- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Αυτές οι μέρες οι παράξενες είναι, σου λέω, οι πιο θαυμάσιες μέρες
Δεν παίζει ρόλο αν το διάλεξες, είναι του χρόνου και της ζωής μας οι βέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες που τρομάζουν και σατανάδες και αγγέλους
γι' αυτό σου λέω είναι θαυμάσιες, είναι μια ωραία ψευδαίσθηση του τέλους.
Είναι το άγχος μας και τ' όνειρο μας, είναι κι η ανάγκη μας για σωτηρία.
είναι γιορτή, είναι εξουσία κι η προσδοκία για μεγάλη τιμωρία
είναι το μάταιο και η ευκαιρία, ένα κεράκι της μετάνοιας ακόμα
είναι χαρά και φασαρία, είναι το πιο όμορφο στα μάτια μας χρώμα
είναι το χρήμα , το τσάμπα κρίμα, είν' το ρουσφέτι στους θεούς γι' αθανασία
είναι μαγκιά, είναι κλανιά, είναι τέχνη, είναι και ευαισθησία
είναι ηδονή, είναι παγίδα σε μιας πουτάνας απάνω το στρώμα
είναι ένας έρωτας χιλιετηρίδα που μιλάει μονάχα με το σώμα
είναι και φόβος, είναι και αίμα, είναι μια σφαίρα που στο σύμπαν γυρνάει
είναι αλήθεια, είναι και ψέμα, είν' το μηδέν που ποτέ δε γερνάει.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, είναι θαυμάσιες μέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, ρε, σου λεω, είναι θαυμάσιες μέρες.
Να σου λοιπόν σ' αυτές τις μέρες τις παράξενες
μ' άλλον αέρα απ' αυτόν που πριν ανάσαινες
πιο καθαρό, πιο φρέσκο, με μια ωραία μυρωδιά
καλή τύχη και με 'γεια σου η καινούρια σοδειά.
Άφησες πίσω και τα λόγια σου τα ζαλισμένα
τώρα δείχνουν όλα όμορφα και νοικοκυρεμένα
έφυγε το άγχος και καταλάγιασε η οργή
μοιάζετε τώρα όλοι σπουδαίοι ταχυδακτυλουργοί.
Το ίδιο μενού, μπα! Εγώ το βλέπω χλωμό
τώρα έμαθες το θήραμα δε τρώγεται ωμό
θέλει καλή γαρνιτούρα, θέλει και μπόλικη σάλτσα
θέλει ποδάρια λαγού και του διαβόλου την κάλτσα.
Θέλει η πένα χαρτί και η μάπα θέλει γυαλί
για την αλήθεια και το ψέμα είναι φθηνό το μαλλί
κι αφού κινείσαι στην πιάτσα, τα μυστικά τα γνωρίζεις
χωρίς να πάρεις δανεικά, λόγια πίσω γυρίζεις.
Μα δε βαριέσαι αφού ζούμε κάτω από την ίδια σκέπη,
συνέχισε να ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει
εγώ θα κρύβομαι μες στις θαυμάσιες μέρες
κι εκεί δε θα με βρεις ούτε με σφαίρες.
Δε θα με βρεις ποτέ και γουστάρω,
γιατί με ψάχνεις κι εσύ εκεί που πρέπει. Δε θα μ' αγγίξεις πριν να σου πάρω
όσα για σένα η ψυχή μου επιτρέπει. Δε θα με μάθεις ποτέ, δε θ' αφήσω
θα ζω ένα ψέμα και μια αλήθεια περίσσια.
Δε θα νικήσεις κι αν δε νικήσω
το παιχνίδι αυτό θα λήξει στα ίσια.
Και μη φοβάσαι αν η ζωή σου μοιάζει άδικη
εδώ και χρόνια είμαστε όλοι συγκατάδικοι
σ' ένα ασπρογάλαζο που δε τα βρίσκει με το γκρίζο
κι αφού δε με ορίζω μη χαλιέσαι αν σε βρίζω. Έτσι κι αλλιώς φοράς τα σάβανα από γεννησιμιού σου
κληρονομιά ίσως τ' αφήσεις και του γιου σου
παρέα με λίγα φράγκα και αρκετούς γνωστούς
κι ότι είχες γράψει τόσα χρόνια για μας τους θνητούς.
ι' αυτό σου λέω, τι είναι ρε Γιατί φωνάζεις
Γιατί ψάχνεις ένα ζόρικο τέλος
Εδώ είμαι εγώ και εσύ αλλού κοιτάζεις
όπως πάντα σε λάθος μέρος. ι' αυτό είμαι σίγουρος, δε θα μ' αγγίξεις πριν σου πάρω
όλα εκείνα που η ψυχή μου ζητάει για να νετάρω
οι άλλοι φαίνεται σε πήρανε πολύ στα σοβαρά
σε βρίζαν και σου δίνανε μεγάλη χαρά.
Εγώ για πάρτη σου δεν ήρθα για καλό, μα τι να κάνω
παίξε τώρα, σειρά σου εγώ ξέρω να χάνω
αν έχεις τ' από κάτω σου ακόμα ρίσκαρέ το
στη χειρότερη να φύγουμε κι οι δυο μας πακέτο.
Σ' έχω δει στα πιο παράξενα και όμορφα μέρη
όπου κρατούσα μικρόφωνο βρισκόσουν εκεί
με ένα τσιγάρο ή μ' ένα ποτήρι στο χέρι
κάπου στο βάθος μακριά από τη σκηνή
σ' είδα χειμώνα σ' ένα χώρο ζεστό μικρό
και καλοκαίρι σε φευγάτο νησί
σ' είδα σε γήπεδο σε κάποιο μακρινό χωριό
και στην Αθήνα σε μεγάλο μαγαζί.
Σ' είδα κι αλλού με κόσμο πολύ στριμωγμένο
και σε μέρος που ήμασταν εμείς κι εμείς
σ' είδα να γελάς και άλλοτε θυμωμένο
και γούσταρα λόγω τιμής
σ' έχω ακούσει δυνατά να τραγουδάς και να φωνάζεις
να τα κάνεις τριγύρω σου κομμάτια
σ' έχω πιάσει για ώρα προσεκτικά να κοιτάζεις
τα 'χουμε πει τόσες φορές με τα μάτια.
Σ' είδα να μου χτυπάς την πλάτη και να φεύγεις
να δακρύζεις και το κεφάλι να σκύβεις
σ' έψαχνα κάπου στο φως, αλλά κι εσύ τ' αποφεύγεις
στην αρχή μου φαινόταν πως κι εσύ κάτι κρύβεις
με την πάρτη σου που λες είχαν πολλοί τρελαθεί
σ' είχαν περάσει για χαμένο ή ασφαλίτη
τώρα ξέρω το Low Bap όπου βρεθεί
έχει ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Ρε, δε με νοιάζει από που 'ρθες σου λέω
κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί
στον ουρανό ν' ανέβω και να τα λέω
πάω στοίχημα πως θα 'σαι και εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ' έστειλε, τι θες
ούτε αν είσαι από άλλο πλανήτη,
εδώ χρωστάμε λύπες και χαρές
σ' ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Δε σ' έχω πιάσει πάνω απ' άλλους να θέλεις ν' ακουστείς,
όμως μαντεύω πως καλά με τα λόγια θα τα πας
δεν αγριεύεις χωρίς λόγο κι αν πιαστείς
τότε κουλάρεις ξανά και στο τοίχο ακουμπάς
υποψιάζομαι περίπου ποιο τραγούδι γουστάρεις
και νιώθω πως ακούς πάντα τ' "Ονειρολόγιο",
ωραία, ακόμα ένας τρελός ταξιδιάρης
που είν' η ζωή του ένα Low Bap δρομολόγιο.
Υπάρχουν φίλοι που δεν έχουν δώσει δραχμή,
ενώ εσύ πληρώνεις μάλλον εισιτήριο
υπάρχουνε κι αυτοί που δεν είχανε τιμή,
ποιο θα τους διάλεγες, για πες μου, εσύ μαρτύριο
υπάρχουν κι άλλοι όχι και τόσο κουρασμένοι
θυμίζουν μαθητές μέσα στην τάξη
μπροστά που κάθονται οι καλά οι διαβασμένοι
και πίσω αυτοί που είναι αλλού μα και οι εντάξει
Μου 'παν στα δύσκολα πως ρώταγες για μένα
τότε γέλασα πολύ κι η ψυχή μου το χάρηκε
τους είπα να σε βρουν, όμως τα ίχνη σβησμένα
κάποιος τους είπε πως ο αλήτης χάθηκε
εγώ όμως ξέρω την επόμενη φορά
όταν θα ψάξω από πάνω απ' τη σκηνή
σε μια γωνιά, στη τελευταία τη σειρά
πάω στοίχημα ξανά πως θα 'σαι εκεί.
Κάνε τον κόπο επιτέλους να σκεφτείς πριν βγάλεις άχνα
βάλε το μικρό μυαλό σου τη ντροπή να πάρει σβάρνα
και πες μου χωρίς να μου χρεώσεις την αλήθεια σαν χατίρι
γιατί το παίζεις ζωντανός σ' ένα κόσμο κοιμητήρι.
Γιατί τ' όνειρο με ιδρώτα κάνεις τράμπα
και πληρώνεις ακριβά ότι οι άλλοι παίρνουν τζάμπα
τη μοναξιά σου γιατί βγάζεις στο σφυρί
κι απαντάς για ότι γουστάρεις μ' ένα ηλίθιο "μπορεί".
Πες μου γιατί βολεύτηκες σε μια όψη φουκαρά
και ικετεύεις να σε λυπηθεί η φθορά
και τα πολλά κρυφά σου πάθη φοβάσαι μη τα μάθει
η τέλεια αγάπη ακάλεστη όταν θα 'αρθεί.
Γιατί μετάνιωσες για τις κρυφές ευχές σου
και πήρες σοβαρά τις ενοχές σου
Γιατί δεν άντεχες καθόλου τις μικρές τις στιγμές
και χαράζεις στην παλάμη σου μεγάλες γραμμές
Δε θα χορτάσεις ποτέ από της μύγας το ξύγκι
δε θα φωνάξεις ποτέ όσο η θηλιά σου θα σφίγγει
θ' αγκαλιαστείς παντοτινά με μια ζωή αυταπάτη
γι' αυτό ρε πες μου, αφού σε ρώτησα κάτι.
Πες μου γιατί φοβάσαι το χώμα, αφού εκεί κάτω θα γύρεις
Πες μου γιατί γεννιέσαι ακόμα, αφού είσαι απλά μουσαφίρης
Πες μου γιατί είναι άδεια η αγκαλιά σου, ήταν ο όρκος φτηνός
Πες μου γιατί παγώνει η καρδιά σου, αφού σε γεμίζουνε με φως
Βάλε το χέρι αν αντέχεις στη καρδιά
κι αν δε θυμάσαι είναι κάπου στη ζερβή μας μεριά
και πες μου γιατί σε σκιάζει το τέρμα
η ζωή είναι μπρος φευγιό και πίσω γέρμα.
Κι αν καείς στη φωτιά κουβαλάς με καμάρι
όσα δε φύγουν αγκαλιά με το σάπιο μας κουφάρι
τα όνειρά σου κοίτα να 'χουν πάντα απαρτία
κι η πεθυμιά σου δασκαλεμένη αμαρτία.
Ήταν και θα 'ναι σου λέω κακά τα ψέματα
δε θα γλιτώσεις με συγνώμες, χαρές και κανακέματα
μια θέση έχεις και 'συ στο συρφετό
κι αλλάζεις χέρια σα χαρτονόμισμα πλαστό.
Και πες μου (γιατί φωνάζατε όλοι
θα πάνε τσάμπα οι ρόλοι)
εκεί που γίνεται η ζωή διπλό μαρτύριο
ένα έργο φτηνό με ακριβό εισιτήριο.
Παρηγοριά σου, αυτό που υπάρχει κοντά σου
κι ακόμα σέρνεται πίσω απ' τα βήματα σου
και χαρά σου που χαλάω τις στιγμές μου
για να σε μάθω καλά γι' αυτό, ρε, πες μου.
Φαγώθηκε η σκέψη το μυαλό μου να λυγίσει
αχούρι χρόνων βάλθηκε τώρα να συγυρίσει
πολλά ήτανε για πέταμα κι άλλα τα 'χα ξεχάσει
κι άλλα πάνω στη φούρια μου μπροστά είχα αραδιάσει
Ταξίδι πολυτάραχο σε μέρος κακορίζικο
δε πρόλαβα να νιώσω κάτι αφύσικο
και σκόνταψα ξανά πάνω στα χούγια σου
ζαβό απάντημα το ζήταγε η καρδούλα σου
Ξερακιανές εποχές μ' άδεια χέρια επισκέψεις
όμως για ζήτημα τιμής βρίσκομαι εδώ να το πιστέψεις
"τιμή" κάτσε καλά! Άγνωστη λέξη ξενική
από μια δρόμικη γλώσσα που ξεχάσαν μερικοί - μερικοί
εγώ ήρθα όμως για ένα παλιό μου καπρίτσιο
να 'δω που βρίσκεσαι, που είσαι το 'χω βίτσιο
Μήπως κρύβεσαι στου δάσκαλου τη βέργα
Μήπως βλογάς με πετραχήλια, ημέρες και έργα
Ή μήπως ψάχνεις πάλι ταίρι για τις χειροπέδες
ένα χέρι ξεπλυμένο από παλιούς λεκέδες
Μήπως πίσω από τα γράμματα είσαι τα κεφαλαία
χειροκροτάς, παίζεις κι ανοίγεις την αυλαία
Μήπως είσαι ο περίφημος αγώνας με ζιβάγκο
ή προλετάριος με πολιτικό λουμπάγκο
Είσαι τα "μάλιστα" , τα "Υes", και τα "όλα εντάξει"
(σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει).
Που είσαι τώρα που σε ζητάνε οι καιροί
για το ζήλο και τη περίσσια σου γνώση
που είσαι τώρα που η εποχή συγχωρεί
και η περηφάνια παντού έχει ενδώσει
Που είσαι τώρα Σ' αυτές τις μέρες χρωστάς
κοίτα να βρεις κάτι απ' όσα έχεις τάξει
(και τώρα που 'σαι) από τα σίγουρα κοιτάς
(σε ποια γωνιά του ουρανού έχεις αράξει) ,
Έβαλα παραμάσχαλα αναμνήσεις και κιτάπια
άλλα τα πήρα γούσταρα και τσάμπα πήρα κάποια
άλλα με σπρώξανε ψηλά κι άλλα στη μιζέρια
παρέα με τα όμορφα έπαθα και χουνέρια
Γι' αυτό ρωτάω να σε βρω στο πουθενά τριγύρω
χαμένο κέρδος μπορεί να 'σαι σε μεγάλο τζίρο
Μπορεί να 'σαι μια φούσκα κι ακριβή μετοχή
ή μιας πουτάνας η κρυφή χτεσινή ενοχή
Μπορεί να 'σαι μια μυτιά δίπλα σε πλούσιο ρουθούνι
ή γκόμενα στην πασαρέλα με ψηλό τακούνι
Μπορεί να 'σαι το εθνόσημο ενός καραβανά
μπορεί και να 'σαι αντάρτης που πήρε τα βουνά
ή ένας γελοίος κόλακας σε βασιλιά επίγειο
που τη γυρτή καμπούρα του νομίζει καταφύγιο
Που να 'σαι αυτές τις μέρες τις παρεξηγημένες
που οι κατάρες μοιάζουνε διαβολοσκορπισμένες
Μήπως σε φυλάνε απρόθυμοι και ξέστρατοι αγγέλοι
και σου βγάζουν το καλό με το τσιγκέλι
Πότε δε πήρες το ρόλο που σου είχανε τάξει
(Σε ποια γωνία του ουρανού έχεις αράξει)
Θα 'πρεπε ν' αρχίσω με μια επίκληση στη μούσα μου
που σκίζεται για πάρτη μου κι ανέχεται τα γούστα μου
Μα δεν αξίζει το κόπο άσ' την εκεί που θρονιάστηκε,
περνάει καλά και ξεχάστηκε
Έτσι κι αλλιώς θα πάρω σβάρνα κάτι κι επιμένω
να 'μαι μόνος μου κόντρα στο πεπρωμένο
για να το δω να τραβάει τα μαλλιοκέφαλά του.
Που είμαι δίπλα του ενώ τρωει τα λυσσακά του.
Κάνω αρχή με διαπλοκή και μπόλικο συμφέρον
για να 'μαι επίκαιρος λιγάκι και στο άμεσο μέλλον
με βιβλία, μουσική, τύπο και πολιτισμό
με φιλανθρωπίες, έργα και εξευρωπαϊσμό
με επιχειρήσεις, κανάλια, σταθμούς και μετοχές
κοίτα ρε γρήγορα που αλλάζουν οι εποχές!
Κι εσύ, μεγάλε, μπορείς να καμαρώνεις
πήρες τα πάνω σου για τα καλά παντού σαρώνεις
αγοράζεις, δε σου φτάνει πουλάς, δε σου φτάνει
έχεις, νικάς, γκρεμίζεις δε σου φτάνει
Σου είπε αυτή η χώρα "ήμαρτον αφέντη"
και τότε άρχισε για όλους μας το γλέντι.
Δε σου φτάνει, ρε, η εξουσία που έχεις, ούτε το χώμα αυτό που πατάς
Δε σου φτάνει, ρε, κι αν αγοράσεις το χρόνο και σταματήσεις να γερνάς
Δε σου φτάνει ρε όλος ο πλούτος της γης κι ούτε το σύμπαν για πλάκα
Δε σου φτάνει ρε Όμως εγώ έχω κάτι που δε πουλιέται μαλάκα
Θα 'πρεπε να σου φτάνει που καταμεσής του ονείρου
ασχολείται με 'σένα ένας ποιητής εκ του προχείρου
καθώς σε συνοδεύουν βαρυσήμαντες δηλώσεις
σε φουαγιέ, μέγαρα και δεξιώσεις
Αφού για σένα μιλάνε στης γης τα πέρατα
για σένα γίνονται σημεία και τέρατα
Δε σου φτάνει μια καρέκλα ούτε καν ο καναπές
δε σου φτάνει από τον Όλυμπο να ρίχνεις αστραπές
είσαι η πλάτη τρανών και συνάμα ηλιθίων
είσαι ένα απόστημα παλιό γεμάτο πύων
Είσαι ο άρχοντας σε τούτη τη φραγκόπολη
είσαι το ζάρι το τριμμένο στη μονόπολη
Έχεις το ύφος παρθένας και ταπεινή είσαι σαν αγία
λουγκράτη συμφωνία για μοντέρνα σφαγεία
μπροστά απ' την "κόψη του σπαθιού την τρομερή"
στέκεσαι σα κόρη ψηλή και λυγερή
είσαι τρακτέρ σε κουρασμένο χωράφι
που όπου σκάψεις σπέρνει και θερίζει το σινάφι
Θέλεις να γίνεις του μυαλού μας χωνευτήρι
βολέψου απλά μ' ένα αϊ σιχτήρι.
Μη με παρεξηγήσεις που άργησα κάτι τρεχάματα είχα
το ριζικό μου βλέπεις ν' αποφύγω παρά τρίχα
ήθελα λίγο, τόσο λίγο, πάλι, μα απ' το ξερό μου
να ξεφύγω δε μπορώ, δεν ειν' το τυχερό μου
Τώρα που αλλάζουν οι εποχές χωρίς βροχές,
μοιάζουν να λάμπουν οι ανοχές και να ξεφτίζουν οι αντοχές
Απ' ότι λένε οι ειδικοί απ' τα εργαστήρια-γραφεία
ούτε κι ο χρόνος δε γλιτώνει απ' τα ψηφία
Μπορεί γι' αυτό να 'χω πεισμώσει και να κοιτάω κατάματα
απ' τα μεσάνυχτα ως τ' άγρια χαράματα
κάθε δικό μου, κάθε τρελό μου, κάθε όνειρο μου
κι ας μου το δείχνουν οι αριθμοί πως τον καιρό μου
τον χάνω τζάμπα αντί να τον κρατάω καβάτζα
και τότε πάντα κάτι ξεμένει στη μπάντα
Γιατί μυαλό μου μουλιάζεις, γιατί ψυχή μου αποκοιμιέσαι
Γυρεύεις συντροφιά, χαρά βρώμικη να ξεχνιέσαι
κι έτσι γελιέσαι μες στων πολλών το συναπάντημα
στους καλοκουρδισμένους δίνεις πάτημα
να βάλουν χέρι στα σκουριασμένα σου γρανάζια
αφού τσεκάρουν τα μπαγκάζια και μετά σου χώσουν γκάζια.
Μα δε λογάριασα καλά κι άφησα πίσω τόσα λόγια
τώρα που αλλάζουνε δειλά όλου του κόσμου τα ρολόγια
Μα δε λογάριασα καλά ούτε το ύψος τ' ουρανού
πήγα και πέταξα ψηλά, χωρίς τις πλάτες του Θεού
Από παλιά όλοι μας τρέχουμε τον ήλιο να προφτάσουμε
μαρκάρουμε τον ουρανό να μη τα χάσουμε
βαφτίζουμε ώρες και λεπτά κάθε στιγμή που περνάει
λες κι η ζωή όλους το ίδιο μας γερνάει
Γυαλισμένα θέλουμε τα πολυκαιρισμένα,
με μαστοριά έχουμε καλά φυλακισμένα
όσα κυλάνε σαν την άμμο σε κλεψύδρα ραγισμένη,
αφού τα χέρια που τη σκάλισαν την έχουν ξεχασμένη
και κάθε κόκκος μας θυμίζει τη φορά
που διαβήκαμε τον δρόμο μ' οδηγό τη συμφορά
κόντρα στη σιγουριά και στη βιασύνη
αυτές σου δείχνουν καλοσύνη, μη γυρνάς εμπιστοσύνη
Κι αν σηκώνω κεφάλι κι αν πουλάω και μούρη
γελιέμαι στην αρχή πως έπιασα κελεπούρι
μα δε λογάριασα καλά πάλι κι άφησα λόγια
και καταριέται η ψυχή μου όλου του κόσμου τα ρολόγια
να παγώσουνε για λίγο. αλλά πού!
Είναι φτιαγμένα από θνητούς που 'χαν τις πλάτες του Θεού
Γι' αυτό και γω για να συνέλθει της τα χώνω καλά
πάντα στις ώρες τις μικρές έχω να πω πολλά.
Κάπου εδώ τα πρώτα λόγια μας χάθηκαν στον αέρα,
και σιγοντάρουν την ψυχή μας ακόμα
κι η μεγάλη μας αγάπη πήρε όρκους εδώ πέρα
του φεγγαριού χαζεύοντας το ψεύτικο γιόμα
Κάπου εδώ είχαμε θάψει ένα μεγάλο θησαυρό
και για σημάδι είχαμε βάλει εμάς τους ίδιους
όμως δε σκέφτηκα ποτέ να πάω να ψάξω να τον βρω
γιατί νόμιζα ότι είχα βρει, από τότε χίλιους
Κάπου εδώ είχαμε μαζέψει όλοι τα όνειρα μας
και τα κλείσαμε μέσα σε μια άσπρη μπάλα
τη κλωτσήσαμε να φύγει λίγο από κοντά μας
κι αυτή χάθηκε για πάντα η κουφάλα
Κάπου εδώ όλοι γνωριστήκαμε και σμίξαμε απ' το ξύλο
και χωρίσαμε μετά από ανία
Κάπου εδώ χάσαμε άδικα όλοι από ένα φίλο
τότε που ήτανε ο θάνατος μανία
Κάπου εδώ που οι έρωτες χέρια αλλάζαν
κι άνοιγε η γη απ' τη ντροπή για να μας καταπιεί
τότε δίναμε κουράγιο σ' εκείνους που τρομάζαν
όμως η τύχη εμάς μας άφησε ταπί
Κάπου εδω που συναντιούνται οι συγνώμες κι η αγάπη ντρέπεται τόσο
Κάπου εδω θα δω τι μου 'χει απομείνει δε ξέρω αν έχω να πληρώσω
Κάπου εδω πήρα χαμπάρι επιτέλους ότι η ζωή δεν είναι τόσο φτηνή
Κάπου εδω τη μαλακία που με δέρνει θα τη καθίσω στο σκαμνί
Κάπου εδώ πήρα κι έχασα τα πάντα
κι όσα φοβόμουν ν' αποκτήσω τα μοιράστηκα
εδώ ανοίχτηκα και άκουσα ένα δυνατό αγάντα
από το χτες κι εδώ ρε φίλε τα χρειάστηκα
κάπου εδώ τα πρώτα σκάρωσα και είπα στιχάκια
και δε πίστευα όσα φύλαγε μετά το ριζικό μου
Εγώ δεν άντεχα τα όμορφα τραγουδάκια
κι είπα να βρω το λαβωμένο ξωτικό μου
Μάλλον εδώ κάποτε θα σε ανταμώσω
κι ίσως να πιούμε από το ίδιο το ποτήρι
κι αν δε φτάσουν όσα θα 'χω εδώ για να πληρώσω
θα τη βγάλουμε κι οι δυο μας ξεροσφύρι
Συνηθισμένα τα βουνά μπορεί και χωρίς χιόνια
εκτός αν έμαθε η ψυχούλα μας το κρίμα
κι αν χρωστάμε πουθενά τίποτα χρόνια
ας ξεχρεώσουμε μ' αυτό που μοιάζει ποίημα
Κι αν κάπου εδώ πληρώνονται όλα έτσι όντως
εγώ θ' αφήσω ένα υπόλοιπο να υπάρχει
μπορεί κανείς απ' τα παλιά παρεμπιπτόντως
να διαλέξει το ίδιο τέλος εδώ να 'χει.
Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή
για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή
και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου
που έτσι κι αλλιώς σε συνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό
σ' ένα αιώνια ποτισμένο απ' το κρασί καπηλειό,
μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου
που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ' όνειρό μου.
Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου
που 'ναι σα να συνέβη χθες και ορκίσου
αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς
πουθενά να μη τη πεις.
Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου
άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις
συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου,
μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες
κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις,
όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ' τις σκιές
σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.
Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά
με φέραν πίσω δυνατές φωνές
και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά
έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές.
Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα
πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς
από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα
αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς.
Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα
και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά
ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα
σ' αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά.
ι' αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές
σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω
μια προσευχή σ' ένα περβόλι με ελιές
δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω.
Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα
κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής
Είναι που μ' έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα
άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομα μου
πες αναβάλλεται η γιορτή
πάω να ξαπλώσω στα καρφιά μου.
Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
πες ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά
Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω
πρέπει να σπούδασες τη τέχνη του μυαλού
ή σαν κι μένα όταν με πιάνει και σαλτάρω
και πίνω εδώ, με πιάνει αλλού.
Γι' αυτό και εγώ ήρθα εδώ και σε διάλεξα πιωμένο
για να μπορέσεις την αλήθεια να τους πεις
κάτω από το φως το μέτωπο έχεις ιδρωμένο,
μα το προσέχεις καθαρό, δε θα ντραπείς.
Οι άλλοι παίξανε μαζί μου στους αιώνες
αυτοκράτορα με χρίσανε, με κάναν στρατηγό,
τα απλά μου λόγια τα σκορπίσαν σαν κανόνες
και δεν ήξερα τίποτα εγώ.
Που με βρήκες εδώ κάτω τι με θες
Το μυαλό μου δε σαλεύει από κούνια
σα να γεννήθηκα μου φαίνεται χτες
ενώ έξω υπάρχουν έξυπνοι μιλιούνια.
Αυτούς τους είδα, τους άκουσα, τους νιώθει το πετσί μου
προτιμώ τα καρφιά που με κρατάνε στο σταυρό
αυτοί πουλήσαν ακριβά τη γέννησή μου,
αυτοί φυλάνε το σκοτάδι θησαυρό.
Πες στους εχθρούς μου ότι είχαν λόγο καλό
και θα τους σέβομαι γιατί πιο τίμια σταθήκαν
όταν με σκοτώναν, κοιτούσαν ουρανό
κι έτσι πρόλαβαν από εκεί συγχωρεθήκαν.
Ωραίος, παράξενε φίλε μου, απόψε
για την ανημποριά μου βρήκες σκοπό
πάρε μια κούπα πάρε ψωμί και κόψε
να τελειώσω το κρασί μου και θα πάω να τους πω:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομα σου
θα πω αναβάλλεται η γιορτή
πας να ξαπλώσεις στα καρφιά σου.
Θα πω ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
θα πω ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά.
Καλέ μου φίλε πες μου αν ξέρεις τι δουλειά έχω 'δώ
νιώθω πεζός σε μια αργία μες στην εθνική οδό
δεν είμαι τόσο τρελός δεν έχω τα υπαρξιακά μου
είν' τα κρυμμένα τόσα χρόνια τα δικά μου.
Πες μου πως βρέθηκα σε μονοπάτια τόσο μεγάλα
και γιατί μοιάζω με την μύγα μες στο γάλα
μου τάζαν άλλα όταν ξεκίναγα κι αλλιώς τα βρήκα
ό,τι χειρότερο μπορούσανε μ' αφήσανε για προίκα.
Μεταλλάχθηκα για το κοινό καλό σαν τις ντομάτες
κυφήνιασα τώρα ενώ κι εγώ ήμουν στους εργάτες
έχω ταυτότητα, εκλογικό και διαβατήριο
ατόφιο ατσάλι απ' ευθείας για χυτήριο.
Κάνω δήλωση τίμια, έχω και τα ένσημά μου
είμαι χρόνια στην ουρά, όμως δεν ήρθε η σειρά μου
πήγα μικρός στο στρατό καλό παιδί φευγάτο
και με έβαλε η πατρίδα μου κι ορκίστηκα στο ΝΑΤΟ.
Μου πρότειναν διακοπή της παρουσίας μου
για να ησυχάσουν θ' αναλάβει ένας σωσίας μου
με το στόμα κλειδωμένο, το μυαλό μαζεμένο
ευτυχισμένο ή αλλιώς ευνουχισμένο.
Με θέλουν με πίστη σε ρασάτους χρυσοφορεμένους
και παλιά δεκανίκια ενός παράλυτου γένους
ρε, τι δουλειά έχω εδώ μ' αυτούς, τι γυρεύω
Πείτε μπροστά στον οδηγό να σταματήσει να κατέβω.
Στο δρομολόγιο αυτό δε διάλεξα ν' ανέβω
βαρέθηκα σκουπίδια να μαζεύω
τι δουλειά έχω εγώ μ' αυτά τι γυρεύω
σταματήστε κάπου εδώ να κατέβω.
Μέσα στις μέρες τις παράξενες μεγάλωσα και φώλιασα
γεννήθηκα τυχαία και τυχαία με σκότωσα
βιάστηκε ο Θεός με τα άσχημα να με κεράσει
δεν είχα περπατήσει και σχεδόν είχα γεράσει.
Τώρα είμαι φάντασμα σε τούτες τις μέρες
κλέβω ενέργεια και κρύβομαι μες στις φοβέρες
του μυαλού σου του μικρού, του αρρωστημένου
που είναι κομμάτι ενός κόσμου στοιχειωμένου.
Κι εμένα, ρε, σα να μου φαίνεται πως όλα τα 'δα
αλλά γουστάρω σ' αυτή τη σύγχρονη Ελλάδα
έχει πλάκα που βγάζω την ψυχή μου στο σφυρί
και θέλω απλά να δω αν θα την βγάλω καθαρή.
Εμένα άλλο με τρωει, άλλο μου φταιει
δε μπορώ να καταλάβω πολλά και τι να λεει
19 Νοέμβρη για χάρη του μαλάκα
έφαγα δακρυγόνο ενώ είχα πάει για πλάκα.
Καθένας το βιολί του και την τρέλα του
με τα παράξενα και τα ωραία του
ό,τι μάζευα καιρό στη φωτιά θα τα ρίξω
μη σταματάτε, άμα βιαζόσαστε, εγώ θα πηδήξω.
Απ' το βιβλίο της ζωής έλειπε μια σελίδα,
μα έκανα πως τη διάβασα έκανα πως την είδα
Τι είχα να χάσω, διάλεξα όνειρο που θα ξεχάσω
μα εσένα ψέμα μου θα σε χορτάσω.
Ποτέ δε μου 'πες την αυγή που γεννιόμουν αν τραγούδαγες
ούτε με ρώτησες ποτέ αν τίποτα άκουσα
Μου είπαν άλλοι για όλα εκείνα που 'λεγες
εγώ βγήκα ζωντανός απλά υπάκουσα
Άραγε χόρευες μια νύχτα πριν με τις ευχές
ή είχες μεθύσει που σε τύλιξε η κατάρα
ήσουν λιοντάρι ή σε τρομάζανε οι σκιές
ήσουν γιορτή ή ένα μινόρε στη κιθάρα
Δε μου ζήτησες ένα τραγούδι να διαλέξω
να μου το πεις να 'χω ν' ακούω όπου πάω
κι έφτιαξα μόνος μου ένα και δε λέω να ξεμπλέξω
κι από τότε ό,τι γουστάρω παντού το σκορπάω
Κι όμως κρυφάκουγα μήπως και ακούσω καθαρά
όταν οι άλλοι φώναζαν δίπλα στη ψυχή σου
κράταγα μια στιγμή κάθε φορά
για να θυμάμαι το παράξενο σκαρί σου
Κι ήταν ωραία ήθελα έτσι πάντα να περνάς
νοιώθω πως φταιω κάθε φορά που με κοιτάς
Γιατί δε σου είπα ποτέ ότι γερνάς
κι ότι μου φτάνει μόνο να σ' ακούω να τραγουδάς.
Φυσάει πάνω μας ο χρόνος, ε, και τι έγινε
αν έχουμε άλλη μια ανάσα κρυμμένη
μπορεί να είναι το τραγούδι που απέμεινε
και ποιος ξέρει πόσο καιρό μας περιμένει
Για σκέψου να το βρισιά τότε θα μπορούσα
να συρθώ πάνω από των άλλων τη κατηγόρια
θα έφτανε μόνο να μιλούσα και να τραγουδούσα
ενώ έφτυσα αίμα στα κρυφά τράβηξα ζόρια
Δε σ' απαρνήθηκε ποτέ ούτε ένα κύτταρό μου
κι ας ήξερα όλα εκείνα που θα βρω μπροστά μου
έπαψα να ονειρεύομαι κι ασχολείται το μυαλό μου
μ' ένα επίμονο τέλος και τη βαριά σπορά μου
Και τότε σκιάχτηκα μια, συγχώρεσέ με
απ' τη βοή που όταν σέρνεται η ντροπή σκορπάει
μη με λυπάσαι στιγμή φτύσ' τό μακριά και λύτρωσέ με
πες στη φωτιά να με πάρει κι όπου θέλει ας με πάει
Γιατί μόνος πίνεις χρόνε κι εσύ κερνάς
κι αφού γρήγορα γουστάρεις να περνάς
βρήκα κουράγιο και μου 'πα, γερνάς μαλάκα, γερνάς
κοίτα τουλάχιστον να τραγουδάς
Σκιάχτηκα μια ντράπηκες δυο
όλα καλά κι είμαστε εδώ
κι όσο γερνάς λέω να σου τραγουδώ
Έφυγες μια και μια εγώ
γύρισες πια άφησα γιο.
Κι όσο γερνάω
μακάρι να μου τραγουδάς.
'Έκλαψε μια χάρηκε δυο
βρήκε ζημιά ψάχνει ουρανό
κι όσο γερνάει
φτάνει να μας τραγουδάει.
Δίπλα στη πρώτη μας ανάσα η αρχή είναι χαραγμένη
βαθιά δείχνει το δρόμο κι επιμένει
να πάμε όλοι προς τα κει δεν είναι απλά συμβουλή
είναι η πρώτη απ' τη ζωή που συναντάμε προσταγή
και απαιτεί υποταγή και εμπιστοσύνη τυφλή
για να σου βάλει το πόδι πάνω στο πρώτο σκαλί.
Να σου λοιπόν κι ο πρώτος φόβος με το πάτημα
κι η πρώτη σκέψη για το τέλος είν' αμάρτημα
Καλώς ήρθες στο ταξίδι αυτό το γνώριμο
κάθε σκαλοπάτι εδώ σε θέλει πιο ώριμο.
Ν' αγαπάς μια για πάντα και το ίδιο να μισείς
να γελάς δυνατά πριν προλάβεις να χαρείς
να ονειρεύεσαι το μακρινό το μέλλον σου
είναι λιγοψυχιά να σκέφτεσαι το τέλος σου.
Μονάχα εδώ η αρχή μοιάζει με σπάνια ευκαιρία
και η ζωή με μια γλυκιά ιστορία.
Όμως το τέλος είναι αυτό που σε μαθαίνει ν' αγαπάς
σου αφήνει μνήμη δε σου δείχνει που να πας.
Στο τέλος ερωτεύεσαι, χάνεις, νικάς,
μετανιώνεις, σκέφτεσαι, ζητάς, διψάς,
μαθαίνεις, αποφεύγεις, ζηλεύεις, πονάς,
ντρέπεσαι, γιατρεύεσαι, πεθαίνεις γυρνάς.
Έχεις κουράγιο και ψάχνεις στη μικρή σου ιστορία
να βρεις κρυμμένη εκεί όλη τη μαγεία.
Είναι παράξενη η ζωή και γλυκιά ιστορία
είναι ένα δώρο ή μια βαριά τιμωρία
είν' η αρχή της μια καλή ευκαιρία,
όμως το τέλος είν' η μαγεία.
Όλα τα ωραία κι αυτά κάποτε τελειώνουν
μπαίνουν στην μνήμη μας κι εκεί για πάντα στοιχειώνουν
Και να σου πάλι ο φόβος όλος δικός σου
μια νέα αρχή μπερδεύει το δήθεν ριζικό σου
και νιώθεις πως σ' αδίκησε η ζωή τόσο πολύ
που πρέπει ν' αρχίσεις ξανά απ' το πρώτο σκαλί
Δεν είναι έτσι αυτό σίγουρα αλλού σε βγάζει
Φύγε μακριά αν το τέλος ακόμα σε τρομάζει.
Μπες στο ψέμα, αλλά κι αυτό κάποτε θα τελειώσει
κρύψου μες στο όνειρο για μια στιγμή να σε γλιτώσει
κι αν σε φέρει σε σημείο γι' αυτό να ικετεύεις
πού θα το βρεις και πού θα πας να το γυρεύεις
εσύ που το 'κανες κι αυτό συνώνυμο του πόνου
και το βάφτισες κατάρα του χρόνου.
Πως θα ζητήσεις ξανά να σου φέρει ηδονή
πάνω στου έρωτα τη γλυκιά αναμονή.
Είδες λοιπόν κρύβει σπάνιο και τρανό μεγαλείο
είναι κι αυτό ένα βασικό της ζωής εργαλείο. Δούλεψέ το καλά μη τ' αρνηθείς, μη τ' αποφεύγεις
δε βαρέθηκες σαν έρχεται να φεύγεις
φτιάξ' τό αγάπη, πάρ' τό σα νίκη
σα μια που κέρδισες ακόμα κρίσιμη δίκη
γράψτο παράξενα κι ωραία σαν ιστορία
που έχει στο τέλος πάντα μαγεία
Όταν θα πάψει να μας δίνει η ζωή σημασία
και μας κεράσει σιωπή.
Όταν θα μείνουν μονάχα τα παλιά μεγαλεία
με μια καινούρια ντροπή. Όπου και να 'σαι θα 'ρθω τότε να σε βρω.
Κι αν με θυμάσαι θα το χαρώ.
Σήμερα είναι πλούσια η νύχτα φύλακα
έχω περίσσεμα μια ανάσα, μ' ακούς
Μπορεί καιρό γι' απόψε να τη φύλαγα
σε τσιμεντένιους και γαλάζιους ουρανούς
είναι ζεστή ακόμα θα της χαρίσω λευτεριά
έλα κοντά να τη νοιώοουμε παρέα
να την ακούσεις απ' την άλλη τη μεριά
αν βγει απ' τα σίδερα θα σου τραγουδήσει ωραία.
Για μένα χτίσαν τούτο το κελί
δε φέρνω θάνατο ούτε και αίμα
για 'σένα φτιάξανε τη πόρτα σιδερένια και ψηλή
μ' ένα παράθυρο μικρό και για τους δυο μας ψέμα.
Εγώ μίλαγα παντού κι αντιστεκόμουν
εσύ δε μίλαγες πολύ, δεν είχες δει.
Εγώ πέθανα τη μέρα που γεννιόμουν
εσύ τους βόλευε να 'σαι καλό παιδί.
Εγώ για χάρη του θεού, έμεινα μακριά του
εσύ για χάρη του σπιτιού σταυροκοπιόσουν.
Εγώ δε πίστεψα ποτέ τα δάκρυα του
εσύ στο καλό και στο δίκιο ορκιζόσουν.
Δεν πρόλαβα ούτε ν' αγαπήσω, να πληγώσω
εσύ αφού φόρεσες στολή, καλός γαμπρός
εγώ δε πρόλαβα που λες και vα σκοτώσω
εσύ σίγουρα θα 'σαι πιο τυχερός.
Γι' αυτό αν βγει το φως μη βιαστείς να με γυρέψεις
ίσως στον ίσκιο σου να μπω και να σε μπλέξω.
Εδώ είμαι ελεύθερος σου λέω να με πιστέψεις
τις αλυσίδες μου τις άφησα εκεί έξω.
Εδώ είμαι ελεύθερος σου λέω.
δεν έχω τίποτα που να μου ανήκει
κι αν με ζηλεύεις βάλε το χέρι σου στη θήκη
και...
τώρα είσαι ελεύθερος κι εσύ.
Γουστάρω που και που λόγια αδέσποτα να βρίσκω
μα ξενερώνω όταν για πάρτη σου το σάλιο μου χαλάω
στη τύχη μου γουστάρω να τη σπάω μ' ένα ρίσκο
όμως, χαλιέμαι όταν καψούρικα στη μοίρα μου κολλάω. Γουστάρω αποτυπώματα ν' αφήνω σ' ένα δίσκο
όμως σιχαίνομαι που αφήνουν την ψυχή μου να πουλάω
Γουστάρω που και που λόγια αδέσποτα να βρίσκω
μα δε μ' αρέσει όταν με πιάνω χωρίς λόγο να μιλάω.
Όπως τώρα…
Σταμάτα να καυχιέσαι πως όλα τα είδες
είναι μεγάλη η διαδρομή
το μέτωπο σου δειλιάζει να χαράξει ρυτίδες
σε μια μικρούλα έχεις φωλιάσει ρωγμή
αυτού του κόσμου που ονειρεύεται ακόμα
να γίνει ένα αιώνιο, απέραντο μνήμα
στάσου και φτύσε στου χρόνου το γιόμα
ό,τι σκεφτείς εδώ είναι όλα χύμα.
Δέσου καλά στο κατάρτι και άσ' τις σειρήνες
να σε φωνάζουν, να σου τάζουν πολλά
άσε τα χρόνια, άσε τους μήνες
να σε γεράσουν όπως ξέρουν καλά
άσε τις μέρες αυτές να σε γεμίσουν φωτιά
έχουνε μνήμη καλή και μας χρεώνουν
μας στέλνουν πίσω της μετάνοιας τα χαρτιά
μας αγαπούν και μας τελειώνουν.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
θα μείνω εδώ δεν έχω που να κρυφτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
δε προλαβαίνω ούτε καν να σκεφτώ.
Γι' αυτό σου λέω είναι βαριά τιμωρία
να θέλει η νιότη σου να τρέξει μπροστά.
Πείσε την πρώτα ότι δε κάνει αγγαρεία
κι ύστερα τράβα απ' αυτήν χωριστά.
Τρέχα και βρες τις μεγάλες φοβέρες
έχουν κουρνιάσει μες στις ψυχές
και τραγουδούν τις παράξενες μέρες
δίπλα στις τύψεις και οι ενοχές
γίνανε λόγια απλά κι αυτές με φαντασία
γι' αυτό περίεργα απόψε, δε στο 'πα
δεν ικετεύουνε πια γι' αθανασία
με προσευχές και παράξενα κόλπα.
Μη ξεχνάς και μη κερνάς αδικία
τώρα πια ανθρώπους και στιγμές
κράτα στην πάρτη σου τη πιο μεγάλη κακία
είναι θαυμάσιες οι μέρες αυτές.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
ψάχνω κουράγιο μήπως και ονειρευτώ
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
καλή ευκαιρία μήπως και μαγευτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
έτσι μπράβο να σ' ακούω να μιλάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Τι ωραίο να κλαις και να γελάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να ονειρεύεσαι, να μη ξεχνάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να μη φοβάσαι και να γερνάς.