iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer iTunes Google play spotify deezer

Discography

Πετρανάσα

Ο πέμπτος δίσκος από την Sadahzinia με 15 κομμάτια και καλαίσθητη χάρτινη θήκη με 16 κάρτες. Η Sadahzinia δίνει τον καλύτερο εαυτό της σε έναν δίσκο με πολλά συναισθήματα κόντρα, με πολλές μελωδίες και ατόφιο Hip Hop. Ο δίσκος έχει ηχογραφηθεί εν μέρει στην Ουαλία (κυκλοφορεί επίσης, 10ιντσο συλλεκτικό βινύλιο) - ακούστε εδώ ένα free audio sample από κάποια τραγούδια (επίσης, μπορέιτε να ακούσετε το audio sample που βρίσκεται κάτω από το 10ιντσο βινύλιο "Recordings from Twinpeaks").

Artist: 
Production Label: 
Media Type: 
Published Year: 
2006

Buy this Album

Price: 
8,00 €

Tracks

CD

1 Intro
Lyrics

Χίλια “καλώς σε βρήκα” φίλε, κι αυτή τη φορά,
τραγούδα και γέλα του νου σου σπορά.
Zωής ανάσα μυρίζει καπνό.
Λέξεις – αγρίμια κι ό,τι μπορούσα να βρω,

έφερα εδώ …

πότε νανούρισμα και μοιρολόι
ψυχή του ονείρου,
και πότε κύμα σε τρικυμία
σεισμός του απείρου,
πότε ισοβίτης στοχασμός
απ’ το σαράκι τρύπιος
και πότε ξαφνικός αέρας
της νύχτας ίσκιος
που με τρομάζει ίσα – ίσα
κι ύστερα γίνεται λύσσα,
που αστραποχύνεται,
πάνω σε βάσανα, πάνω σε πράγματα,
και σε παράλυτα θαύματα,
που είναι εκεί στης ρίζας το βάθεμα,
κι εγώ στο πέμπτο μάντεμα κιόλας,
κάτι θα βρω μαζί σου.

Πετρανάσα.

Κράμα ατόφιο και διάφανο.

Πετρανάσα.

2 Το σύνθημα
Lyrics

Άκου! Το σύνθημα – άκου – δόθηκε τώρα·
την πιο κατάλληλη στιγμή σωστή κι αβανταδόρα,

ποντάρισια καλή στη ζωή που έχει άλλο σύστημα
και τσαλακώνεται χάρη στο περιτύλιγμα
μπροστά στα μάτια μας· στα σκαλοπάτια μας
παρακαλάει γι’ άλλη μια βουτιά παρά τα χάλια μας.

Μια ευκαιρία ζητάει να την φοράει στα μαλλιά,

μυαλό ακάθαρτο και χέρια δεμένα με τριχιά.

Οχιά διμούτσουνη η θεωρία – άκου το σύνθημα!

Στην πράξη ξεσκεπάζεται η ουσία και το μήνυμα,
το κρυφομίλημα απ’ το όνειρο μας· σώπα!
Σώπα κι άκου, κι αν δε πιστεύεις ρώτα.
Ξεσπάν φωτιές σε χίλιες δυο γωνιές απλά κι απανωτά.
Η αξιοπρέπεια στο κόκκινο – αν έχεις ακουστά –
μπορεί στ’ αδύνατα, τα ονείρατα τ’ απειροαδικημένα,
να ξεμπροστιάζει λόγια παχιά και χιλιομπαλωμένα.

Άκου στο σύνθημα και μάθε – η αξιοπρέπεια στο κόκκινο· επιτέλους άκου!
Άκου το σύνθημα και μάθε – ψάξε, ταξίδεψε, ρώτα, τραγούδησε και άκου…
Άκου το σύνθημα και μάθε – χωράει όλη η γη στη χούφτα σου· κάνε αρχή και άκου.
Άκου το σύνθημα και μάθε – ξεσπάν φωτιές, κράτα γερά αδερφέ μου κι άκου…

Λοιπόν, άνθρωπε, καλέ μου άνθρωπε, άκου και μάθε

Ψάξε ταξιδεύοντας, ρωτώντας, τραγουδώντας πάθε.

Κάνε αρχή μετά το σύνθημα μονάχος κι ανεπίσημα

και ψηλαφώντας μπες στο παρασύνθημα.

Μας περιμένουν κι άλλοι, παραφουσκωμένοι ζάλη,

σ’ ονειροπλάνο μπασταρδεμένο μ’ ατσάλι.
Κόβουνε τα σκοινιά κι ας μπάζει η γαλέρα,

παραγεμώνουν τα πανιά μ’ αέρα και ξημερώνει η μέρα.
Fiera! ήρθες τη δεύτερη μέρα της ζωής – ζωής κραυγή·
μια δρασκελιά κι όλη η γη …

χωράει στη χούφτα σου, στριμώχνεται - θα σπάσει!
γι’ αυτό το σύνθημα άκου πριν για πάντα να σωπάσει.

3 Στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
Lyrics

Είχα ένα όνειρο να πάω κι εγώ όπως όλοι
στων ποιητών και των ρομαντικών την όμορφη πόλη·
στο ξακουστό Παρίσι το χιλιοτραγουδισμένο
που κάθε ερωτευμένος το ‘χει κρυφό απωθημένο.
Κάθε μεγαλωμένος με τα γαλλικά του και τα πιάνα,
ονειρεύεται μια βόλτα αγκαζέ στο Σηκουάνα.

Να, ρε μάνα, τα κατάφερε και η αφεντιά μου,
μόνο που είχα το μονόχνοτο τον άντρα μου κοντά μου.
Με κρεμασμένα μούτρα, γιατί έπρεπε κι αυτό να το ζήσει·

ίσως το πρώτο μου και τελευταίο ταγκό στο Παρίσι.

Απ’ την αρχή ήτανε κάπως, ήμουνα λίγο εκτός

για όσα θα ’βλεπα στην Πόλη του Φωτός.
Είδα χαρούμενους τουρίστες στα Ηλύσια πεδία
παντού σημαίες γαλλικές – τι κοροϊδία!
Είδα γνωστούς αριστερούς με κρασί και πατέ,
είδα να με κοιτάν δυο μάτια από μια μπούρκα στο σιτέ,
είδα έναν κλόουν σε τσίρκο που έμοιαζε του Σαρκοζί
και μια αφίσα του Λεπέν με χοιρινά μαζί,
είδα ένα stencil στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
«δημοκρατία μ’ εκπτώσεις ελάτε να ψωνίσετε όλοι».

Τώρα οι Άθλιοι στου Γιάννη Αγιάννη την πόλη
σε τσιμεντένια μπουντρούμια στριμωγμένοι είναι όλοι·
γομωμένο φυτίλι από στουπί σε μπουκάλι
γίνεται κάθε περήφανος που σηκώνει κεφάλι.
Μια ανάσα δρόμο από την Πόλη του Φωτός
μνήμες σέρνονται να θαφτούνε εκτός.
Πίσω απ’ την όμορφη παριζιάνικη εικόνα
είδα έναν σκοτεινό κι ατέλειωτο χειμώνα.

Κάτω απ’ του Άιφελ τον πύργο μίλησα αγγλικά για λίγο
και κάποιοι μου προτείνανε καλύτερα να φύγω.
Ποιος να μου το ’λεγε, πως απ’ την πρώτη κομμούνα
θα ξεπέφταν να φροντίζουν μια πατρίδα γουρούνα
Είδα την Εσμεράλντα σε σκαμπό ρουστίκ
τον Κουασιμόδο ντυμένο από λουσάτη μπουτίκ,
είδα κι ένα όνειρο λίγο πριν τα χαράματα:
την Τιτίκα και τον Μάριο στα οδοφράγματα …
Άκου πράγματα! τώρα εδώ γυρνάν το κεφάλι
σ’ όποιον ανάβει φυτίλι από στουπί σε μπουκάλι,
ζητωκραυγάζουνε Γάλλοι με Αλγερινού το γκολ
υπό το βλέμμα στο κάδρο του εθνάρχη Ντε Γκωλ.
Είδα που πίναν οι διάσημοι ζωγράφοι τον καφέ τους,
είδα που κάνανε οι βασιλιάδες το μπιντέ τους,
μα πίσω από την ανοιξιάτικη παριζιάνικη εικόνα
είδα έναν σκοτεινό κι ατέλειωτο χειμώνα.

4 Φτάνει η σιωπή
Lyrics

Μπάσο ο βοριάς φάλτσο ο νοτιάς φυσάει·
πως να σταθούν σε μια μεριά μονάχα οι λέξεις
Κι όλα της γης τ’ αρίζωτα, τα διάφανα ονείρατα σκορπάει,
πως θες να τα βροχομαγέψεις
Πώς, με συννεφένιους ουρανούς και με κεφάτες μπόρες,
μαργαριτάρια στάλαμα και ένα κάρο μάλαμα
θες να κερδίσεις μήνες, μέρες κι ώρες,
και μια στιγμή το χάραμα με ό,τι αγαπάς αντάλλαγμα
Πώς περιμένεις να χωρά ο ήλιος το φεγγάρι,
κι όλα τ’ αστέρια τάματα σα φυλαχτά στον ώμο
Πως να ’ταν τρόπος τα όμορφα να γίνουν κεχριμπάρι,
να τελειώναν τ’ άσχημα σ’ ένα τσιγάρο δρόμο
Φτάνει η σιωπή που όλα τα αλλάζει, φτάνεις κι εσύ
που στέκεσαι ήσυχα εκεί και δίχως καλοπιάσματα,
που μου ’λεγες αν νοιώθεις μόνο, δε φτάνει - χαρά μισή -
φτάνει να ξέρεις, όμως, και είναι σα χίλια θαύματα.

Φτάνει η σιωπή να μου απαντά,
όταν τριγύρω τα πάντα φωνάζουν,
σα τον ήλιο που τη βροχή συναντά,
και σιωπηλά τις ώρες μοιράζουν.
Φτάνει η σιωπή, για όσο θα στέκεσαι εκεί,
φτάνει αυτή και τίποτα άλλο.
Γίνεται λέξεις, στο στόμα φιλί,
κι είναι παρέα καλή σε ταξίδι μεγάλο.

Φτάνει η σιωπή που μου απαντά
πως στην αγάπη δεν καλοχωρά χαρά ούτε λύπη,
κι όσα κι αν τάξεις ψέματα με ουρά, όλη τη γη με τα βουνά,
της Κυριακής είναι χαρά και της Δευτέρας λύπη,
αλλάζει αβέρτα σα Μάρτη μήνα ψεύτη
που μία κλαίει και μια γελάει,
μονολογεί μπροστά σ’ έναν γεμάτο δακτυλιές καθρέφτη -
μια ρυτίδα που δεν ήταν χτες εκεί απαντάει:
πως άλλα λέγονται κι άλλα ακούν τ’ αυτιά σου,
πως άλλα αγγίζει η αγκαλιά κι άλλα θωρεί το μάτι,
γεύση στο στόμα αλλιώτικη, ψέμα και η μυρωδιά σου,
οι πέντε αισθήσεις σου ’στησαν θέατρο στην πλάτη…
Γι’ αυτό σου λέω απλά πως δεν θα το ‘ξερα,
πως θα ’ταν δυνατόν να ήσουν άλλος κι όχι εσύ,
αν θα ’τανε καλύτερα ή χειρότερα.
Φτάνει μονάχα η σιωπή – κι εσύ που στέκεσαι εκεί.

5 Blasphemy Lude 1
Lyrics
6 Σάββατο και Κυριακή
Lyrics

Δευτέρα – τσαγκαροδευτέρα
Τρίτη - μου το βγάλαν απ’ τη μύτη
Τετάρτη - τ’ αφεντικό μ’ έχει στο μάτι
Πέμπτη και Παρασκευή - θα μου καεί η συσκευή
όμως τώρα δώσε …

Σάββατο και Κυριακή, στη χώρα του μαλάκα γουστάρουμε όλοι.
Σάββατο και Κυριακή γεμίζουν οι κερκίδες γιορτή και σκόλη.
Σάββατο και Κυριακή, τα trendy μας τα νιάτα τα μαστουρωμένα. Σάββατο και Κυριακή, αγωνίζονται για του ραγιά τα κεκτημένα.

Viva – Revolution!

Είναι η μέρα που κουρεύουμε λιγάκι το γκαζόν
και στη διαπασών γυρνάνε οι κάγκουρες στους δρόμους

ν’ αντισταθούν στους άδικους τους νόμους.

Ήρθε η μέρα που ξεσκάμε με το αζημίωτο,

φροντίζουμε το νόημα να μείνει αναλλοίωτο.

Σε πολύχρωμα χωριά με σινεμάδες,

προβληματίζονται ζευγάρια, πιτσιρίκια και μανάδες,

για το μέλλον κι έχουν μότο “όταν ξεδίνεις,

κάνε κατάληψη σε λούνα παρκ αδρεναλίνης,

κάντο με μέθοδο κι αργά, μη το πας φιρί φιρί,

- σαν κουραστείς πιες κι ένα ούζο στου Ψυρρή”.

Ή κάνε αντίσταση μεσ’ τα λαδάδικα,

“stop the war” απ’ τα χοροπηδάδικα.

Αδέρφια μας, εργάτες ενωθείτε!

μεσ’ τα σκυλάδικα καλά ταμπουρωθείτε

κι ίσως κάποια Κυριακή συννεφιασμένη

να ψηφίσουμε αλλαγή όλοι οι αδικημένοι,

να φωνάξουμε “Mπάτσοι, γουρούνια, έξω από τη Μύκονο”

- Σκάστο ρε συ, τώρα έχει ημίχρονο.

Σαββατοκύριακο στη χώρα που εξάγει μπάζα.

Πολιτισμός - tabula rasa.

Χωρίς προσχήματα στου Παλαμά τη γενέτειρα

ναυτάκια από το Ρούσβελτ πηδούν κρυφά στη Κέρκυρα,
και χουλιγκάνια πωρωμένα, προεδροταϊσμένα,

μετά απ’ τα ντου κλαίνε μπαταρισμένα.

Δουλοπάροικοι άντε ξετινάξτε τις κάρτες σας,

τα κρίματά μας πάρτε όλοι στις πλάτες σας.

Αγιάστε μας με λιβάνια σα σκηνώματα,

μήπως σώσετε τα αμαρτωλά μας σώματα,
σα κι εκείνους που πεθάνανε γι’ αυτή τη χώρα τη ρημάδα,

για ν’ αρμέγουν τα παιδιά σας την Κλάρα τη γελάδα,

Ή να λιώνουν στα internet café.

Τι ωραία που στολίζουνε το κυριακάτικο μπουφέ!

Κόλακες διπλοτάκουνοι απ’ τις φιδοφωλιές

σου πουλάν μ’ άτοκες δόσεις αγκαλιές.

Κι εσύ άλλο που δε θες τα πας αμάσητα,

και από τις ονειρώξεις σου μαζεύεις τα παράσιτα,

φαντασιώνεσαι την δημοκρατία νοσοκόμα

που το θερμόμετρο σου βάζει γλυκά στο στόμα.

Μικρέ μου γείτονα, καλοζωισμένε,

η Δευτέρα είναι ο εφιάλτης σου καημένε,

γι’ αυτό απόψε οι δευτεράτζες σου λένε τις ειδήσεις,

να μοιάζει happy end κι όμορφα να ξυπνήσεις.

7 Η νύχτα που τρελάθηκαν οι γλάστρες
Lyrics

Σ’ ένα διάλειμμα σύντομο κάποιο ανήσυχο βράδυ

είπα να φάω μια μπουκιά, αφού μου ‘χε βγει το λάδι

κι απ’ την τηλεόραση έκλεβα καμιά ματιά

όπως οι πρωτόγονοι είχαν για παρέα τη φωτιά

κι έπεσα πάνω σ’ ένα talent show

με την άνεση και την ξενοιασιά του αθώου.

Είδα μια γλάστρα που αφού τραγούδησε,

έβγαζε λόγο στους κριτές για τα όνειρα που πούλησε

και κλαίγοντας μοιράστηκε μαζί τους ένα μυστικό

πως νοιώθει πόρνη σε δίκτυο πανεθνικό.

Έτρεξε μπροστά στο κοινό να τη βλέπουν όλοι

κι έβγαλε απ’ τη φούστα της ένα μικρό πιστόλι.

Στο κεφάλι το κόλλησε κι άλλαξε φάτσα,

έριξε μια και το σκατό πήγε στην κάλτσα.

Στην ίδια πίστα που γεννηθήκαν «άστρα»

το ’πε και το ’κάνε η άμοιρη γλάστρα.

Και κάπου εδώ θα ’πρεπε να σας πω ότι λυπήθηκα

κι απ’ την τρομάρα μου όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα,

μήπως κι απαλύνω το πόνο απ’ τις ψυχές σας

- μα μικροί μου μου μουέδες τη σκοτώσαν τα SMS σας.

Και να ’ταν μόνο τούτο το κακό…

μια αυτόχειρας λολίτα σ’ ευρυγώνιο φακό.

Υπήρχε και συνέχεια και που να πάει η μπουκιά μου κάτω,

σούργελα και μαϊντανοί μου γέμισαν το πιάτο.

Ζυγώνουν και μεσάνυχτα κι η ώρα μας βολεύει

κι όποιος νύχτα κάνει ζάπινγκ είναι που δεν τη παλεύει…

Γι’ αυτό μέχρι να χωνέψετε τ’ ορεκτικό,

θα κάνουμε ένα break υποχρεωτικό.

Συνέχεια επί της οθόνης μας λοιπόν,

με γρήγορες εναλλαγές των σκηνικών:

Φοιτητής σκότωσε με σκάγια για αρκούδες

όλο το πάνελ σε talk show που ’χει φόντο μαϊμούδες.

Πιο κάτω μια ηλικιωμένη χοντρή κυρία

δίπλα σε κάτι στριπτητζούδες έκανε φασαρία.

Πέταξε μια χειροβομβίδα, σα τις ταινίες

- αυτά παθαίνει όποιος έχει αϋπνίες.

Μετά έπεσα σε κάτι χορούς και κλαρίνα

και ξάφνου δίπλα σε μία κυρία Σεμίνα:

Αλλοδαπή χορεύτρια, ξανθιά χρυσένδετη

ξυραφιάζει μαϊντανούς και σελέμπριτυ!
Αλλάζω πάλι, μα δε τελειώνουν οι εκπλήξεις.

Βλέπω έναν τύπο ξινό που ’χε βρει τις αποδείξεις

κι ένας από το κοινό που ’χε περάσει οντισιόν

τους ψέκαζε όλους με όξινη λοσιόν!

Πιο κάτω σ’ άλλο των media ιερατείο

τους κόβουν στον αέρα για ένα έκτακτο δελτίο

για τα περασμένα φονικά σε βίντεο παρέλαση.

Ω, my A.G.B., βαράμε τηλεθέαση!
Τέλος! Θα φέρω κάτι να τη σπάσω.

Πέντε λεπτά είπα να ξαποστάσω

και βρέθηκα στα ξεφτιλοκατεχόμενα

σε αίματος λουτρά με κορμιά μαινόμενα.
Κι έγινα ο ήρωας των ξεχασμένων ρόλων,

ο βασιλεύς των ουραγών, ο πνίχτης όλων

των κακών, γλυκές μου τηλεανάφτρες,

ζήσαμε τη νύχτα που τρελάθηκαν οι γλάστρες.

8 Blasphemy Lude 2
Lyrics
9 Πρωινό στη Βαγδάτη
Lyrics

O ήλιος ψήλωσε πάλι με τεμπελιά και ραχάτι,
μα πιο νωρίς ξυπνάει πάντα για πρωινό στη Βαγδάτη
η Γκουλσομά, δεκάξι στα δεκαεφτά παιδί,
γυναίκα κι αδερφή, κορίτσι, μ’ ένα μαγικό ραβδί
που βρίσκει τρόπο κάθε πρωί ξυπνά γελώντας,
κάνει ντους σ’ ένα λουτρό με αίμα τραγουδώντας.
Τρώει νιφάδες δημητριακών κρυμμένη στη σκάλα
και θραύσματα από βόμβα βουτηγμένα στο γάλα.
Σε γκρίζο σπίτι χτισμένο με τσιμεντόλιθους
και δέκα τρύπες απ’ της ηθικής – Αμερικής – ογκόλιθους
που ’πέσαν στη σκεπή και ’ριξαν φως,
κι έτσι την Γκουλσομά προσέχει τώρα πιο καλά ο θεός,
γιατί τη βλέπει και μετρά κάθε πρωί τις προσευχές της,
όπως σήμερα που έκανε δυο με τον καφέ της,
και μια βλαστήμησε φορά, όπως σ’ τα λέω και στα γράφω,
κι ύστερα έφυγε να πάει στης αδερφής της τον τάφο.

Πάει και τη βλέπει το πρωί κάθε μέρα σχεδόν,
γυρνώντας παίρνει εφημερίδα Ιρακινή σε ευρωπαϊκή βερσιόν,
έπειτα κρύβεται ξανά κάτω απ’ τη σκάλα,
και διαβάζει για τα πλάνα της Ε.Ο.Κ τα μεγάλα,

για τις τοξίνες στο γάλα, τον καιρό στο Λονδίνο,

για της ειρήνης τις κουβέντες στο Δουβλίνο,

για ενός πρωθυπουργού το ροζ παρελθόν,
για τον γαλάζιο πρίγκιπα Τσαρλς και της Καμίλας το κραγιόν,
για την πολιτική και τι θα φορεθεί το καλοκαίρι,

συνταγή – γαλλική – “τι να φάει το μεσημέρι”.
Αλλά δε διάβασε γιατί η “Αλεπού της ερήμου”
σκοτώνει πια εν λευκώ με σφραγίδα επισήμου.
Κι ούτε κατάλαβε γιατί κανείς στη γερασμένη Ευρώπη,
δε γράφει λέξη για της αδερφής της τη νιότη.
Όσο κι αν διάβασε, δε βρήκε πουθενά κάτι,
για όσα συμβαίνουν αλήθεια τα πρωινά στη Βαγδάτη.

Η Γκουλσομά έχει αυτιά φτιαγμένα ειδικά
να πιάνει ήχους στον αέρα και εγκαίρως να ξυπνά,
να αποφεύγει δεξόζερβα τις σφαίρες,
για πρωινή γυμναστική όλες τις μέρες.
Είναι πολύ προσεκτική σε κάθε βήμα,
μην πάει για ψώνια και τη βρει στο κεφάλι κάνα βλήμα.
Έχουν γεράσει σε μια νύχτα τα χέρια της,
πάνε δυο χρόνια τώρα που δε βλέπει τον πατέρα της.
Θα ‘θελε να ‘τανε μαζί του στα βουνά κρυμμένη,
κι όχι στη σκάλα με το μπολ του πρωινού να περιμένει.
Θα ‘θελε έστω μια φορά να πάει στην Ευρώπη,
να δει και μόνη της πως ζούνε οι ευγενείς ανθρώποι,
Θα ‘θελε τ’ αύριο να μη μυρίζει ξινισμένο γάλα,
να μη πέφτουνε βόμβες σα της βροχής την ψιχάλα.
Μα πιο πολύ, αύριο θέλει της καρδιάς της οι χτύποι
να ’ναι ακόμα εκεί, κι ό,τι άλλο λείπει ας λείπει.

10 Όμορφα
Lyrics

Τι όμορφα λες τι όμορφα κάνεις τι όμορφα πας να με ξεκάνεις,

πιάνεις τα πόστα όλα κι όμορφα σκάβεις

το λάκκο μου και για κοστούμι μέτρα πάρε μου,

ράφτο μου στενό και τα μανίκια χιαστί στην πλάτη πιάστε μου,

σαν τον τρελό της γειτονιάς να μοιάζω,

αλλά από μέσα μου να τα μαζεύω όλα και να βράζω

για ώρα, και όσα όμορφα μου έταζες για δώρα

κουλουβάχατα τα σπρώχνω με φόρα στο γκρεμό.

Ενώ εγώ θα πάω απ’ τ’ απέναντι το ρέμα

που είναι πιο όμορφα και το ‘χει ο ήλιος γέρμα,

το ‘χουνε τα πουλιά φωλιά και τα λουλούδια ρίζα

και τα κουρέλια που ραπάρουνε ακόμα το ’χουν βίζα,

και μπαινοβγαίνουνε στα μέρη που δε σου μοιάζουν όμορφα,

αλλά βαριά, ιδιόμορφα,

μα εμείς τα ξέρουμε τα ζούμε,

κι απ’ όσα όμορφα λες, τίποτα δεν ακούμε.

Τι όμορφα κλείνεις το στόμα σου κι όλο μιζεριάζεις.
Αλήθεια, τι όμορφες αρλούμπες μου αραδιάζεις
και μοιάζεις μ’ ανεμοδούρα, αφού δε ξες τι θες.
Τι όμορφα που μιξογελάς και χασκοκλαίς
και πεταρίζεις στα κρυφά εδώ κι εκεί σα μέλισσα
στα πεταχτά σαν κουτσομπόλα γειτόνισσα χασομέρισσα,
γλωσσού – ή όμορφο λουλουδικό χωρίς το μίσχο
κι όνειρο που απόμεινε σαν πρόκα σ’ άδειο τοίχο.
Βήχω και ξεροβήχω, σου χαλώ τον ύπνο,
και θαρρείς πως απλά σου ’κατσε βαρύ το δείπνο.
Μα όταν κάποτε ξυπνάς, σκορπάς εσύ κι άλλοι στα πάντα
σαν τα ποντίκια που τα τρόμαξε η γάτα.
Παρακάλα, όμως, καημένε να πάθουν κάτι οι μούσες
οι δικές σου, οι φλύαρες και χαμηλοβλεπούσες
κι ύστερα τρέχα μακριά κι από τα δήθεν όμορφά σου
που μες στη σούρα και τη νύστα σου βρεθήκανε μπροστά σου.
Ό,τι διαλέξεις να ζεις, κράτα το έστω πιστά.
Στάσου μακριά από μένα και προσεκτικά,
γιατί εμείς ό – μορ – φα
θα την περνάμε εδώ που αράξαμε και θα γερνάμε όμορφα.

Όμορφα, εμείς περάσαμε.

Όμορφα, εδώ που αράξαμε.

Όμορφα, και θα γεράσουμε.

Όμορφα, εμείς περάσαμε κι αράξαμε
και θα γερνάμε όμορφα

11 Πετρανάσα
Lyrics

Πετρανάσα μέσα από ρίζες και βάσανα

πρωτοταξίδεψες και ’γω μαζί σου ανάσανα

στίχους και ήχους ποτάμια και γητέματα,

κι άρχισες να μου τραγουδάς, αλλά στα ψέματα,

όπως αρέσει σε παιδιά να λένε τις αλήθειες τους,

μου έφτιαξες κόμπους μυστικά και μου ‘πες λύσε τους,

με μια ανάσα ή και πιο γρήγορα είπες,
πριν την αυγή ρώτα τη γη έτσι στ’ αυτί μου είπες.

Γιατί όταν τα χώματα μουγκρίζουν τα νερά σωπαίνουνε,

σε φοβερίζουν το ίδιο, σε τραβούν σε σέρνουνε,

στα τρίσβαθα υπόγεια, στις χρονορωγμές

που ανοίγουνε σε χίλια ανθρώπινα χρόνια λίγες δικές σου στιγμές, Πετρανάσα, σώμα αόρατο,

απάνω το ένα στ’ άλλο σωρό βουβό κι αμπόρετο

θαύμα, σεισμός με πάταγο,

και στεναγμού χάδι πανάλαφρο κι αβάσταγο.

Πετρανάσα – απ’ τις ρωγμές και τα βάσανα,

έφερες μνήμες κι εγώ μαζί σου ανάσανα,

έγινες ρίμες, ευχές κι ανάθεμα,

στου ουρανού και της γης το πάντρεμα.

Πετρανάσα, κράμα ατόφιο και διάφανο,

ανάσα μ’ άρωμα πεύκο και λάβδανο,

θαμμένο βάλσαμο σε σπρώχνουν φλόγες κλέφτρες

να βγεις στο φως να ξεκουνάς τις πέτρες
απ’ τα θεμέλια να ξυπνάς με χωματένια γέλια,

των δέντρων τις σκιές στου ποταμού τα ρέλια,

τα νερά που σέρνονται σα φίδια,

τα βράχια που αρπαχτήκανε απ’ του γκρεμού τα φρύδια·
κάθε τόσο από ψηλά τους ξεγλιστράν χαλίκια
που αναστατώνουν πέφτοντας και του βυθού τα φύκια.
Και του ανέμου ο γιος ο ζέφυρος, σου δόθηκε καπάρο,
κάθε φορά που ακούγεσαι να τρίζει η γη σαν κάρο.
Πετρανάσα, ξάγρυπνη ανάσα και θυμητικό μου

μετράς χτυπήματα, στοιχειώνεις το ρυθμό μου,
ψιθυρίζεις μυστικά, στίχους και ανάθεμα,

ξαναχώνεσαι στης ρίζας το βάθεμα.

Χίλια ανθρώπινα χρόνια ή δέκα αιώνες κουρέλια.

Ήλιος σ’ απάτητα χιόνια και στοιχειωμένα θεμέλια.

Άκου τα γέλια τα πνιχτά, τα χωματένια,

ψάχνουν εσένα σε κράματα μαλαματένια

Κι εσύ σωριάζεις του φόβου μας τ’ αφόρετα,

καλοταιριάζεις τα κουρασμένα με τ’ αμπόρετα

Πετρανάσα, σώμα αόρατο,

μυστικό μέσα μου εξόριστο.

12 Κάτι να σου πω
Lyrics

Ο κόσμος γλίστρησε απάνω μου απόψε και χάθηκε,

βαρύς, ασήκωτος, στενόχωρος κι αστείος.

Κάτι σα γέλιο μου φύγε και στο λαιμό μου στάθηκε

σα ξένο ψέμα που μπερδεύτηκε τελείως

μες στη φωνή μου κι η στιγμή μου ξεκούρδιστη

με τυραννάει και με κοιτά κατάματα

που την αφήνω για να σου γράψω ατραγούδιστη,

αλλά όμως σήμερα θα γράψω χίλια γράμματα.

Θέλω να γράψω κάτι άλλο απόψε,

το πιο θλιμμένο τραγούδι χαρισμένο σε σένα.

Τι κι αν θέλει να φύγει ο χρόνος, κόψε το χρόνο κόψε·

έχω μια λύπη δεμένη με μένα.

Μια λύπη που έρχεται σα σύννεφο κι αράζει ξαφνικά
σαν υφαντό από σκόνη να μου θυμίζει τάχα

τα θολωμένα που ’χω ακόμα στη ψυχή μου μερικά.

Δεν έχω άλλο να σου πω παρά μονάχα…
Τι χαρά που παίρνω,
όταν ακούω ένα τραγούδι δικό σου,

όταν ζω μέσα στ’ όνειρό σου κι όταν με κοιτάς.
Τι χαρά που παίρνω κι όταν γελάς.

Όταν γελάς σ’ ακούω, μα η χαρά μου

γίνεται λύπη κι αργοχάνεται σαν μια του ήλιου αχτίδα

που παίζει στο νερό και ξάφνου από μπροστά μου,

σβήνει το λιόγερμα στον ουρανό κουκίδα.

Όλα κουβάρι τυλιγμένα και κόμποι

κι ένα δάκρυ που δε θέλει να βγει.

Βγαίνει βλαστήμια κι αναρωτιούνται οι ανθρώποι,

τι αλήθεια θέλει η καρδιά μου να πει…

Τι χαρά που παίρνω,
βαριά και γέρνω στη γη ν’ ακουμπήσω·
και την πικραίνω ξανά, αν αφήσω να μη με κοιτάς.

Τι χαρά που παίρνω, όταν δε ξεχνάς.

Ούτε ξεχνάω, μα δε θυμάμαι κιόλας

της πεθυμιάς τη ρίζα πάνω στην ασκήμια
που φύτρωσε καταμεσής της άδειας μου κόλλας,
μου πρωτομίλησες και με είπες, Ζinia.
Κι όλα τα λόγια σου από τότε κάθε βράδυ
τα σημαδεύω ένα ένα μη χαθούν,
τα στεριώνω στα τυφλά μες στο σκοτάδι,
μη μου τα πάρει η λύπη μου κι οι κόμποι λυθούν.
Τι χαρά που παίρνω,
όταν ακούω ένα τραγούδι δικό σου,

γίνομαι αχτίδα κι εγώ απ’ το φως σου και με σκορπάς.
Τι χαρά που παίρνω, όταν απλά μ’ αγαπάς.

13 Δε μένει εδώ κανείς πια
Lyrics

Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται,

όμως κάθε στάλα της βροχής του θυμάται και λυπάται,

αν το ταξίδι παει χαμένο και στεγνώσει το χώμα,

κάπου μια αλήθεια άδικα ίσως να πεθαίνει ακόμα.

(Tι μου θυμίζει άραγε) Πόσα από αυτά σέρνει το βιος μου

Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα καρπώθηκε ο εχθρός μου

Πόσα βρώμικα φαντάστηκε η ντροπή κι έσυρε γύρω μου

Πόσα λύγισαν και ’μειναν πίσω μου

Πόσα χρωστάνε οι ανύπαρκτοι στο όνειρό μου, πόσα

έχει να φτύσει η μισοκομμένη και φαρμακωμένη γλώσσα

Τόσα ώστε ν’ αδειάσει και να σιγοσβήσει

και ήσυχους στα όμορφα να μας αφήσει.

Έβαλα δρόμο μπροστά και μπούσουλα μου χάρτη πειρατικό,

αντίγραφο - χωρίς του θησαυρού σταυρό -

και ψάχνω έτσι συχνά στο απλό και στο αυτονόητο,

κι ας μοιάζει δύσκολο κι ακατανόητο.

Χωρίς να θέλω η σκέψη, κι όχι μονάχα η σκέψη,

αλλά κι η πιο μεγάλη ελπίδα, η θέλησή μου κι η βλέψη,

αν μείνει μέσα μου καιρό, μοιάζει μεθύσι που πείθει

για αληθινό· γίνεται μέσα μου κρυφό παραμύθι,

γραμμένο τ’ απομεσήμερο χειμώνα στα λυχνανάμματα,

με μαύρα κι άραχνα κουτσά κολυβογράμματα,

γι’ αυτό και μένει εκτός, ειν’ το αποσπόρι του απέιρου

μα είναι δικό μου δεμένο με σερπαντίνες ονείρου,

που μου καρφώθηκε ξέμπαρκο στη ψυχή και στα χέρια.

Το πήρα στο κατόπι, όχι από απλή περιέργεια,

μα απ’ τη φωτιά που είχε αγκαλιά να μου καίει τα μάτια,

κι απ’ όσα κόλλησε γύρω μου σκορπισμένα κομμάτια,
στου καθαρού ουρανού τα παλάτια αστραπές δε φοβάται,

και του κάκου ιδρώνει κάποιος αν ακόμα θυμάται.

Μα αν δε θυμάται πόσα από το βιος μου είχα αφήσει,

δε μένει εδώ πια κανείς – φίλος ή εχθρός να μέ εξηγήσει.

Πόσα ξέχασε ο φίλος πόσα ο εχθρός μου

πόσα λυγίσαν και μείνανε πίσω μου

Έβαλα μπούσουλα και δρόμο μπροστά, τ’ όνειρό μου.

Ψάχνω τ’ απλό, τ’ αυτονόητο, τ΄αληθινό μου.

Χωρίς να θέλω μέσα μου σκέψεις σωρό,

μένουν εκεί, μεστώνουν με τον καιρό.

Φίλος ή εχθρός αν είναι, κάτι θα ζητήσει,

δε μένει εδώ κανείς πια, να μέ εξηγήσει.

14 Blasphemy Lude 3
Lyrics
15 Stop the music
Lyrics