- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Το 7o προσωπικό album της Sadahzinia, κυκλοφορεί τον Απρίλιο 2016 μόνο απο το e-shop, την Amberola και την Talkback Ent. Μετά το ιστορικό live του Νοέμβρη στο ΟΑΚΑ όπου έκλεισε μαζί με τον B.D.Foxmoor την μουσική και ενεργή δράση των Active Member, από το 1992 ως σήμερα, εστιάζει και πάλι στα δικά της μουσικά μονοπάτια.
Κι επειδή όλη αυτή η διαδρομή είναι ακόμα σε εξέλιξη και διαρκώς παράγεται έργο ψυχής, πήρε το όνομα «Κάρπιμο». «Κάρπιμο» το τελευταίο tour των Active Member ανά την Ελλάδα, «Κάρπιμο» και ο τίτλος του νέου της album. Ο ήχος της χαρακτηριστικός, με μια ιδιαίτερη μουσικότητα λόγω της παραγωγής του B.D.Foxmoor, αλλά και από την κιθάρα, το βιολί, το τσέλο, τα κρουστά, τα ιδιαίτερα samples που δομούν τα περισσότερα τραγούδια της. Οι στίχοι της αποδομούν την πραγματικότητα καλώντας τον καθένα να φτιάξει τη δική του ερμηνεία. Και παρόλα αυτά ισορροπούν εξίσου εύστοχα το καταγγελτικό ύφος τους με έναν ονειρικό λόγο.
Το εξώφυλλο έχει δημιουργήσει η Φωτεινή Τίκκου, σκαλίζοντας σχήματα πάνω σε αυτοσχέδιες ξύλινες σφραγίδες.
Η παραγωγή είναι του B.D.Foxmoor, στίχοι της Sadahzinia (εκτός από δύο κομμάτια), περιέχει 15 tracks.
Περιέχει βιβλιαράκι με στίχους.
Παραγωγή: B.D.Foxmoor
Στίχοι, ερμηνεία: Sadahzinia
Στίχοι (tracks 10, 13): B.D. Foxmoor
Συμμετέχει (track 11): Veronica Harcsa
Studio: Perasma
Δημιουργικό εξωφύλλου: Φωτεινή Τίκκου
Photo: Μυρσίνη Μπογδάνου
Αγκυροβόλησε η μέρα στα ρηχά,
λιγόστιγμες σταλιές δροσιάς και κόμποι στο χορτάρι,
τα δέντρα σκύβουν και ριγούνε στα κρυφά,
μετρούν ξαναμετρούν το αγαληνό ετούτο χνάρι
που βρέθηκε μεσόστρατα στο πράσινο λιβάδι
με τ’ ασφοδέλια, τα φρύγανα και τ’ άλλα όλα,
με τ’ αγριολούλουδο της άνοιξης παινάδι,
του ήλιου το χάδι, τα γεμισμένα πολυβόλα.
Να ‘ταν αγόρι ή κορίτσι ο φυτευτής;
Και τι στα χέρια να κρατούσε θυμητάρι;
Αναρωτιέμαι αν το γύρεψε, αν το ‘ψαξε κανείς;
Κι αν βγάλει ρίζες ξαφνικά αυτό το χνάρι;
Φίλημα αθώπευτο η μαρμαρυγή του ήλιου απ’ τα φυλλώματα,
λούστρο του κάμπου φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου.
Μεριάζω τα όμορφα και τραγουδώ τα ονόματα
που μου γυρνάει στ’ αυτιά ο φονευτής του τόπου.
Να ‘ταν η κούραση ή τ’ αγριόσκυλα,
η σιωπή, τ’ άγουρα νιάτα και η σπονδή,
δίπλα απ’ το χνάρι με πρησμένα τα ματόφυλλα
είναι σπαρμένο... ένα παιδί.
Πυρώνει ο ήλιος τ΄ακροβλάσταρα, τις ρίζες.
Φλεβίζει η γη χυμούς, απόφλουδα και μαύρο αίμα.
Η αγάπη ξέχειλη τριγύρω αν θα την είδες
αν δηλάδη θα σήκωνες απ’ το παιδί το βλέμμα
για παρακάλι στον καιρό να βρέξει ή να φυσήξει,
να σε λυτρώσει απ’ το αμήχανο το θέαμα.
Όμως, το ηλιόκαμα σού πρόκαμε τη νύξη
και τάραξε νοερά τα χείλη και το γνέμα
και σα να σκίστηκε η σιωπή και ακούστηκε ένα βέλος:
... «Ευχαριστώ,
με φέρατε στο δρόμο αυτό, σ’ αυτό το τέλος,
μάνα, πατέρα κι όλοι οι ξένοι, ευχαριστώ!»
Γη καρπερή κι ακούραστη αγκάλη,
νανούρισέ το το παιδί και σκέπασε το χνάρι.
Κι εσύ, Ευρώπη μου, πατρίδα απ’ ατσάλι,
φέτος ο κήπος σου καρπίζει με τούτο το κουφάρι.
Ένα αγριολούλουδο, ένα παιδί ένα της άνοιξης παινάδι,
Μια της ζωής ωδή μπρος στου θανάτου το σκοτάδι.
Ένα σημάδι, ένα χνάρι - κάρπιμη γη, αιώνια αγκάλη.
Κάθε νεκρός και θυμητάρι μπρος στα μάτια σου, πατρίδα απ’ ατσάλι.
[ ... Stetson! You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?...] T.S.Eliot
Πατάω τα πόδια μου καταμεσής μιας σκάλας.
Σε κάθε πάτημα αρμαθιές τα χρόνια της φευγάλας.
Ένα–ένα τ’ ανέβηκα από κάτω – κατασταλάγματα –
κι όσο ανεβαίνω υποχωρούνε τα φαντάσματα.
Και η μπόρεση να ζήσω γιγαντώνεται.
Τίποτα δε συντρίβεται, αν γέρνει, φανερώνεται
απλά κι εγώ το βλέπω, τ’ ακούω, το αισθάνομαι,
το γεύομαι, το φτύνω, το αντέχω ή το ασπάζομαι.
Ο πόνος είν’ ένα απ’ αυτά που σε κρατάνε ζωντανό,
γιατί είναι η φτιάξη σου σαρκιό.
Κλεισμένος σε ραμφίζει σαν το πουλί το τσόφλι
κι όταν σε αφήνει πια, μαζεύεται σαν τη βροχή στο ανώφλι
που στάζει αργά στα πλαϊνά σα να κεντάν βελόνες
και σύγκαιρα περνάνε οι νύχτες κι οι χειμώνες
που είναι πιο δύσκολοι αν προτιμάει κανείς το φως,
λιόλουστη η μέρα του κι ο βιος του μπορετός.
Μυστήρια όσα με στηλώνουν στα πόδια, μπορεί και ψέμματα.
Μπορώ τα ψέμματα πιότερο απ’ τα χαϊδέματα.
Γιατί μεθάν τη μούσα μου, την υπνοφαντασιά μου
κι όλα τ’ αμπόρετα φαντάζομαι κοντά μου.
Γι’ αυτα που κάνουν τη ζωή πιο μπορετή,
για όλα αυτά που με κρατάνε γελαστή,
για όσους δεν πέσανε ως τώρα αμαχητί,
γι’ αυτά που ανασαίνει η νιότη μας ζωή.
Για όσα αφηγούνται ακόμα οι λιγοστοί,
για όλα τα όχι που με κάναν δυνατή,
για ό,τι μ’ αγάπη έχει ως τώρα γιατρευτεί,
για όποιον τα ζει και δε λέει να κρυφτεί.
Υπάρχει μέρος ν’ ανασάνει η νιότη μας ζωή;
Υπάρχει μέρος η ηθική τους να κρυφτεί;
Υπάρχει τρόπος ν’ απασφαλίσουμε τη σκέψη μας,
τη μνήμη και την έμπνευση, το μίλημα, τη βλέψη μας;
Είναι το απλό, το ελάχιστο αυτό που μας τρομάζει:
Του κριθαριού ο σπόρος που με λίγο χώμα μοιάζει
να έχει μέσα του αιώνες και μπόρεση,
οδύνη και αναβροχιά, την πιο όμορφη ιστόρηση
για το αύριο που θέλει ή δε θέλει τη σπορά θρασεύει,
για τη μοναξιά που το τραγούδι ανασκαλεύει
και με κεντρίζει πίσω στης μουσικής το μέρωμα
μπορώ να ζω μ’ αυτά ως το στερνό μου το ξημέρωμα.
Λευτέρωμα απ’ τα πρέπει και τα ναι τ’ αστόχαστα.
Ζω για τον ήχο της λέξης και όλα τ’ ασώπαστα.
Μου φτάνει να κατανοώ γι’ αυτό και μόνο μπορώ να ζω.
Για την αγάπη πιότερο, και γιατί κάποτε τελειώνει αυτό.
Σπασμένη μοιάζει η ράχη των ονείρων μου
καθώς μετρώ τα χρόνια και τα σκαλοπάτια,
καθώς το αστρί μου από γεννησιμιού του απείρου μου,
παλεύει φως να μου κεντά πάνω στα μάτια
γι’ αυτό εδώ το ξημέρωμα που σιγοφανερώνεται
και με κυκλώνει αργά και με κατασπαράζει,
στέκεται στην άκρη του ορίζοντα κι απλώνεται,
τη μαύρη καταιγίδα του μυαλού μου ησυχάζει.
Στολίζει τ’ αύριο και διώχνει τα φαντάσματα,
φυσάει το αγιάζι στα πεσμένα μου σαγόνια,
και τη σκυφτή μου πλάτη μ’ όλα τα τεχνάσματα,
κουρδίζει να αγκαλιάσει τα άδεια μου πνευμόνια.
Θυμάμαι, κάποτε παιδί τον εαυτό μου,
είχα το νου χορτάτο απ’ τα φτεροκοπήματα
κι ευκολοστάλακτο το ανήμερο εντός μου
πάλι καλά με νίκησαν τα ποιήματα!
Ίσως να έπεσα κάπου, ίσως να χτύπησα
κι η μνήμη φύλαξε την αίσθηση του πόνου.
Σημάδι κράτησε το σώμα μου και λύγισα
η αναπνοή μου είναι τώρα η αίσθηση του χρόνου.
Όμως, το φως από αυτό εδώ το ξημέρωμα,
παραμυθία στα μαύρα μου φεγγάρια.
Πως ν’ ανεχτώ του ονείρου μου το ημέρωμα
να μη χωρά στου θησαυρού μου τα λογάρια;
Κάθε σου θύμιση, ένα νεύμα στο φως
παρηγοριά σου όσο στέκεις σκυφτός.
Ψάξε εκεί στο φως...
στο σκοτάδι τ’ αύριο δεν ανασαίνει.
Κάθε μας λέξη είναι και μια ατραπός,
των ονείρων μας ο πρώτος καρπός.
Ψάξε εκεί στο φως...
Κάθε χαμόγελο τον πόνο γλυκαίνει.
Έπαψα να πιστεύω πια στ’ αναπαλλέματα,
σε ανασεισμούς, σπαράγματα και τέτοια
μπανταρισμένα ξέφτια στα ηλιοβασιλέματα
τα ονείρατα παράβρασαν σε τσίγκινα λεβέτια.
Κι απ’ αυτό εδώ το ονειροαπόσωσμα πήρα,
ένα χερόβολο μικρό, μια χούφτα κράτησα.
Ξέπλυνα τα μάτια με του ονείρου μου τη φύρα
να δω στο φως τι πήρα και τι άφησα.
Συμφιλιώθηκα με τα δεσμά και το έρμα μου,
τη μετριότητα, το ανάγκεμα, όλα αντάμα.
Κρυφά κι ανάκρυφα μαγεύουνε το βλέμμα μου.
Ψάχνω στο φως για σάρματα και θαύμα.
... Ψάχνω στο φως
κι ό,τι γνώριμο βρω το αποφεύγω.
Ψάχνω εκεί απλώς,
στο σκοτάδι τώρα πια δεν ανασαίνω.
Αδιάκοπα στο πλάι μου το αύριο σαλεύει,
ολόγυρά μου ανέγγιχτο και δροσερό αγέρι.
Όσοι έφαγαν κι όσοι ήπιανε στη μαύρη τώρα χλεύη.
Για τούτο το ξημέρωμα θάβω στο φως το αστέρι.
Γέλα, καρδιά μου, γύρνα στ’ απλά.
Ζήτω η τρέλα και κάθε αρνησιά.
Φέρμα η εξέλιξη που απόψε με ικετεύει,
στο λαιμό μου κάθεται εκεί και περισσεύει.
Φτάνει η πρόοδος κι η υπερανάλυση.
Ποια αξιολόγηση; Βαρέσαμε διάλυση.
Πάει το σπίτι δεν παίζουνε φράγκα
τέρμα το μέλι μάς τρώει η μαρμάγκα
δεν έχει δουλειά δεν έχει παιχνίδι
δεν έχει αγκαλιά η ψυχή μας τσιτσίδι.
Η φορά των πραγμάτων σε πλήρη εξέλιξη,
μύγες χάφτω κι αναμένω μετεξέλιξη.
Γέλα, καρδιά μου, γέλα.
Γέλα, και ζήτω η τρέλα.
Κι ενώ περιμένω τ’ αύριο για να δω,
δεν υπάρχει σάλιο για να κινηθώ.
Το lifestyle μου αλλαζει – πο πο πο, τι κακό!
Kαι το μέλλον μου μοιάζει τόσο δυναστικό.
Θυμάμαι το πρώτο βήμα στο φεγγάρι,
τι συγκίνηση ,τι εξέλιξη, τι χάρη!
Kι από τότε, καρδιά μου, δε παύει ούτε λεπτό
που με το αύριο προσπαθώ να εγκλιματιστώ.
Ενώ γεμίζει ο κόσμος τοξίνες,
κάποιοι τραβάμε τις μαύρες πείνες,
Μα εσύ γέλα, καρδιά μου μπορείς και μονάχη,
δίχως το τέλος που σου έχει λάχει.
Κι εγώ τα βλέπω, θα μου πεις, αφού τα βλέπεις.
Kι εγώ τα ξέρω, αλλά τότε που προσβλέπεις;
Κάπου αλλού μακριά πιο πέρα,
γεννιέται όμορφα και πλάθεται μια μέρα.
Ένα κομμάτι από τον ήλιο μας ανήκει
κι ένα σύννεφο αρκεί για δεκανίκι.
Να ‘χουμε ουρανό από πάνω μας για στέγη,
τότε η καρδιά μας θα γελά, θα ημερεύει.
Δε θέλουμε πρόοδο, θέλουμε αέρα,
θέλουμε πίσω τη γη την απλοχέρα.
Έχουμε ο ένας τον άλλον και τέρμα
λευτεριά και στις φλέβες μας αίμα.
Γι΄αυτό, γέλα καρδιά μου, γύρνα στ’ απλά.
Ζήτω η τρέλα και η κάθε αρνησιά.
Μούφα η εξέλιξη, μπορείς και χωρίς.
Ό,τι είπαμε είπαμε - peace!
Σύριζα είμαι στο γκρεμό, κοιτάω από κάτω
και να σου ένα ποτάμι.
Κάνει μπάνιο η Φωφώ κι ένας λεβέντης πονηρά
την παίρνει μάτι.
Να σου κι ο Κούλης ο κυνηγός, ξετρυπώνει έναν λαγό
πίσω από κορμό καμμένο!
Κούτσου κούτσου κουτσούμπα-λοβ.
Σύριζα είμαι στο γκρεμό. Τι περιμένω;
Θα μπορούσε να ’ναι με ζώα ντοκιμαντέρ,
η πορνο κατήγορία orgy πολιτικέρ
Μα είν’ τα χαΐρια μας, τα μαζεμένα αϊ σιχτίρια μας,
τα ρημάδια που ρημάξανε τα σπίτια μας.
Όλα παρέα σ’ έναν εφιάλτη.
Η σχολή της διαφθοράς η ανωτάτη.
Η διαστροφή του καθώς πρέπει δημοκράτη,
το σπίτι του άεργου και του ακαμάτη.
Κι εγώ που σκιάζομαι, νιώθω μια τρόικα μαζί μου.
Είμαι κρυμμένη σαν κι αυτούς στο Μαξίμου.
Φοβάμαι πως πίσω από τις λέξεις κρύβεται ο Αλέξης
είναι μη μπλέξεις, θέλει άντερα για να το αντέξεις!
Κι άλλο μνημόνιο και νέο ασφαλιστικό
κι εγώ απ’ τη φύση μου που δεν κρατάω μυστικό
και δεν αντέχω άνθρωπο να βλέπω νηστικό,
το ρίχνω στο σατυρικό, φτιάχνω τραγούδι τοξικό.
Τα κέρατα τους λαμβάνω συστημένα,
με απειλούν κι εμένα, με βάζουνε να βλέπω ΕΡΤ 1,
με φορτώνουν κι ας μη ψήφισα ποτέ μου,
φοράω σωσίβιο στον καναπέ μου, αγαπητέ μου…
Στον εφιάλτη συνεχίζω αφημένη,
το μεγαλείο του κράτους μια σκηνή στην Ειδομένη.
Ο πασάς από απέναντι βαράει το ντέφι
κι εδώ το γιουσουφάκι με την Αντζελίνα βγάζει selfie
όλο κέφι! Κάντε του μωρέ ένα reset
από τα ζάναξ απόκτησε χαμόγελο preset.
Τέλεια Ευρωπαϊκή εικόνα!
Που να δεις τι μας φυλάν για το χειμώνα!
τώρα που έγινε το Αιγαίο μπάσε-βγάλε,
ο θείος Σαμ ετοιμάζει το φινάλε:
Συρία και βάλε μήπως το βουλώσουνε οι Ρωμιοί
γιατί οι τρελοί χαλάνε πάντα τη γραμμή.
Παρά τα μαύρα χάλια μας, εδώ είναι πια
ο μόνος τόπος που έχει μείνει ανθρωπιά.
Κι αφού δεν αντέχω την ντροπή τους να ξεπλένω,
ας τραβηχτώ απ’ το γκρεμό, τι περιμένω.
Έκτισα για λόγου μου ένα σπίτι,
τα θεμέλια, τις πέτρες, τους τοίχους, τη σκεπή.
Άναψα μια φωτιά κι άφησα τον καπνό σιρίτι,
τη θέα απ’ το παράθυρό μου ακάλυπτη, ασκεπί.
Ύστερα, σκάλισα, για λόγου μου, έναν κήπο,
τον ξεβοτάνισα, τον πότισα, τον έφραξα.
Χάρηκα όταν άκουσα στην πόρτα μου απ’ τον γείτονα χτύπο,
στον κήπο μου ολόδροσο νερό τον κέρασα.
Φρόντισα για το σύννεφο, τον ήλιο, τη σκιά,
για το φύσημα του ανέμου, τη σκόνη, τα πουλιά.
Και σε μια μέρα μέσα ξαφνικά
ηθελημένα κι άθελά μου τράβηξα μια ψαλιδιά.
Έκοψα τον ουρανό πάνω απ’ το σπίτι μου
κι έδεσα το σπίτι μες στον κήπο, στο χορτάρι
τσάκισα τη φωτιά και όλα στο μαντήλι μου
και μπήκα μ’ άλλους χίλιους στο ανθρώπινο βουρκάρι.
Έκλεισα το μυαλό μου κι άδειασα τα σωθικά μου,
την ανάσα σκλάβωσα, και σφράγισα το στόμα.
Χωρίς ευχή, πισώβαρος απ’ τα μνημονικά μου
λειψός απ’ όλα τ’ άλλα, ντύθηκα το χώμα.
Απομακρύνθηκα απ’ τον ψίθυρο των όπλων.
Πιάστηκα από τον ψίθυρο των άλλων στη σιωπή
ίσκιοι της νυχτας, της λάσπης και των ονειροπόλων,
φτηνή πραμάτεια η ζωή - της οικουμένης η ντροπή.
Βρήκα τη θάλασσα, μπήκα στη βάρκα.
Έδωσα ναύλο τα όνειρα όλα, και το τίποτα.
Κράτησα στη μαντήλα μου το σπίτι, μπάρκαρε μόνο η σάρκα
κι άβουλα κοίταζα το διπλανό καχύποπτα.
Η βάρκα λίκνο, το κύμα χέρι – αφήνομαι –
και την κουνά αργά στη γούβα ενός τάφου
βούβα της μοίρας πατώνω ή πνίγομαι;
Φροκάλι του θολού νερού, του γκρεμισμένου τράφου:
«Συγνώμη, αγάπη μου, γιατί έχτισα ένα σπίτι,
μια όμορφη, ξύλινη καλύβα ψευδαισθήσεις
σαν τις ταινίες που ‘βλέπα με καπνοδόχο και καπνό σιρίτι
όμως μακριά απ’ τη βία, το μίσος, τις εκρήξεις.
Γνωρίζοντας πως για το μέλλον τα όνειρά μου
είναι μικρότερα από αλλωνών ανθρώπων – τ’ αρνήθηκα.
Συγνώμη σπίτι μου, δε κρέμεται απ’ την πόρτα η αλλαξιά μου
... συγνώμη πνίγηκα.»
Ποιους αφορά τελικά η νύχτα των δακρύων;
Γιατί στου κόσμου δίνει χαρά τους αιμοπότες;
Ποια συμφορά αφηγείται ο πόνος των αθλίων
και τι όνειρα - στεφάνια πλέκουν οι άμοιροι στις πόρτες;
Για σένα Άνοιξη, γλυκιά μου, ξεροστάλιαζα δειλά
στην ουρά της πομπής ν’ ακούσω που σε υμνούσαν.
Τόσοι ψεύτες, τόση αλήθεια, σπάραζα σιγαλά,
την ανάσα τους ν’ ακούω καθώς σου τραγουδούσαν.
Κι όμως, παρέμενα εκεί, στης σιχαμιάς την άκρη
για τη μελωδία τούτη τη θλιμμένη.
Κι όμως, επέμενα να ψάχνω το ένα, το πραγματικό το δάκρυ,
μα η σιωπή, κι αυτή μακελεμένη.
Σκεφτόμουνα η ανάσταση είναι μόνο για νεκρούς,
γιατί έχουν τόση αγωνία οι ζωντανοί;
Καμιά επιστροφή δε θα γιάνει τους καιρούς
κι όμως μοίαζει γλυκιά η προσμονή.
Σίγουρα αυτή η μελωδία, σα σειρήνας τραγούδι
σε καλεί προς το τέλος, σε καλεί να πεθάνεις.
Αυτά τ’ αφέγγαρα βράδυα των αστεριών το λεχούδι
σού τραγουδάει για όσα έμαθες να χάνεις.
Παρ’ όλα αυτά στην ουρά της πομπής μένω κρυμμένη
του τελετάρχη να θαυμάζω το ύφος το σοφό,
τόσο βέβαια μάτια, τόσο φχαριστημένο γένι...
- πάμε για να πεθάνουμε, δεν είναι πια κρυφό.
Κ όμως, αυτή η μελωδία ευωδιά έχει ανθού μυρωδάτου
Δε μπορεί! Την φτιάξανε οι προγεγραμμένοι;
Έχει την όψη κοριτσιού όμορφου ντελικάτου.
Γιατί την μουρμουράνε όλοι σκυμμένοι;
Ποιους αφορά λοιπόν η νύχτα των δακρύων;
Την πομπή αυτή όσων να ζήσουν αρνιούνται;
Ή την ευχαρίστηση ημών των αθλίων
που όλα τα ζηλευτά τα ζήσαμε κι όσα μισιούνται;
Ποιους αφορά λοιπόν αυτό το άσμα;
Από ποιον σκαρώθηκε και γιατί λατρεύεται;
Ποιον βολεύει αυτό το απέραντο χάσμα;
Εκείνον που ζει; Ή εκείνον που ανασταίνεται;
Περιζώνω βουνά, ωκεανούς, ποτάμια, ρήγματα,
οροσειρές, υψώματα, χωμάτινα βυθίσματα.
Kυκλώνω κάμπους και ολάκερες ηπείρους
με τις παλάμες μου, και φέρνω άπειρους τον κόσμο γύρους
εύκολα, σεμνά, συνηθισμένα,
δεν είναι τίποτα αυτό, το κάνω πιότερο για μένα.
Tούτες τις άδειες ώρες που παραμένω ανήμερη,
τις άδειες ώρες που επιμένω το ίδιο ανήξερη
για το αχανές, το απέραντο της πλάσης κι εντός μου,
ξεφωνίζω ν’ ακουστώ ως τις σκεπές του κόσμου.
Αυτός ο κοσμος δεν είναι κανενός
κι ούτε σχολίασε θαρρώ το απέραντο ο θεός.
Ζει σαν κι εμέ σε βουνά, ωκεανούς, ποτάμια, ρήγματα,
οροσειρές, υψώματα, χωμάτινα βυθίσματα.
Kυκλώνει κάμπους και ολάκερες ηπείρους
με τις παλάμες του, και φέρνει άπραγος τον κόσμο γύρους.
God gave us his teaching to love one another
but the greedy seem just to ignore,
there is no help for their brother.
For them it’s no tomorrow,
for them it’s no today
and it seems ain’t got no share
in these hollow hours.
Είμαι απ’ το παλιό και είμαι απ’ το νέο.
Εκφέρω γνώμη κι έχω το φρόνημα κρυφό.
Φορτώνω θάρρος κι αμίλητα ό,τι θέλω λέω.
Κρύβω το ανόητο όσο και το σοφό.
Ανησυχώ για τους άλλους κι αδιαφορώ συγχρόνως.
Μητρική φιγούρα όσο και πατρική,
γυναίκα είμαι, σύζυγος, και κόρη ταυτοχρόνως
γερμένη πλάτη και όψη παιδική.
Προσγειωμένη βλέπω την πραγματικότητα.
Φαντασιώνομαι και ονειροπολώ.
Γοητευμένη από τη στείρα ματαιότητα
υποτάσσομαι στο μέλλον το θολό.
Είμαι από το Νότο γέννημα και το Βορρά,
ζω στην Ανατολή βαθιά ξεκίνησα απ’ τη Δύση.
Ό,τι κι αν γίνεται στον κόσμο με αφορά.
Διαλέγω το ευτελές στου εγκέφαλου την πλύση.
Βοηθώ τον πρόσφυγα και τους ομοίους του,
όμως φοβάμαι μην τυχόν βρεθεί μπροστά μου.
Νοιάζομαι και μπουχτίζω απ’ τους οικείους μου.
Ζω σε μια αντίφαση και είμαι στα καλά μου.
Είμαι μια αντίφαση, των ονείρων μου λάκκος.
Ηγεμόνας, ένας του σύμπαντος δράκος.
Είμαι μια αντίφαση, ένα αιώνιο ράκος.
Αυτός που δεν άκουσε ποτέ είμαι ο ανθρωπάκος.
Διέσχισα την κοιλάδα που μου αναλογούσε.
Κρύφτηκα μέσα στο καβούκι μου σεμνά.
Πάτησα επί πτωμάτων, η ζούγκλα με καλούσε.
Κλείστηκα ολότελα κρατώντας τ’ αχαμνά.
Δεν είμαι βλάκας, δεν άφησα να με γελάσουν.
Έβγαλα νύχια και δόντια για ν’ ανέβω ψηλά.
Δεν είμαι βλάκας, δεν άφησα να με γελάσουν,
μια ζωή την έζησα χωμένος στα κρυφά.
Σύντροφος Ευρωπαίων και Βαλκάνιων ανδρών
σύντροφος αιρετών και εκκαθαρισμένων.
Απουσιάζω μόνιμα, και είμαι πάντα παρών
- ο αχαριστότερος των ευεργετηθέντων.
Ειδήμων στα ζητήματα, κι αρχάριος ξεκινώ.
Κάποιος μέσα μου μιλά και δε σωπαίνει.
Ο πόνος πάλι με κρατάει ζωντανό,
μα είναι απόλυτα κι αυτός που με πεθαίνει.
Κάθε χρώματος και τύπου είμαι εγώ,
κάθε τάξης, γένους, κάθε θρησκείας.
Αντιστέκομαι πάντα σε ό,τι καλύτερο από μένα βρω,
μα παραδίνομαι στο λίκνο της βλακείας.
Χιλιάδες χρόνια κι όλα ανώφελα
σα μικρά γράμματα στα οπισθόφυλλα.
Mεγάλη προίκα μας, αιώνια η πίκρα μας.
Όσα αγαπήσαμε, πεθάνανε δίπλα μας.
Δεύτερη ήττα μας νεκρό, αχρηστεμένο εκκρεμές,
ιταμές εξουσίες, αβλεψιές, παραδρομές,
αφορμές να χαθούνε μια και καλή όλα τα όμορφα
απ’ του Ερέβους τα τερατόμορφα.
Απ’ του Ηνίοχου την παραμυθένια πυροστιά
κι όλη του σύμπαντος τη μαύρη κι άβαθη ρεματιά
κοσμικοί των προγόνων φτάνουν αντίλαλοι,
φύλακες νέους γεννάνε στη σίκαλη.
Εξεγερμένοι φυτεύουν τα δικά τους περβόλια,
σπόρους μονάκριβους φοράνε στη γη νυφοστόλια.
Οι αιθεροβάτες διώχνουν μακριά τη λησμοσύνη,
βυζαίνουν φως απ’ την Αγία Μνημοσύνη.
Οι αστοί μοιάζουν σήμερα ξανά νικητές,
πίσω από πόρτες γιορτάζουν κλειστές, αμπαρωτές.
Οι επαναστάτες θέλουν και ξεχνάνε το χθες.
Οι τραπεζίτες, οι απόλυτοι κατακτητές,
οι σκυφτοί και χορτάτοι του Θεού ξενιστές,
λοβοτομούν σωρηδόν μελλοντικούς νηστευτές.
Λίγοι οι αστείρευτοι κι απροσκύνητοι ποιητές.
Οι λαοί συννένοχοι και τιμητές.
Εγώ θέλω και κρατώ μπούσουλα στα όνειρά μου
έναν πύρινο αετό οδηγό στα θολερά μου
κι ενός σαμάνου τα λόγια απ’ της λευτεριάς την κορφή
που καρτερεί απ’ τους ουρανούς να επιστρέψουν οι σοφοί.
Με όσα αντικρύσουνε, ίσως να δακρύσουνε
των αστεριών μας και του χρόνου οι νομάδες.
Με ό,τι ξεστομίσουνε, ίσως να σκορπίσουνε
της ζωής μας τις πικρές ασκημάδες.
Κι όσα θερίσουνε κι όσα θα γκρεμίσουνε,
δεν τα σώζουν ούτε όλου του κόσμου οι παράδες
μέχρι να γυρίσουνε να ξαναβλαστήσουνε
των ονείρων μας οι φτωχοί βασιλιάδες.
Μοιάζει ωραίο κι ακίνδυνο παραμυθάκι
όπως για κάποιους ανάλαφρους του Ομήρου η Ιθάκη.
Μοιάζουν αμήχανοι κι αμοίραστοι ακόμα οι μύθοι
στο νου του ανθρώπου, το ξερολίθι.
Όμως, η νεα Βαβυλώνα δε θ’ αντέξει, θα πέσει
και κάθε τύραννος γονατιστός θ’ ανακαλέσει
τη δύναμη της πλάνης της θρονιασμένης
μπρος στους ανέγγιχτους ανθούς της οικουμένης.
Τα λόγια του σαμάνου έχω φυλαχτό μου,
στους ουρανους ψάχνω τον αετό μου,
ο καλός οιωνός μου, το άναρχο φως μου,
ο έσχατος απ’ τη μακρινή έρημο αδερφός μου,
ο στερνός της ελπίδας μου μαντατοφόρος
ο επι αιώνες ακούραστος, βουβός τσιλιαδόρος,
των αστεριών και του χρόνου τους νομάδες
των ονείρων μας, τους φτωχούς βασιλιάδες.
Αργοκινώ και φεύγω τώρα
σαν τον αέρα μετά από άγρια μπόρα.
Τινάζω τα μαλλιά μου στον ήλιο,
πάω να κλειστώ στο μικρό μου βασίλειο.
Μη με γυρέψεις,
αν δυσκολεύεσαι να με μαντέψεις.
Κάρπιμο χώμα, μέρα μου γκρίζα,
άσε με εκεί να ξαπλώσω στη ρίζα.
Όλα θα γίνουν όπως πρέπει
η αγάπη βλέπει.
Η αγάπη...