- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,
τ' αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Και δω' απ' τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.
Γυρνάω στον κόσμο, πουθενά δε βλέπω ξένο όπου μένω.
Γυρνάω πίσω και από όποιον συναντήσω, μαθαίνω.
Δίνω, παίρνω, ανασαίνω από τα χρώματα, πληθαίνω,
από τ' αρώματα μαγεύομαι και ταξιδεύω.
Γυρεύω για όλους μας το ίδιο όμορφο στέγαστρο,
φτιάχνω φωτιά για όποιον θέλει κόσμο αταίριαστο.
Για τα μάτια ενός παιδιού που ψάχνει γη, γκρεμίζω ουρανούς,
λυτρώνω μάνες και γιους.
Κάνω τη γλώσσα μου την πορφυρένια, ατόφιο μολύβι·
και τη ψυχή μου ένα απέραντο από στίχους καλύβι.
Ρίχνω το κάστρο σας, φτύνω του άστρου σας την κόχη.
Γίνομαι αύρα αλμυρή και στερνοβρόχι.
Πάρε τα όχι και ξεκούρνιασε από αυτή τη γωνία
που στο κουφάρι σου πετάξαν τα κλεμμένα μ'αφθονία,
άρνησή μου στομωμένη (πυρωμένη), λύσου καημένη,
γίνε κλωστή στην ανέμη τυλιγμένη
να σου δώσω μια, να γυρίζεις για πάντα και πάντα
να σου φυσάω πρίμα, κράτα μου αγάντα
μέχρι να βρούνε απάγκιο όσοι ζουν σε φυγή.
Καινούρια αρχή και σε καλό να τους βγει.
Σε καλό θα μου βγει κι ας τρίξουν οι σκαρμοί μου.
Έχω μαζί μου, σ' αυτό το σάλεμα που κάνεις ψυχή μου,
την αυταπάρνησή μου, το μαγικό ραβδί μου,
κάνω τ' αδύνατα να ξεπερνάνε τη φωνή μου.
Τιμή μου, λίγα μου βήματα σκίζουν τη λάσπη.
Πάρε τα χνάρια μου αντί για χάρτη
και στα μπαγκάζια σου μη στριμώξεις ντροπή,
ούτε σιωπή.
Υστερόγραφο: δε πιστεύω στη τύχη.
Όταν τα ψέμματα πεθαίνουν, γεννιούνται ωραίοι στίχοι
και γλυκαίνουν το μίσος στους ιχνανθρώπους
ή τους πετάνε για πάντα μες στους πανέρημους τόπους.
Λογια κρυμμένα μου, θρυμματισμένα μου
κάνατε απόσβεση σε όσα είχα μέσα μου.
Σύξυλη η μπέσα μου μπροστά στη βρώμικη ιστορία,
μύθος απέθαντος και ωμή αλληγορία.
Περιγελάστε με, δειλοί, ξεχάστε με,
πλέξτε με φυτίλι και ανάψτε με·
μέσα στην πλάνη σας ένα όνειρο ατόφιο θα εκραγεί
- ζωής κραυγή και σε καλό να μου βγει.
Πάμε παρέα, αδερφέ μου, μη κάνεις κράτη.
Το έχω άχτι να περάσω απ' τον συρμάτινο φράκτη
και τον ήλιο να θαμπώσω για λίγο,
να μη μας πάρουν χαμπάρι όσο θ' ανοίγω και θα πνίγω
στης γης τα ρήγματα, τα πιο όμορφα κρίματα,
ζωής θελήματα, της φτώχειας γεννήματα,
μονάκριβα ποιήματα και δίπλα στα θύματα
η παρέα μου ίχνη αφήνει, και πατήματα
Πάμε...
Υο! Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.
Τρομάξτε τους ήδη φοβισμένους δεσμώτες
με λόγια και νότες κι οι ατσάλινες πόρτες
ραγίζουν κι οι ταπεινοί τα ουράνια αγγίζουν,
δυο πύρινα μάτια και πύργους γκρεμίζουν.
Πάμε...
A Guantanamo in gabbia c' e anche gente innocente,
gente presa a caso che non c' entra niente.
Dove sono i processi? Le prove? I diritti?
Noi non stiamo zitti, non stiamo zitti.
Falso, falso, falso, falso grande capo,
sei un capo solo col fucile puntato.
Non ti rispetta piu nessuno ormai nel mondo.
Guantanamo e la guerra non nascondono il tramonto.
Noi non vogliamo Bush e faraoni predatori,
petrolieri ricoperti di rubini e ori.
Noi non vogliamo Bush che coltiva il terrore -
ultima spiaggia e speranza per restare al potere.
Schiacciati in fondo al mondo come sardine
eppure ancora vedi che l'umanita combatte e vive.
Questo canto vola, oltre oceani e colline
dove un nuovo mondo sorge e per voi c' e scritto: "Fine".
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά
How can we free the prisoners of war,
from indefinite detention down in Cuba?
I feel sorry for the innocent ones who suffer,
so we dedicate this one to all world leader.
If you live in a glass house, don't throw stones.
What gives you the right to invade people's homes?
Terrorism is something that we can't condone,
but there is more than one reason why the towers came down.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά
Vamos hacer lo imposible
por una vez mas como empieza saga
con un tripulacion puro, la roja armada
que viene de los cinquo orizontes del mundo.
Curaga rodeada de agua
y encima las barreras enredar istorias
nosostros con alas de barro y las palabras amos
libertaremos el fuego en Guantanamo.
Je repense aux images des prisons de Guantanamo
Des hommes dans des cages, traites comme des animaux
En detention … loin de Geneve et ses conventions
Certains sont innocents de toutes ces accusations
Faire subir aux autres ce qu'on n'aime pas subir
C'est comme ca qu'ils poussent les terroristes a agir
Je dis Attention !!! Car je sens monter la tension
Ces provocations auront de graves repercussions
Nos dirigeants passent leur temps a semer le vent
Quand vient la tempete, les tours tombent en miettes
Et qui ramassent les pots casses? C'est malheureusement
Nous … toujours nous … encore nous … les innocents
Πάμε, φώναξε σ' όλους πως πάμε,
μιλάμε, αγαπάμε, νοιώθουμε και τα δεσμά τους σπάμε.
Ανταμώνουμε και σ' άλλη γλώσσα μιλάμε,
στου ονείρου την άκρη περνάμε.
Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.
Non stiamo zitti...
Noi non vogliamo Bush...
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Vamos como pajaros del fuego
en Guantanamo,
libertaramos el fuego
Des oiseaux … volent vers les terres
De Guantanamo … l'ile de l'enfer
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Από που ’ρθες, ρε, μεγάλε και παράξενα μιλάς
όλα μου μοιάζουν ωραία, εσύ γιατί μου το χαλάς
όλοι χωράμε παντού γιατί περίεργα κοιτάς
έφαγες πόρτα απ’ τη ζωή μας και γελάς.
Σε κοιτάζω τόση ώρα κι όλο κάτι μου θυμίζεις
δε μπορεί απ’το πουθενά μοναχός σου να γυρίζεις
άραξε ρε στη βολή σου
έλα δίπλα ξάπλα και κοιμήσου.
Γιατί τώρα οι ανάσες μας τρομάζουν σαν κραυγές
και οι τύψεις στήνουν γλέντι θες δε θες
τώρα μας πνίγει η συνήθεια βοηθάει κι η ευκολία
είναι όλα τόσο ωραία μοιάζει εύκολη η λεία.
Στην εποχή αυτή που ζούμε των μετρίων
βασιλιάδες οι τρελοί των ηλιθίων
τώρα διαλέγουμε απ’ το ψέμα ένα ψέμα μα όλα ίδια
πιο μεγάλο τώρα ψέμα ανακυκλώσιμα σκουπίδια.
Τα μισόλογα άρκουν άκουσέ με κάτι ξέρω
έχω πεί τόσα πολλά κι έτσι πια δεν υποφέρω
θα στα φτιάξω ένα τραγούδι και την άκρη θα την βρείς
πίσω απο τη μελωδία τη γνωστή της παρακμής.
Γίναν οι πρόσφυγες τουρίστες και οι ευέλικτοι αρτίστες
πρώτο τραπέζι και η μιζέρια μας στις πίστες
η υπομονή τον πρίγκηπά της περιμένει,
η σιωπή τώρα φωνάζει σαν πεθαίνει.
Ο μικρός ξέρει καλά όταν τρέχει που πηγαίνει
ο μεγάλος δεν θυμάται προσπαθεί, μα δε μαθαίνει
ο θεός ψάχνει τον τρόπο μια συγνώμη να μας πεί
έχει πρόβλημα ο δέκτης η επαφή έχει κοπεί.
Τα παράσιτα πολλά μα θα στήσω μια κεραία
στην ταράτσα έτσι για μούρη για να φαίνεται ωραία
έχω σπάσει στο PC μου κωδικό για την τιμή μου
κι έχω σβήσει απ’τα αρχεία την ντροπή μου.
Η χαρά βγήκε στην πιάτσα και η τιμή είναι προσιτή
μορφωμένος νταβατζής και τσατσά η αρετή
τσαμπουκά πουλάει το μέλλον για να διώξει το παρόν
η ψυχή μας προϊόν συνταγή απ’το παρελθόν.
Βρυξέλες Πομπηία Βερσαλλίες και Σιών
οίκοι ανοχής και μόδας χαίρουν φιλανθρωπίων
μια φτηνή δικαιολογία για την κάθε μας στιγμή
μια ωραία μελωδία από σένα παρακμή.
Είναι θέμα ζωής (τώρα πιά)
και ανάγκη εποχής(όχι για μένα)
η ευκολία για μια λύση της στιγμής (η ευκολία που μας δέρνει της στιγμής)
κι αν την άκρη δε βρείς (ρε άντε γειά)
λίγο πρίν να χαθείς (θα γίνουμε ένα)
χάρισμά σου η μελωδία της παρακμής.
Υπάρχουν νύχτες που τ’ αστέρια φωλιάζουν στο σκοτάδι
και δεν ζητάν απ’ το φεγγάρι ούτε ένα χάδι
ούτε φως· φοβούνται τη λάσπη που ’χει κάτω
σ’ αυτό που o χρόνος και οι Θεοί φτιάξανε βάλτο.
Για να’ χει ο θάνατος παραμύθι που να πείθει
ότι χαθήκανε στο βούρκο όλοι οι μύθοι
και θα μείνουνε για πάντα εκεί θαμμένοι
με τη ζωή μονάχη να τους περιμένει.
Μια τέτοια νύχτα που αλήθεια κερνούσε το φεγγάρι
πήρε ξανά η αλεπού το θάνατο χαμπάρι
άναψε φωτιά σε λάθος μέρος κι όσοι πήγαν
κανείς δεν έμαθε ποτέ και πότε φύγαν.
Κάποιος είπε ότι έχουν γίνει ερπετά και ζούν ακόμα
με ό,τι σάπιο περισσέυει για να τρώνε από το χώμα
κάποιος άλλος τά’χει δει λέει να πετάνε
να κλέβουν απ’ τον ήλιο και στη νύχτα να γυρνάνε.
Εγώ τα είδα να τα πίνουν με το θάνατο παρέα
κι εκεί που όλα ήταν ωραία
απ’την χαρά τους ξεγυμνώθηκαν τότε μπροστά του
κι εκείνος είδε τα σημάδια όμως του βάλτου.
Είδε που λες κάθε παλιό του σημάδι
κι ένοιωσε ωραία που είχε απλώσει τόσο το σκοτάδι
στις ψυχές τους κι είχε σβήσει όσα παλιότερα είχαν νιώσει
μα αν τρέξουν αίμα οι πληγές ποιός θα γλιτώσει.
Μήπως εκείνος που σερνότανε ή εκείνος που πετούσε
κι από ψηλά μας κοιτούσε
ή εκέινος που’ χε βάλει την ουρά του μες τα σκέλια
κι έκανε το θάνατο να σκάσει από τα γέλια.
Δεν ξέρω φίλε η ιστορία καν πως θα τελειώσει
κι αν κανένας απ’ αυτούς θα ΄χει γλιτώσει
μέχρι τον μύθο να τελειώσω πολλά θα κλέψω απ’τη χαρά του
κι αν τσαντιστεί ξανά η αφεντιά του.
Θα φτιάξω κι άλλο πιο καλό και πιο μεγάλο
και σεριάνι μες την νύχτα πάλι θα το βγάλω
στα πιο απίθανα του ουρανού λιμέρια
να ξεβρακώσει από το φως όλα τ’ αστέρια.
Κι αν ξαναβάλει την στολή του θεριστή
πάλι μαλάκας το ξέρω θα πιαστεί
όταν κόψει όλα τα στάχια δεν θα ’χει τίποτα από κάτω
γιατί οι σπόροι γίναν μύθοι μες στο βάλτο.
Όταν ήμουνα αντίκρυ θανάτου
του ’χα πει να μην τα θέλει όλα δικά του
αν δεν θέλει να χαθεί η ομορφιά του
για πάντα μέσα στους μύθους του βάλτου,
μα εκείνος τα’θελε όλα δικά του
για να χαρεί μοναχά η αφεντιά του,
γι’αυτο του κλέβω λίγο απ’τη χαρά του
με ένα μύθο καινούριο του βάλτου.
Με τα ερπετά αγκαλιά στου φεγγαριού την κουπαστή
και με την γκέι τη στολή του θεριστή
στήνει παιχνίδια ο θάνατος στο βάλτο
γι’αυτό σας χώσαμε ένα μύθο μας φευγάτο.
Γύρω από μένα πάλι αυτά που είχα ξεχάσει,
αυτά που το μυαλό μου τώρα χρόνια είχε ησυχάσει
και να τα αποφύγω πάλι κουράγιο θέλει
η απόσταση μικρή δε ξανανιώθω σα κουρέλι.
Και μη μου λες, κόψε τις συμβουλές
εσύ καλέ μου φίλε που το καλό μου μόνο θες
εσένα που έβλεπα στα χέρια μου να κλαις
όταν τριγύρω σου χόρευαν μονάχα οι σκιές.
Τώρα τι θες με σηκωμένο το κεφάλι
εσύ που ζεις γι’ αυτό που φτύνουνε οι άλλοι
εκείνο το κομμάτι της ζωής που περισσεύει
σε σένα ταιριάζει και σε όποιον ζητιανεύει.
Αυτή τη λίγη χαρά μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
μια δόση αλήθειας στα λόγια ενός ψεύτη
και είναι αργά, κοίτα δίπλα τη σκιά
παραμονεύει να σου κλέψει τη χαρά.
Με μια κουβέντα ή με ένα νόημα απ’ τα μάτια
κι αυτό που θες το ’χασες τώρα έγινε κομμάτια
μα εσύ εκεί ξανά να το παλεύεις
να σου χτυπούν τα χέρια και να χορεύεις.
Όλοι εκείνοι που διάλεξες να ’ναι πάλι κοντά σου
να σε νιώσουνε θες και ν’ ακούσουν τα όνειρά σου.
Μα πρέπει ηλίθιε να μάθεις ότι φταις
που υπάρχουν τριγύρω μας ακόμα οι σκιές.
Χάθηκε η ψυχή σου στο τέλος των ευχών
και ξαναζούμε στην ώρα των σκιών.
Χαμένη υπόθεση μου λες πως είναι το όνειρό μου,
πως θα μου βγει ξινό που κάνω το δικό μου
που ζω, φωνάζω, πονάω και αγαπάω
που στέκομαι απέναντι κι αν θέλω πάω.
Ταξίδι μακρινό με τη ψυχή μου οδηγό,
έτσι όπως έμαθα να κάνω μόνο εγώ
και από εκεί ψηλά να σε βλέπω καθαρά
και να ’σαι ακίνδυνη για μένα εσύ σκιά.
Γιατί έχει φως και λάμπει τόσο ο ουρανός,
ο μεγαλύτερος για σένανε εχθρός,
αφού αιώνες τώρα μια κατάρα κουβαλάς
μες στο σκοτάδι να ’σαι μόνη να πονάς.
Και αφού έτσι θες, μείνε πάντα στο σκοτάδι
να σέρνεσαι ύπουλα και να εκδικείσαι κάθε βράδυ
αυτούς που κάνουν ένα βήμα για να σωθούν,
αυτούς που κατάφεραν πάλι να ονειρευτούν.
Καινούρια αρχή και μια ζωή στο φως,
έτσι όπως έφτιαξε για όλους ο Θεός.
Μα οι σκιές μένουν ακόμα ζωντανές
και δε μιλάς λες κι είναι αυτό που θες.
Μα βρες κουράγιο και πρέπει να ξεχάσεις,
γύρνα σελίδα το τέλος να διαβάσεις,
το παραμύθι αυτό με τις σκιές.
πρέπει να τελειώσει χωρίς πια τις ευχές.
Γεννήθηκα στο ραντεβού της νύχτας με τη μέρα
μια ζεστή Αυγουστιάτικη Δευτέρα.
Τα όνειρα ήταν λίγα, τα λόγια ήταν πολλά
και όλοι νοιώθανε καλά
που το είδος θα κρατήσει και το γλέντι θα αρχίσει,
τσάμπα της μάνας μου το δάκρυ είχε κυλήσει,
η αγωνία της, ο πόνος, η λαχτάρα
μαζί με τις ευχές και μια κατάρα
που άκουσε το άστρο μου και κρύφτηκε στο φως
και από τότε είμαι τόσο μοναχός.
Και τα γέλια δε κρατάνε, κι οι υποσχέσεις δε μετράνε
και αυτοί που σ’ αγαπάνε, βλέπεις εύκολα ξεχνάνε
και φοβούνται να σταθούν κοντά στο χρόνο
κι από αγάπη δε μοιράζονται τον πόνο.
Βλέπεις, το άστρο το δικό τους φωτίζει εκεί ψηλά
και έτσι όλα πάνε καλά.
Άκου μάνα, για όλους έχει ο θεός,
κι ίσως το δικό μου άστρο να ’ναι κάπου εκεί στο φως.
Άκου μάνα για όλους έχει ο θεός
και μας χωράει ο ουρανός.
Γι’ αυτό και ’γω γυρνάω στο φως και τραγουδάω,
έπαψα τις μέρες που περνάν πια να μετράω.
Μαζεύω τα κομμάτια μου και δεν ελπίζω,
σε ’κείνα που με θέλουν πάντα, πίσω να γυρίζω.
Σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου,
μόνο το όνειρό μου κι όσο αντέξει η καρδιά μου.
Θα είμαι εδώ και καλά να το θυμάστε
και αφού δε σέβεστε, θα με φοβάστε.
Γιατί εγώ ζω, μόνο ό,τι αγαπώ,
φυλάω το ψέμα μου σε σας μόνο να πω,
σ’ όλους εσάς με το άστρο εκεί ψηλά
που δήθεν νιώθετε καλά.
Γιατί όλα γύρω σας αλλάζουν,
ενώ οι μέρες που περνάνε σας τρομάζουν.
μα εγώ μακριά πετάω τώρα τις ευχές,
δε θα ξαναζήσω ποτέ μου εγώ το χθες,
γιατί μάνα τα βρήκα όλα μπροστά μου,
ο πόνος μου ζωή και διάλειμμα η χαρά μου.
Πάντα μάζευα ό,τι έμενε απ’ τη στάχτη,
μα η τύχη μ’ έχει άχτι.
Σ' έχω δει στα πιο παράξενα και όμορφα μέρη
όπου κρατούσα μικρόφωνο βρισκόσουν εκεί
με ένα τσιγάρο ή μ' ένα ποτήρι στο χέρι
κάπου στο βάθος μακριά από τη σκηνή
σ' είδα χειμώνα σ' ένα χώρο ζεστό μικρό
και καλοκαίρι σε φευγάτο νησί
σ' είδα σε γήπεδο σε κάποιο μακρινό χωριό
και στην Αθήνα σε μεγάλο μαγαζί.
Σ' είδα κι αλλού με κόσμο πολύ στριμωγμένο
και σε μέρος που ήμασταν εμείς κι εμείς
σ' είδα να γελάς και άλλοτε θυμωμένο
και γούσταρα λόγω τιμής
σ' έχω ακούσει δυνατά να τραγουδάς και να φωνάζεις
να τα κάνεις τριγύρω σου κομμάτια
σ' έχω πιάσει για ώρα προσεκτικά να κοιτάζεις
τα 'χουμε πει τόσες φορές με τα μάτια.
Σ' είδα να μου χτυπάς την πλάτη και να φεύγεις
να δακρύζεις και το κεφάλι να σκύβεις
σ' έψαχνα κάπου στο φως, αλλά κι εσύ τ' αποφεύγεις
στην αρχή μου φαινόταν πως κι εσύ κάτι κρύβεις
με την πάρτη σου που λες είχαν πολλοί τρελαθεί
σ' είχαν περάσει για χαμένο ή ασφαλίτη
τώρα ξέρω το Low Bap όπου βρεθεί
έχει ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Ρε, δε με νοιάζει από που 'ρθες σου λέω
κι εμείς εδώ είμαστε περαστικοί
στον ουρανό ν' ανέβω και να τα λέω
πάω στοίχημα πως θα 'σαι και εκεί
Ρε, δε με νοιάζει ποιος σ' έστειλε, τι θες
ούτε αν είσαι από άλλο πλανήτη,
εδώ χρωστάμε λύπες και χαρές
σ' ένα φύλακα άγγελο αλήτη.
Δε σ' έχω πιάσει πάνω απ' άλλους να θέλεις ν' ακουστείς,
όμως μαντεύω πως καλά με τα λόγια θα τα πας
δεν αγριεύεις χωρίς λόγο κι αν πιαστείς
τότε κουλάρεις ξανά και στο τοίχο ακουμπάς
υποψιάζομαι περίπου ποιο τραγούδι γουστάρεις
και νιώθω πως ακούς πάντα τ' "Ονειρολόγιο",
ωραία, ακόμα ένας τρελός ταξιδιάρης
που είν' η ζωή του ένα Low Bap δρομολόγιο.
Υπάρχουν φίλοι που δεν έχουν δώσει δραχμή,
ενώ εσύ πληρώνεις μάλλον εισιτήριο
υπάρχουνε κι αυτοί που δεν είχανε τιμή,
ποιο θα τους διάλεγες, για πες μου, εσύ μαρτύριο
υπάρχουν κι άλλοι όχι και τόσο κουρασμένοι
θυμίζουν μαθητές μέσα στην τάξη
μπροστά που κάθονται οι καλά οι διαβασμένοι
και πίσω αυτοί που είναι αλλού μα και οι εντάξει
Μου 'παν στα δύσκολα πως ρώταγες για μένα
τότε γέλασα πολύ κι η ψυχή μου το χάρηκε
τους είπα να σε βρουν, όμως τα ίχνη σβησμένα
κάποιος τους είπε πως ο αλήτης χάθηκε
εγώ όμως ξέρω την επόμενη φορά
όταν θα ψάξω από πάνω απ' τη σκηνή
σε μια γωνιά, στη τελευταία τη σειρά
πάω στοίχημα ξανά πως θα 'σαι εκεί.
Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου
άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις
συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου,
μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες
κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις,
όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ' τις σκιές
σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.
Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά
με φέραν πίσω δυνατές φωνές
και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά
έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές.
Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα
πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς
από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα
αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς.
Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα
και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά
ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα
σ' αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά.
ι' αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές
σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω
μια προσευχή σ' ένα περβόλι με ελιές
δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω.
Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα
κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής
Είναι που μ' έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα
άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομα μου
πες αναβάλλεται η γιορτή
πάω να ξαπλώσω στα καρφιά μου.
Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
πες ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά
Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω
πρέπει να σπούδασες τη τέχνη του μυαλού
ή σαν κι μένα όταν με πιάνει και σαλτάρω
και πίνω εδώ, με πιάνει αλλού.
Γι' αυτό και εγώ ήρθα εδώ και σε διάλεξα πιωμένο
για να μπορέσεις την αλήθεια να τους πεις
κάτω από το φως το μέτωπο έχεις ιδρωμένο,
μα το προσέχεις καθαρό, δε θα ντραπείς.
Οι άλλοι παίξανε μαζί μου στους αιώνες
αυτοκράτορα με χρίσανε, με κάναν στρατηγό,
τα απλά μου λόγια τα σκορπίσαν σαν κανόνες
και δεν ήξερα τίποτα εγώ.
Που με βρήκες εδώ κάτω τι με θες
Το μυαλό μου δε σαλεύει από κούνια
σα να γεννήθηκα μου φαίνεται χτες
ενώ έξω υπάρχουν έξυπνοι μιλιούνια.
Αυτούς τους είδα, τους άκουσα, τους νιώθει το πετσί μου
προτιμώ τα καρφιά που με κρατάνε στο σταυρό
αυτοί πουλήσαν ακριβά τη γέννησή μου,
αυτοί φυλάνε το σκοτάδι θησαυρό.
Πες στους εχθρούς μου ότι είχαν λόγο καλό
και θα τους σέβομαι γιατί πιο τίμια σταθήκαν
όταν με σκοτώναν, κοιτούσαν ουρανό
κι έτσι πρόλαβαν από εκεί συγχωρεθήκαν.
Ωραίος, παράξενε φίλε μου, απόψε
για την ανημποριά μου βρήκες σκοπό
πάρε μια κούπα πάρε ψωμί και κόψε
να τελειώσω το κρασί μου και θα πάω να τους πω:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ' όνομα σου
θα πω αναβάλλεται η γιορτή
πας να ξαπλώσεις στα καρφιά σου.
Θα πω ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
θα πω ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά.
Έφτασε η μέρα ήλιε δε μου έκανες τη χάρη να μη βγείς
έσβησες άστρα και φεγγάρι με το χρώμα της αυγής
πήρες της νύχτας το σκοτάδι μου το ’φερες για δώρο
τώρα είναι όλο δικό μου η ψυχή μου έκανε χώρο.
Τι άλλο να πάρω για εκεί που πάω
ξαφνικά ρε ότι βλέπω το γουστάρω το αγαπάω
χτυπάει περίεργα η καρδιά μου φοβάται πιο πολύ
λες να την ντύσουνε κι εκείνη με στολή.
Λες την μαγκιά μου να την πάρω να τρομάξουν
ή εξω από την πύλη όταν θα φτάσω να με ψάξουν
λες να ζητήσω από την τύχη μου για μια φορά συγνώμη
ίσως αυτή να μη με ξέχασε ακόμη.
Να πάρω όλες τις ευχές ή θα ’ναι κρίμα
που θα ’χω βάλει το θεό και γω για βύσμα
να πάρω δρόμο και 'γω με τη σειρά μου
κοίτα ειρωνία χθές ήπια όλα τα λεφτά μου.
Είπα στην γκόμενα αντίο σε μια πουτάνα τον καημό μου
για να ξεφύγω από τον βρώμικο εαυτό μου
όμως δεν γλίτωσα από τίποτα γιατί
την ίδια ώρα γράφει ακόμα πάνω στο χαρτί.
Το ίδιο μέρος και την ίδια γαμημένη μέρα
κι όταν θα φτάσω ψυχή μου κάνε πέρα
κρύψου όπου βρείς κι όπου μπορείς
νύχτωσε απόψε νωρίς.
Πήρα μια απόφαση ψυχή μου έξω απ’την πύλη
να σε χωρίσω αλλά να μείνουμε δυο φίλοι
και μπήκα μέσα κάθησα πίσω στη σειρά
είδα πολλούς που το’ χαν πάρει σοβαρά.
Τότε μ’ανοίξανε την τσάντα και σε βρήκανε μαγκιά μου
μαζευτήκαν και σ’ αδειάσανε μπροστά μου
πρώτη φορά σε είδα πεσμένη κάπου εκεί
και δε μ’ αφήσαν να σε ντύσω στα χακί.
Μου δώσαν όμως πατρίδα και γράψαν στο χρεωστικό
πως αν ντρέπεσαι γι’ αυτό κράτησέ το μυστικό
κουμάντο εδώ κάνει η σημαία κανένα σχόλιο
έχει αρχίσει και με πιάνει το εμβόλιο.
Λες να γεμίσω περηφάνεια ανοχή και αντοχή
και τα όνειρά μου να βαράνε προσοχή
μα δεν πρέπει να με νοιάζει αφού μου δώσανε κρεβάτι
είμαι εντάξει έχω δικό μου κάτι.
Απ’ ότι ακούω θα μας πάνε πιο μετά και για φαϊ
ότι και να ’χει θα γουστάρω έχω να φάω απ’ το πρωί
θα μας βάλουν στη σειρά μετά απ’ το δείπνο
και θα μας πάνε για τον πρώτο μας τον ύπνο.
Μας το’ πε ένας λοχίας που παράξενα μιλούσε
έτσι δεν είναι ρε μεγάλε εσύ από που ’σαι
απ’όπου και νά ’ρθες κοίτα να το χαρείς
νύχτωσε απόψε νωρίς.
Νύχτωσε απόψε νωρίς
ψυχή μου κρύψου όπου βρείς
νύχτωσε απόψε νωρίς
και ξέρεις που θα με βρείς
Όταν ανοίγεις την καρδιά σου κράτα ρε και λίγο αβάντα
όλα τον κόπο δεν αξίζουν το ίδιο πάντα
μην ξεγελίεσαι και σε παίρνουν χαμπάρι με την πρώτη
μπορεί η τύχη να σου χρωστάει έναν προδότη.
Ή ακόμα ένα φίδι με την γλώσσα ποτισμένη
με φαρμάκι που αντέχει στον καιρό δεν ξεθυμαίνει
μην το χαϊδεύεις λοιπόν κι όταν άκακο σου μοιάζει
κάνε το πρώτος να τρομάζει
Τι έχεις να χάσεις το καλό ή το κακό
έτσι κι αλλιώς θα σε δαγκώσει όταν σε βρεί βολικό
θα τυλιχτεί απ’το λαιμό σου
θ’αλλάξει δέρμα να ξαλαφρώσει απ’τον καημό σου
Σ’αυτά τα μέρη από παλιά μας ζώνουν τα φίδια
δε βρήκα ούτε ένα ρε να κουβαλάει πάνω του αρχίδια
δε βρήκα ούτε ένα να τελειώνει μοναχό του
πάντα κάποιος θα υπήρχε που γελούσε στο χαμό του
Σύνδρομο της κατοχής ή μετάλλαξη εποχής
που οι ρουφιάνοι τώρα είναι άνευ ενοχής
έχουν κώδικα κοινό ίδιο λάκο για φωλιά
κι από κει που δαγκωνόντουσαν ν' αλλάζουν φιλιά
Ζευγαρώνουν με καμάρι και φωνάζουν δυνατά
είναι κάτι που γνωρίζουν καλά τα ερπετά
δεν τα ξέρω εγω αυτά και πάρτε το χαμπάρι
όποιος προδόσει μια φορά θα μου χρωστάει και μια χάρη
Όσα σου έταξα λοιπόν να τα θυμάσαι καλά
κι όταν θα σέρνεσαι όπως λέει κι η κατάρα χαμηλά
να ’χεις το νου σου άμα ταιριάξει το φαρμάκι θα σου βγάλω
και να το πιείς με το ζόρι θα σε βάλω
Θα θέλει το κορμί σου την ψυχή σου ν’ αδειάσει
κι ένα θάνατο αργό να σου ταιριάζει
θα θέλει την ντροπή σου λάφυρο για τη ζωή σου
κι όταν θέλουν οι τύψεις θα ξεδιψάνε στην πληγή σου
Γι’ αυτό σου λέω κράτα το μάτι ανοιχτό όταν κοιμάσαι
μια νύχτα σαν κι αυτή θα ’ρθω που θα φοβάσαι
να σου τυλίξω το λαιμό με λίγη λάσπη απ’ το βάλτο
μας περισσεύει το κακό εκεί κάτω
Μας περισσεύουν κι οι μύθοι αλλά απ’ αυτό δε σου χαρίζω
σου ’χα φτιάξει ένα ψέμα τώρα πίσω δε γυρίζω
θα μείνω εδώ κι όσο καιρό και να μου πάρει,
θα περιμένω γι’ αυτό κάνε μου τη χάρη.
Γιατί όπως λέει κι ο σοφός
όταν του ήλιου βγεί το φώς
το φίδι άσε μονάχο να συρθεί
μη το βοηθάς να σηκωθεί.
Τι ωραία η προδοσία σου ’χει φτιάξει ευλυγισία
για να σου δίνουν οι χαμένοι σημασία
σου ζωγράφισε κι ένα χαμόγελο στο στόμα
σού ’φτιαξε μάσκα αφού κατούρησε στο χώμα
Σ’ άλλαξε τη μιλιά κι έδωσε στα πουλία
για να μιλάνε όσο πετάνε την παλιά
να λένε όποιος την είδε σε μια νύχτα παλικάρι
ότι είμαι εδώ και μου χρωστάει και μια χάρη.
Κάνε μου τη χάρη, όσα σου έταξα να τα θυμάσαι.
Κάνε μου τη χάρη με το ένα μάτι ανοιχτό να κοιμάσαι.
Κάνε μου τη χάρη να μιλάς δυνατά όταν φοβάσαι.
Κάνε μου τη χάρη, για να σ’ ακούω απ’ οπου και να’σαι.
Τραβήξου πιο πέρα μούσα μου και δωσ’ μου
λίγο έμπνευση να γράψω δυο λόγια για την γωνιά του κόσμου
που διαλέξαμε να φτιάξουμε το όνειρό μας
με λίγο χώμα και νερό απ’ τον ουρανό μας.
Με την φωτιά που ’καιγε τώρα καιρό τα σωθηκά μας
τρατάρουμε και τον φονιά μας
η φυγή μας στολίστηκε με μελωδίες και λέξεις
και γουστάρουμε πολύ ψυχή μου κοίτα ν’αντέξεις.
Σκίσαμε λίγο τα μανίκια απ’την παλιά την φορεσιά
τώρα χωρίς δεκανίκια και μακριά απ' τη μοιρασιά
θα κοιτάμε χωρίς ποτέ να γελάμε
κάποτε όλα ήταν μαζί δεν το ξεχνάμε.
Κάποιοι διαλέξανε αυτά τα ρούχα τους να ’ναι καλά
ντυθήκανε ανάλογα και φύγαν για ψηλά
άλλοι αράξανε στη λερωμένη τους φωλιά
τώρα οι προδότες ειν’ της μόδας να στέλνουνε φιλιά.
Κάποιοι θα ντύσουνε την φτήνια μας χλιδή
και που’σαι ακόμα τα πιο καλά δεν τα’χεις δει
τώρα που τελειώνουνε τα χρόνια του 9
εδώ στου κόσμου τη μικρή μας τη γωνιά.
Εδώ στου κόσμου τη γωνιά
έφτιαξα όνειρο φονιά,
πέταξα τη φορεσιά,
δε χωράω στη μοιρασιά.
Σ’αυτήν εδώ λοιπόν τη μικρή κοσμογωνιά
φτιάξαμε όνειρο μικρό φονιά
που μπορεί και να σκοτώσει πρώτα εμάς
ούτε να φοβάσαι μα ούτε και να γελάς.
Όλοι οι άλλο οι παγκόσμιοι ανάγκη δεν έχουν
αν βγεί στην πιάτσα η μόδα πίσω της τρέχουν
να της ψωνίσουν νυφικό να της τάξουνε γάμο
και ν’ αφήσουν την ψυχή τους στα πόδια της χάμω.
Όμως εμάς η φωτιά κι η προσφυγιά μας
είναι γκόμενες πιστές στην αγκαλιά μας
που ποτέ τους δεν θα φύγουν μέσα απ’την ψυχή μας
κι αν θα χαθούμε νωρίς θα’ρθουν μαζί μας.
Φτάνει που ζήσαμε παρέα χωρίς ζωή κανείς να κλέψει
κι ούτε απλώσαμε χέρι σε ό,τι είχαμε ζηλέψει
φτιάξαμε μόνοι στη λάσπη το όνειρό μας
το ίδιο μισούμε μετά το λυτρωμό μας.
Το ίδιο ψέμα φτύνουμε απ’ το στόμα
κι αν φοβάστε δεν είναι αργά ακόμα
ο ήλιος θα σας φέρει τα πιο κακά μαντάτα
σε τούτη τη γωνιά θα’μαστε πρόσφυγες για πάντα.
Κι άντε να δώ κουράγιο που θα βρείτε
στους αφέντες σαν ξανά υποκλιθείτε
για να κρεμάσουν το όνειρό μας όμως δεν φτάνουν τα σκοινιά
μέχρι εδώ στου κόσμου τη γωνιά.
Ξυπνάω με φωνές γιατί άρχισες χωρίς εμένα καρναβάλι
τι στολή να βάλω τι να φορέσαν άραγε όλοι οι άλλοι
λες να ’χουν χρώματα πολλά φινετσάτα και τεράστια καπέλα
θέλω να 'μαι μοναδικός και αντί για μάσκα να φορέσω εσένα τρέλα.
Γιορτή γιατί Γιατί γιορτή να γίνουν άτρωτοι οι τρωτοί
Τρελές χαρές, βουβές φωνές βγάλε τη μάσκα σου και δες.
Μοιάζεις κακός πωπω μια μάσκα που τη βρήκες πες και εμένα
όσα φοράω κλεμμένα είναι και σκισμένα
πες μια κουβέντα να σ’ ακούσω τρόμαξέ με
μέσα στα μάτια να με σκιάξεις κοίταξέ με.
Μα δε μπορείς κακό να γίνεις αλήθεια δε μπορείς
Για κοίτα εκείνον με τ’ αγγέλου τα φτερά που όλο γελάει
κρύβει τα μάτια του και μοιάζει μια χαρά ενώ πονάει
και αν του φωνάξεις να γυρίσει να κοιτάξει
δε θα γουστάρει το παράδεισο, θ’ αλλάξει.
Ένα καπέλο θα φορέσει γεμάτο με φτερά
και θ’ αρχίσει να χορεύει με τους άλλους στην πυρά
κι αυτός που καίνε πόσο μου μοιάζει
και μονάχα που το σκέφτομαι αλήθεια με τρομάζει.
Βρες μου μια μάσκα να φορέσω ότι να’ ναι να σωθώ
και μια στολή να μοιάζω σαύρα να συρθώ
ή καμιά φούστα καμιά τσάντα καμιά κάλτσα
να μοιάζω πόρνη που ξεχύθηκε στην πιάτσα.
Κάνε ότι να’ ναι να ξεφύγω απ’ τη φωτιά άσε με λάσκα
έκανα λάθος που δε φόρεσα μια μάσκα.
Στο καρναβάλι ρε που πας
χωρίς μάσκα και στολή ρε να φοράς.
Κι αφού το διάλεξες, να πας
θα ’σαι μόνος μες στους μόνους θα πονάς.
Γι’ αυτό λοιπόν φοράω την πρώτη μάσκα εκείνη που θα βρω
το πήρα απόφαση πως πρέπει να χωθώ μες στον χορό
κι αν τους φοβίσω και εγώ με τη σειρά μου
τότε θα ’ναι ταιριαστή επάνω μου η φορεσιά μου.
Κι αν τους κάνω να γελάσουν και ξεσκάσουν
μπορεί τη φάτσα μου για πάντα να ξεχάσουν
και να θυμούνται αυτή τη μάσκα τη γελοία που φοράω
και θα μπορέσω με τους άλλους άνετα να περπατάω.
Δε θα φοβάμαι και δε θα ντρέπομαι για μένα
θα ’ναι τριγύρω μου τα πάντα ευτυχισμένα
δε θα ζηλεύω αυτά που φόραγαν οι άλλοι
θα συνηθίσω εδώ κοντά σου καρναβάλι.
Τέλος καλό όλα καλά
η μάσκα ταίριαξε καλά.