν
και ως την αυγή την βγάλανε με της φωτιάς τραγούδι και χορό.

Και έγιναν όλα μουσική και κάθε εικόνα έγινε ρίμα,
ήταν η μάγισσα εκεί κι όλα ήταν πρίμα.
Και στης αρχής τη σιγαλιά τα ξόρκια δέσανε σαν ποίημα,
μας είχε η μάγισσα αγκαλιά κι ήτανε σύρμα.

Έτσι περνούσε ο καιρός, οι μέρες, τα λεπτά, τα χρόνια,
τα μάγια ρίζωσαν στο κορμί τους, μα κάτιτι πήγε στραβά.
Ο ένας μορφονιός πήρε κιλά παραπανίσια και του αρέσαν τα καψώνια
και του αλλουνού το μερτικό να πίνει και να χάνει τον χαβά.
Όλα καλά και μαγικά, τις παρενέργειες συνηθίσαν
με μια κιθάρα και κρασί, χαρτί λευκό και ό,τι να 'ναι
παίζαν τις νύχτες μουσική, κι ούτε τις μέρες σταματήσαν.
Νυσταγμένοι μια φορά κάναν μια στάση για να φάνε,
μα ήταν τα ξόρκια αυστηρά και τραγουδούσανε συγχρόνως.
Άκουσε η μάγισσα η τρελή κι ήρθε πετώντας με ένα παράξενο φλασκί
γεμάτο με ζουμί να πιούν κι όλα τα μάγια να λυθούν δεόντως.
Αλλά απ' το κέφι της αυτή το ήπιε όλο, και τώρα η μάγισσα είναι νεκρή.

Δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί, δε μας χωράει αυτή η χώρα.
Είναι η μάγισσα νεκρή, άρχισε η μπόρα.
Και μέχρι να 'ρθει το πρωί, τι κάνουμε αδερφέ μου τώρα,
που ΄ναι η μάγισσα νεκρή, βρήκε την ώρα...

Την άφησαν λοιπόν εκεί, μαρμαρωμένη και νεκρή
και φτιάξανε από κοινού ένα τραγούδι και γι' αυτή να την τιμήσουν.
Βάλαν τα ρούχα τους τα γκρι, ρίξανε δάκρυ πολύ,
ώσπου να καταλάβουν ότι τα μάγια σ' ένα άλλο κόσμο θα τους κλείσουν.
Ψάξαν παντού, κάθε εικόνα φτιάχναν ρίμα
και την αλήθεια μου να πω παιδευτήκαν για καιρό,
όμως τα μάγια δε λυθήκαν κι είναι κρίμα.
Αυτή η μάγισσα η νεκρή δεν είχε όσιο και ιερό.

Τώρα για χρόνια και καιρούς θα βολοδέρνουμε κι οι δύο
κι ο μαγεμένος μας ο νους θα ψάχνει αντίο.
Μα είναι τα ξόρκια δυνατά κι ας τρεμοσβήνει το κερί,
έχει τα μάτια ανοιχτά, μα είναι νεκρή.

9 Πυραντάμωμα
Lyrics

Πυραντάμωμα
Βρες μου μέρος να κρυφτώ
Ψέμα να τ' ονειρευτώ
Αγάπη να παγιδευτώ
Βρες μου ίσκιο να θαφτώ

Να μια νύχτα πάλι με την ίδια ζάλη
Σιωπηλοί εφιάλτες στα μουρμουριστά
εχθροί με το τσουβάλι, φλόγες στο κεφάλι
κι όλα τα δυσβάσταχτα φυλάς κλειστά

Αν φοβάσαι τις κραυγές
μείνε εκεί που 'σαι στα ήσυχα.
Αν σε σκιάζουν οι φωτιές,
τσάμπα όσα σκαρώσαμε δίστιχα.
Αν έχεις γνώση των καιρών,
σφίξε δυνατά το χέρι σου
σ' αυτή την ώρα των σκιών
ήρθα και πάλι στα μέρη σου.
Κι αν δειλιάσεις και σήμερα
και στη γη χαμηλώσεις το βλέμμα,
σφαχτάρια στέλνεις τα ήμερα
και ξανά γεννάς το ίδιο ψέμα.
Μ' αν σε σύρουν τα σώψυχα
ν' αγκαλιαστείς με τούτες τις φλόγες,
ξορκίζεις όλα τα κακότυχα
και τις κρυμμένες τις τύψεις σου όλες.
Κι αν πεθάνεις πάνω στο ξόδεμα
κοίτα, αδερφέ μου, που θα 'χω δίκιο
όσοι δεν έχουν αγάπης απόθεμα
έχουνε τέλος αντρίκιο.
Αν φοβάσαι τις κραυγές,
μείνε εκεί που 'σαι στα ήσυχα.
Αν σε σκιάζουν οι φωτιές,
τσάμπα όσα σκαρώσαμε δίστιχα.

10 H Φωνή (outro)
Lyrics

Γύρισα σπίτι μου κι ο ίσκιος μου παλεύει
να γίνει σώμα πάλι, αλλά την τρέλα μου νταντεύει
ο χρόνος, οι μέρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα,
τα ψιθυρίσματα, η λούφα, τα μονόλεκτα.
Ψάχνω ν' ακούσω τη φωνή μες στο κεφάλι,
μα από μια τρύπα μπήκαν, χώρεσαν και οι άλλοι·
στρογγυλοκάθησαν κι αρχίσαν να μιλάνε
όλοι μαζί· φτύνουν τα δάχτυλα απ' τα ψίχουλα να φάνε.
Δεν βρίσκω τίποτα άλλο εδώ κι απ' το λαιμό με πιάνει
θηλιά δεμένη από το φεγγαροδρεπάνι.
Κάνει τις νύχτες χίλιους γύρους και με σφίγγει,
με στρίβει κόμπο σα σεντόνι και με στύβει.
Στάζουν οι λέξεις μου μια μια και μπερδεμένες,
ακατάληπτες, αδέξιες κι ανακατεμένες
και στα κουτσά όταν φτιάξουν νόημα σε μια αράδα,
φεύγει η βροχή μου και ξεπέφτω στη λιακάδα.
Που είναι η φωνή εκείνη – πρέπει να μιλήσει –
όταν για μια στιγμή η βουή κι ο αντίλαλος αφήσει.
Όταν βρεθεί τι φταίει, αν φταίει κάτι,
πρέπει η φωνή μες στο τραγούδι να πνίξει το κεσάτι.
Σεισμοί κουνήσανε τα φρένα μου, το χάρτινο στέμμα μου
φτιάχνω καράβι, το αμολώ να βρει το τέρμα μου·
μακάρι αγύριστο να 'ναι και στα τυφλά να γυρνάνε
με ένα σάρμα δίχως χάρτη να πάνε...