- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Credits
Παραγωγή (Side A:1, 2 και 3) – Side B: 1 έχει κάνει ο B.D.Foxmoor
Παραγωγή (Side B: 2 και 3) έχει κάνει ο Brak
Στίχοι & Παρουσίαση: B.D.Foxmoor, Sadahzinia
Παρουσίαση στο Side A 3 o B.D.Foxmoor και τα Χνάρια
Studios: : “Arsenal” Mobile και Reaction
Γυρνάνε,
έξω απ’ την πόρτα μας οι μπάτσοι τριγυρνάνε, μάς ζητάνε.
Λυσσάνε•
κρύψτα βιβλία αν τα βρουν, θα μάς τραβάνε.
Χτυπάνε,
κι απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο κοιτάνε και ρωτάνε,
που να ‘ναι
αυτή η παράξενη σκιά που κυνηγάνε...
Πρώτη μου σύντομη διήγηση απ’ τα χρόνια της σιωπής
με τσιλιαδόρο τον αέρα στα ελλενίτ της σκεπής
τα καρακολια μαζεμένα στη γωνία με φακούς και λοστούς
η νύχτα θάρρευε όσους η μέρα είχε σκυφτούς,
τους κυνηγούς των πεποιθήσεων,
τις μπασκίνες των μετέπειτα εδώ κυβερνήσεων.
Λοιπόν, θυμάμαι το βλέμμα προς την πόρτα του παππού μου,
εγώ να κάνω πως θυμάμαι να ’χω και το νου μου.
Από δίπλα η φασαρία, κάποιον χτυπάγανε
είχαν γορτή πριν εκεί και τραγουδάγανε.
Βρήκαν και κάτι βιβλία και τους μαζέψανε,
ίσως να βρήκαν τη σκιά που γυρεύανε,
για σίγουρα όμως χτύπησαν δίπλα και σε μας
ρίξαν φως από τις γρίλιες κι ένας φουκαράς
που είχε έναν φοίνικα φλαμπέ πάνω στην αγκράφα,
έσπρωξε την πόρτα, μεγάλη γκάφα.
Πρόσφατες εικόνες, βιονικά τα καρακόλια,
δημοκράτες οι άρπαγες και χημικά τα βόλια,
νεολογισμοί, αφορισμοί κι εξοστρακισμοί,
οι κάμερες πασχίζουν για του κράτους την τιμή.
Όμως τώρα τραγουδάμε όλοι ανενόχλητοι.
Χωριστά οι ξυπόλητοι, οι ρεφόρμες και οι απόλυτοι.
Μας την πέφτουν πάνω στο φεύγα στην τρεχάλα,
λίγο μπουντρούμι και digital κρεμάλα.
Τότε το κάθε μέρος είχε το ρουφιάνο του•
τώρα που ο καθένας έχει από ένα μπάτσο πάνω του
κι αν χτυπάν την πόρτα όλα είναι βάση νόμου
δωρεάν η είσοδος στο σπίτι του τρόμου
πότε θα κάνει ξαστεριά πότε θα φλεβαρίσει
πότε ο σκιαγμένος τους φρουρός θα πυροβολήσει.
Παίρνει εκδίκηση ο φασίστας ο ευνούχος
τώρα ο μπάτσος είναι γείτονας μας κι αριστούχος.
Χτυπάνε,
η διαταγή είναι στο ψαχνό να μας χτυπάνε, κι όπως να ‘ναι
Βαράνε, για να ξορκίσουνε τον φόβο τους γελάνε.
Πετάνε,
τα χημικά που έχουνε λήξει μας κερνάνε, μας μεθάνε.
Ρουφιάνε,
μόνοι τους φτιάξαν τη σκιά που κυνηγάνε.
Γίνεται λόγος πολύς γι’ αυτή την κρίση,
τους πιο πολλούς μας έχει ήδη γονατίσει
μα στα κανάλια ευτυχώς λένε οι μετρήσεις
ότι μας μείνανε δυο χρόνια ακόμα κρίσης.
Και κάπου εκεί θα έρθει η ώρα να ξυπνήσουμε,
να τεντωθούμε απ’ τον ύπνο τον μεγάλο
και για να δούμε τότε τι θα καζαντίσουμε
ή από τον πάτο θα μας στείλουν και στο διάολο.
Όταν σωπάσαν οι καιροί κι ο τρόμος κατακάθισε
σβηστό το φως στους προβολείς, θα καταλάγιασε.
Κι όταν η κρίση βάρυνε κι έβγαλε τη μασέλα
κόλλησε και έλιωσε αργά ληγμένη καραμέλα.
Τότε ξυπνήσαμε, ψάχναμε αν κάτι πάνω μας λείπει
και κρατηθήκαν με τα νύχια οι τόνοι ήπιοι.
Τα δόντια τρίζαμε βαριές μη μας ξεφύγουν οι λέξεις
μην τύχει αδέρφια και μας έρθουν πάλι ορέξεις.
Είμασταν λέει σακατεμένοι στάση αλλόκοτη,
χίλια κομμάτια και η μνήμη μας η απόκοτη
μέσα στην κούρνια της είχε λουφάξει με ποινή ισόβια,
έπαιζε ζάρια και απ’ την γκίνια έφερνε ασόδυα.
Αλλά ευτυχώς γιατί χωρίς θυμητικό εμείς μια απ’ τα ίδια.
μας βρήκε ο ξύπνιος μας σ’ ένα σωρό σκουπίδια.
Αλλού τα χέρια, αλλού τα πόδια σαν πατημένη ακρίδα,
άλλοι με στόματα ανοιχτά να στάζει το αίμα ελπίδα.
Κάποιοι με τις γροθιές ψηλά σφιγμένες πάλι
να τρίβουνε τα μάτια τους να ξύνουν το κεφάλι
κι άλλοι με τη σιωπή των άφωνων την συναινετική
να χασμουριούνται γι’ άλλοθι - τι κρίση ήταν κι αυτή.
Κάναμε πρόβα για καιρό αυτό το ξύπνημα απ’ την κρίση,
όταν κρυφά ξεπέφταμε σε λάθρο αλισβερίσι,
όταν ταιριάζαμε τ’ αταίριαστα με τα ύποπτα,
ψιθυριστά συλλαβίζαμε τ’ ανείπωτα.
να μην ακούσουν όσοι κάνανε τα ίδια
και λίγο – λίγο αφήναμε την τόλμη μας κομμένα ροκανίδια.
Ενώ απ’ την άλλη, έτσι απλά για ψύλλου πήδημα,
στο στόμα πιάναμε χωρίς ντροπή το κίνημα
κι ήταν το σύνθημα έτσι μ’ έμφαση δοσμένο
που πορωνόμασταν αψήφιστα κόντρα στο πεπρωμένο.
Κρατούσαμε στα χέρια κόκκαλα από νεκρούς
κι οι προβολείς τα κάνανε σύμβολα και θεούς.
Τώρα λοιπόν που ήρθε το ξύπνημα απ’ την κρίση,
ξεπλύναμε απ’ τα μούτρα μας όνειρα, ψέμα, μίση
και βολευτήκαμε όπως όπως στο σωρό να φάμε,
στον οχετό, στο τίποτα και που αλλού να πάμε;
Στοιβάξαμε τα κόκκαλα απ’ τους νεκρούς στο αρχείο
κι ενώ πάλευε η πείρα μας για το στερνό αντίο,
λέγαμε μπουκάρωντας στη νέα εποχή:
μια κρίση ήτανε, πέρασε, μάς τέλειωσε κι αυτή.
Κάνε τον κόπο επιτέλους να σκεφτείς πριν βγάλεις άχνα
βάλε το μικρό μυαλό σου τη ντροπή να πάρει σβάρνα
και πες μου χωρίς να μου χρεώσεις την αλήθεια σαν χατίρι
γιατί το παίζεις ζωντανός σ' ένα κόσμο κοιμητήρι.
Γιατί τ' όνειρο με ιδρώτα κάνεις τράμπα
και πληρώνεις ακριβά ότι οι άλλοι παίρνουν τζάμπα
τη μοναξιά σου γιατί βγάζεις στο σφυρί
κι απαντάς για ότι γουστάρεις μ' ένα ηλίθιο "μπορεί".
Πες μου γιατί βολεύτηκες σε μια όψη φουκαρά
και ικετεύεις να σε λυπηθεί η φθορά
και τα πολλά κρυφά σου πάθη φοβάσαι μη τα μάθει
η τέλεια αγάπη ακάλεστη όταν θα 'αρθεί.
Γιατί μετάνιωσες για τις κρυφές ευχές σου
και πήρες σοβαρά τις ενοχές σου
Γιατί δεν άντεχες καθόλου τις μικρές τις στιγμές
και χαράζεις στην παλάμη σου μεγάλες γραμμές
Δε θα χορτάσεις ποτέ από της μύγας το ξύγκι
δε θα φωνάξεις ποτέ όσο η θηλιά σου θα σφίγγει
θ' αγκαλιαστείς παντοτινά με μια ζωή αυταπάτη
γι' αυτό ρε πες μου, αφού σε ρώτησα κάτι.
Πες μου γιατί φοβάσαι το χώμα, αφού εκεί κάτω θα γύρεις
Πες μου γιατί γεννιέσαι ακόμα, αφού είσαι απλά μουσαφίρης
Πες μου γιατί είναι άδεια η αγκαλιά σου, ήταν ο όρκος φτηνός
Πες μου γιατί παγώνει η καρδιά σου, αφού σε γεμίζουνε με φως
Βάλε το χέρι αν αντέχεις στη καρδιά
κι αν δε θυμάσαι είναι κάπου στη ζερβή μας μεριά
και πες μου γιατί σε σκιάζει το τέρμα
η ζωή είναι μπρος φευγιό και πίσω γέρμα.
Κι αν καείς στη φωτιά κουβαλάς με καμάρι
όσα δε φύγουν αγκαλιά με το σάπιο μας κουφάρι
τα όνειρά σου κοίτα να 'χουν πάντα απαρτία
κι η πεθυμιά σου δασκαλεμένη αμαρτία.
Ήταν και θα 'ναι σου λέω κακά τα ψέματα
δε θα γλιτώσεις με συγνώμες, χαρές και κανακέματα
μια θέση έχεις και 'συ στο συρφετό
κι αλλάζεις χέρια σα χαρτονόμισμα πλαστό.
Και πες μου (γιατί φωνάζατε όλοι
θα πάνε τσάμπα οι ρόλοι)
εκεί που γίνεται η ζωή διπλό μαρτύριο
ένα έργο φτηνό με ακριβό εισιτήριο.
Παρηγοριά σου, αυτό που υπάρχει κοντά σου
κι ακόμα σέρνεται πίσω απ' τα βήματα σου
και χαρά σου που χαλάω τις στιγμές μου
για να σε μάθω καλά γι' αυτό, ρε, πες μου.
Εκεί γέφυρα μυστική
Νοτισμένη σιωπή
Κάθε που ‘ρχεται η αυγή
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί
Κάνει η νύχτα γιορτή
Κι η φωνή μου έχει ΄κανει πληγή.
Για εκεί όταν θέλω να φύγω για εκεί
μες στην τόση βουή έχω βρει μια ρωγμή
σα πληγή
που από κει στάζει ο χρόνος στιγμή με στιγμή
κι απλώνει σα στίγματα μαύρα
που γινήκανε χνάρια ανάρια
και το πιο αλαφρό κι άμαθο άγγιγμα
σβήνει ολότελα βήμα και πάτημα.
Γι’ αυτό τα πόδια μου παίρνω σωρό κουβάριασμα
κρατάω ανάσα κι από του ουρανού το άδειασμα
έχω αμαρτύρητα τα μυστικά του χάρτη
για ‘κει θα φύγω να χαρώ κι εγώ κομμάτι.
Μουρμουριστά θα προχωρώ για να χαθώ στο σκηνικό
ένα κλαράκι ασθενικό θα φανταστώ σα ξωτικό
κι ένα καμπούρικο, κουτσό, καφέ σκαθάρι
σα να ζυγώνουν φτερωτοί χρυσοκανθάροι.
Εκεί ο φόβος ξεμωραίνεται απ’ τ’ αγέρι που θα φέρει
πείσμα κι όνειρο, δροσάτο μεσημέρι
ν’ αρχίσω μέσα στις σκιές κακαριστή τρεχάλα
να σωριαστώ σ’ ένα λεπτό στην πρώτη αντράλα.
Εκεί είμαι πάλι παιδί κι αν αργεί
να ‘ρθει ο χρόνος μεμιάς σα στιγμή συμπαγή
να με βρει, να μ’ αλλάξει
είναι που έχω εδώ στ’ ακρόνειρο αράξει και φτιάξει
ένα γεφύρι μυστικό με ξύλο λάσπη και νερό
και με ψιλή ψιλή κλωστή από ένα αδράχτι μαγικό
έχω πλέξει τα λόγια κι έχω σπάσει ρολόγια
για να χάνομαι εκεί απ’ του κάκου τα ξόδια
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί κάθε νύχτα γιορτή
γιατί μένει αναμμένη η σκέψη μου, κι η φωνή
έχει κάνει πληγή να σου γράφω για εκεί
που ‘χει πάντα βροχή.
Μεγάλη αντίφαση ο πρόσφυγας δε βρίσκει μέρος,
νιος άθελά μου σύρθηκα και τώρα νοιώθω γέρος.
Θέλω να φύγω από ‘δω και το πασχίζω,
μα κάθε φορά τα ίδια σαν κατηφορίζω.
Πέφτω και σταματάω πάντα στις ίδιες ξέρες
και έρχονται μπροστά μου κάποιες θαυμάσιες μέρες
δακρυσμένες και να μου λένε στις φευγάλες,
μη μας αφήσεις μόνες μας εδώ με τις κουφάλες.
Ρε ‘σεις τους λέω βαρέθηκα, κανείς δε σας θυμάται
σαν φαντάσματα κάθε γωνιά γυρνάτε
είδατε αυτούς που φύγαν βρήκαν τ’ όνειρό τους
κι αυτοί που μείναν ζήσανε κάθε μαρτυρικό τους.
Άμε στο διάλο από ‘δω κάθε φορά τα ίδια
έφευγα με χαμόγελο κι έχω σμιχτά τα φρύδια
αν ξεθυμάνουν μέσα μου κι όλοι οι χαλασμοί μου
την ξέρω απ’ όλους πιο καλά την κατάληξή μου.
Θα γίνω νοικοκύρης αστός και κακομοίρης
κι εσύ η νοσταλγία μου θα ‘ρθεις κοντά να γύρεις
κι όταν θα θέλω πάλι να φύγω να κρυφτώ
θα σε ρωτάω που να πάω να σωθώ.
Ζω από μνήμης εδώ κι απ’ όλους σας αποδεκτό
από τα λόγια σας το πρόσωπό μου λαξευτό.
Πολύ δεν κράτησε αυτό κοσμοπαγίδα μου;
Δε μ’ αμολάς μήπως με ψάχνει η πατρίδα μου.
Για σκέψου να ‘χει τους βράχους στη θάλασσα αυτιά
και τα λουλούδια εκεί να βγαίνουνε σταχτιά
κάτω απ’ τον ήλιο κέδρους να ‘χει χιλιάδες
και τα πουλιά στον ουρανό να φτιάχνουν χαραμάδες.
Ή να ‘ναι σα την κοιλάδα εκεί πάντα νωπή και κρύα
κάθε διαβάτης να σου λέει ποια σέρνεις ιστορία
να σε ξυπνάει στο τζάμι το γεράκι
κι η ασημένια αλεπού να πίνει απ’ το ρυάκι
Για σκέψου κι έλα στη θέση μου πριν απ’ το φως της μέρας,
μη γίνεσαι δάσκαλος μη γίνεσαι πατέρας,
εσένα μπορεί πατρίδα σου να ‘ναι αυτή η κατάρα
να ‘ναι αδέρφια σου τα πλοία τα φουγάρα.
Εμένα ποιος με ρώτησε για τον προορισμό μου,
ποιος ξέρει να πλέξει εδώ το εγκώμιό μου;
Μόνο η δροσιά μου, ίσως κι ο γιος μου
το παρήγορο και τ’ απέραντο φως μου.
Γράφω σε κίτρινο χαρτί, μοιάζει η μουτζούρα γιορτή
Βιάζομαι τόσα να πω γιατί ως το Μάη μπορεί
να μου ‘χεις κλέψει τη μιλιά και δε μπορώ ποτέ ξανά
να έχω μέσα στην κοιλιά μια πεταλούδα με φτερά.
που μου χτυπάει να βγει μα την κρατάω εκεί,
ώσπου ν’ ανοίξει ο καιρός ήλιε μου βάλε φωνή.
Γιατί έχω μάλλον χαζέψει έχω μάλλον χαθεί
λίγο πιο πάνω απ’ τη γη πατάω κι έχω βουβαθεί.
Μονάχα ψίθυροι φτάνουν στ’ αυτιά μου από τον κόσμο
Εδώ και μήνες σκάβω μ’ όλο το κορμί μου δρόμο
ξεσυντονίζομαι και κάνω στα όνειρα χώρο
να φέρει τούμπα τα πάντα το μαγιάτικο δώρο.
Αχνίζει όλη η ψυχή μου και την ανάσα κρατώ
σα μια μπουκιά στο στόμα και δε μπορώ ν’ αφεθώ.
Γιατί δεν είμαι μόνη έχω δυο μάτια ακόμη
μια καρδιά μικρούλα, δάχτυλα πολλά και γνώμη
δεύτερη, μα επιτέλους νιώθω λεύτερη.
Σταυροπόδι κάθομαι να με φυσάνε οι ζέφυροι
στο χώμα απάνω απλώνω ρίζες για να τις τρέφω
στήνω αυτί και το τραγούδι μου σου γνέφω.
Το ‘χω τάμα τελικά να κυνηγάω το Μάη
Να ξεφυτρώνω τα όμορφα σα τα λουλούδια
μ’ ένα χειμώνα θέλω να φιλιώσω που θα μου πάει
θα τον πλέξω σα τα δύσκολα τραγούδια.
Θα γίνω μάνα πες της άνοιξης τον κύρη
να ξεστρώσει το δρόμο απ’ τα βάγια,
να απλώσει γύρη περιμένω μουσαφίρη,
το πιο μαγιάτικο τραγούδι μου, τη Μάγια.
Ό,τι κι αν γράψω στο χαρτί μικρή θα κάνει τη γιορτή
Κι από τους πόνους σου θα βγάλω τα γιατί
μη σου στερήσω τη μιλιά ν’ ακούσω θέλω μια φορά
απ’ την κοιλιά σου της πεταλούδας τα φτερά.
Σε χαζεύω σαν κοιμάσαι που ομορφαίνεις
και απ’ του ήλιου τα λημέρια με πηγαίνεις
και κάνω υπομονή κόβω για λίγο τη βροχή
πάντα σιωπαίνω σαν καμώνεται αρχή.
Θέλω να κόψω τις φωνές από τον κόσμο
να σου μαζέψω λίγο γιασεμί και δυόσμο
τις μυρωδιές αυτές παρέα να ‘χεις μόνο.
Να ‘χεις για σένα υπηρέτη σου τον χρόνο.
Και της άνοιξης τη λέυτερη ανάσα
μάλλον σαββάτο θα την πιάσουμε στα πράσα.
Θα φέρει ήλιο γιατρευτή και τη γριά νυχτιά μαμή
και τη φωτιά απ’ την κρυμμένη της ρωγμή.
Κι ύστερα, ν’ απλώσεις παντού την κρυφή σου δροσιά
χαρά αξίζεις μετά απ’ αυτή την περασιά
και τις πύρινες ευχές μας για το νέο μουσαφίρη
να ‘ναι όπως θες, να την πιεις στο ποτήρι.
Το ‘χεις τάμα τελικά να κυνηγάς το Μάη
να φέρνεις τα όμορφα σαν αγκαλιές λουλούδια
με το χειμώνα έχω φιλιώσει και μ’ αγαπάει
που του γράφω θεοσκότεινα τραγούδια.
Πατέρας γίνομαι ξανά και πες στον κύρη
να μην ακούσω μιλιά ούτε και σκάγια
θέλω ησυχία για τον νέο μουσαφίρη
της άνοιξης το χνούδι μας, την Μάγια.