- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Ερχόμαστε απ’ το χθες σαν το πιο σπάνιο φίλιωμα,
στασιώτες του σήμερα, του χρόνου σας κλείδωμα,
παράκουοι κυνηγάμε το αύριο πριν το ξέκαμα,
καίμε το πορθμείο απ’ τα ωραία στο ξέχασμα.
Τραβάμε το χρόνο να βγει φως απ’ το χάλασμα,
καλούμε τους φυγόκοσμους ν’ απαντήσουν στο πλάνεμα
και κάθε παινάδι που οδηγεί στη λησμονιά
να μοιάζει σημάδι παλιό από σφεντονιά.
Μη βιαστείς να χαρείς, μη βιαστείς να τρομάξεις
στ’ απλωμένα τα λάθια της μικρής μας της φτιάξης
απ’ τα ξάστερα πίσω είν’ τα κρυφά τ’ αμαγάριστα·
όταν τα βρεις τραγούδησε τα και χάριστα.
Θα πάρει ένα χρόνο μη σε τρελλάνει η αχορτασιά
χέριαζε τις στιγμές για να φεύγει η αστομωσιά
και μεσ’ το μεσοχείμωνο σαν τη γλυκομιλιά
θα δέσουν τα νιόβγαλτα δίπλα στα παλιά
κι όπως κάθε φορά, πνιχτά η μεγαλόφωνα,
τα λάθια μας θ’ αγκαλιάζουν τα μικρόφωνα
χωρίς συμβουλές, χωρίς εγγυήσεις,
μα τούτη τη φορά αν πας δε θα γυρίσεις.
ΜΑΥΡΟ ΧΑΜΠΕΡΙ
Μαύρο χαμπέρι,γνώριμα μέρη στο μεθοκόπι,τάχα μου ανθρώποι
μαύρο χαμπέρι,δεν έχω ταίρι,τσάμπα οι κόποι,άφωνοι τόποι
μαύρο χαμπέρι,στήνω καρτέρι,ήλιος αλήτης,χιλιόχρονίτης
μαύρο χαμπέρι,φώτια μαχαίρι κι εγώ κερί της αποσπερίτης....
Να σου κι ο φόβος,παλι με γύρεψε
λάθος με ερμήνεψε,με καλόσύνεψε
με ειρωνεύτηκε και έσπασε το καλούπι μου
μα έλα που οι φταίχτες γνωρίζουν το σουλούπι μου.
Σα φυγάδες ξαρματώσανε κι οι ποιητάδες
ψάχνω δυό-τρείς στοιχοπλέχτες αρνητάδες
απο τα νοήματα πάνω να τρίψουν την σκουριά
μα τούτη η σωροκάδα σηκώνει μαστορια.
Μαύρο χαμπέρι σας φέρνω καλοθέλητάδες
ξεκρεμάστηκα απόψε απο τους χαλκάδες
και ροβολάω δίπλα στα παλιά μου χνάρια
τώρα ξέρω τι γυρεύω στα παζάρια.
Μερεμετίζω όνειρα σαρακοφάγωμενα
να κρύψω θέλω τα όμορφα έστω ζεματισμένα
χωρίς μαγαρισιές από τους λυμασμένους
και μονοκοπανιές απο τους αλαφιασμένους.
Καργαρισμένος από στιγμές και μισεμούς
χωρίς τσανακογλύφτες και δειλούς τριγυρινούς
στέλνω πεσκέσι στην ντροπή τα φιδοτόμαρα
κι όλο το χτίκιασμα ντανιάζω απόμερα....
Μαύρο χαμπέρι,γνώριμα μέρη στο μεθοκόπι,τάχα μου ανθρώποι
μαύρο χαμπέρι,δεν έχω ταίρι,τσάμπα οι κόποι,άφωνοι τόποι
μάυρο χαμπέρι,στήνω καρτέρι,ήλιος αλήτης,χιλιόχρονίτης
μαύρο χαμπέρι,φώτια μαχαίρι κι εγώ κερί της αποσπερίτης....
Με το συμπάθειο πρέπει το τραγούδι να τελειώσω
τα καλαιστικά μου ζητάνε να πληρώσω
αλλιώς να φτιάξω,στην ανασφάλεια πληρεξούσιο
να παίρνει,τον άρτον ημών τον επιούσιο.
Μην γελάς,όλοι ζητάνε εγγυήσεις
που να σε αφήσουν οι αμμόλοφοι να ανθίσεις
συγκερινοί με το βλέμμα στα ρυχώτερα
μουσαφιραίοι στην ζώη και μην χειρότερα.
Δαιμονοπαρμένοι,καλά ταμπουρωμένοι
απαλαγμένοι κι ερωτοκαπαρωμένοι
με όψη ευτυχισμένου κι όριμη η κούτρα τους
καλα παιδιά,σκατά στα μούτρα τους.
Με αναμμένα καντηλέρια για την τύχη τους
λιβανηστάδες που γλύφουνε την μνήμη τους
που και που να τους σαλεύει για να συνέρχονται
για να έχουν κάλη θέση σε όσα έρχονται....
Μαύρο χαμπέρι,γνώριμα μέρη στο μεθοκόπι,τάχα μου ανθρώποι
μαύρο χαμπέρι,δεν έχω ταίρι,τσάμπα οι κόποι,άφωνοι τόποι
μάυρο χαμπέρι,στήνω καρτέρι,ήλιος αλήτης,χιλιόχρονίτης
μαύρο χαμπέρι,φώτια μαχαίρι κι εγώ κερί της αποσπερίτης....
Μικροπόνηροι,λοιπόν,εδώ στου νου τα μέρη μου
θα κάνω πάντα ότι περνά απο το χέρι μου
να νοιώθετε άβολα σαν μπόρα μες το καλοκαίρι
και να στέλνω το μαύρο χαμπέρι......
Γυρνάνε,
έξω απ’ την πόρτα μας οι μπάτσοι τριγυρνάνε, μάς ζητάνε.
Λυσσάνε·
κρύψτα βιβλία αν τα βρουν, θα μας τραβάνε.
Χτυπάνε,
κι απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο κοιτάνε και ρωτάνε,
που να ‘ναι
αυτή η παράξενη σκιά που κυνηγάνε...
Πρώτη μου σύντομη διήγηση απ’ τα χρόνια της σιωπής
με τσιλιαδόρο τον αέρα στα ελλενίτ της σκεπής
τα καρακολια μαζεμένα στη γωνία με φακούς και λοστούς
η νύχτα θάρρευε όσους η μέρα είχε σκυφτούς,
τους κυνηγούς των πεποιθήσεων,
τις μπασκίνες των μετέπειτα εδώ κυβερνήσεων.
Λοιπόν, θυμάμαι το βλέμμα προς την πόρτα του παππού μου,
εγώ να κάνω πως θυμάμαι να ’χω και το νου μου.
Από δίπλα η φασαρία, κάποιον χτυπάγανε
είχαν γορτή πριν εκεί και τραγουδάγανε.
Βρήκαν και κάτι βιβλία και τους μαζέψανε,
ίσως να βρήκαν τη σκιά που γυρεύανε,
για σίγουρα όμως χτύπησαν δίπλα και σε μας
ρίξαν φως από τις γρίλιες κι ένας φουκαράς
που είχε έναν φοίνικα φλαμπέ πάνω στην αγκράφα,
έσπρωξε την πόρτα, μεγάλη γκάφα.
Πρόσφατες εικόνες, βιονικά τα καρακόλια,
δημοκράτες οι άρπαγες και χημικά τα βόλια,
νεολογισμοί, αφορισμοί κι εξοστρακισμοί,
οι κάμερες πασχίζουν για του κράτους την τιμή.
Όμως τώρα τραγουδάμε όλοι ανενόχλητοι.
Χωριστά οι ξυπόλητοι, οι ρεφόρμες και οι απόλυτοι.
Μας την πέφτουν πάνω στο φεύγα στην τρεχάλα,
λίγο μπουντρούμι και digital κρεμάλα.
Τότε το κάθε μέρος είχε το ρουφιάνο του·
τώρα που ο καθένας έχει από ένα μπάτσο πάνω του
κι αν χτυπάν την πόρτα όλα είναι βάση νόμου
δωρεάν η είσοδος στο σπίτι του τρόμου
πότε θα κάνει ξαστεριά πότε θα φλεβαρίσει
πότε ο σκιαγμένος τους φρουρός θα πυροβολήσει.
Παίρνει εκδίκηση ο φασίστας ο ευνούχος
τώρα ο μπάτσος είναι γείτονας μας κι αριστούχος.
Χτυπάνε,
η διαταγή είναι στο ψαχνό να μας χτυπάνε, κι όπως να ‘ναι
Βαράνε, για να ξορκίσουνε τον φόβο τους γελάνε.
Πετάνε,
τα χημικά που έχουνε λήξει μας κερνάνε, μας μεθάνε.
Ρουφιάνε,
μόνοι τους φτιάξαν τη σκιά που κυνηγάνε.
Πλειοψηφούντες γεια χαρά - πώς να σας δώσω χαρά;
θ' αρνηθώ κάθε μου συμπεριφορά.
Αποκλίνουσα, θα δείξω υπακοή και αφοσίωση,
θα γίνω πρότυπο με κοινωνική προπάντων καταξίωση
κι εσύ εξουσία θεσμική πώς να μ' αλλάξεις;
Όλα τα προσχήματά σου για εδραίωση της τάξης
τα υπέκλεψε η Vodafone κι η Siemens τα ξεβγάζει
στην τριχωνίδα του πασά που ο θεός λιμνάζει.
Αβυσσαλέα μου αγορά βρες ένα λόγο την φορά
στους γείτονές μου να βρεθώ σε δύση και βορρά.
Το μοσχοβίτικο σαν κλάνει κελεπούρι
μέσω Μπουργκάς τα αέρια στην μούρη,
σκατά με ρίγανη nouvelle cuisine,
χτίζει πάνω μου ο Βωβός, με πετάει η Μarfin,
ταξιδεύω στα νησιά της βουλής με ένα χαλίφη,
καραβοκύρης έκλεψε τη μπάλα μου για νύφη
κι οι χορηγοί σου σαν πλένουν την ψυχή σου,
την κάνουν "brand it" το λοιπόν και με τη θέλησή σου,
δηλώνεις ευτυχής, πετυχημένο χωρατό,
χαρά στο άτομο κοινωνικά αποδεκτό.
Στάσου πίσω απ' το μπερντέ,
πάρε την στάση που αρμόζει,
σαν κι εσένα είχα ένα φίλο
που τον 'λέγαν καραγκιόζη.
Φώναζε σ' όλους λευτεριά
κι αυτό του ήταν αρκετό
κι από τους σκλάβους το μόνο
αληθινά αποδεκτό.
Νοικοκύρη συνεχίζω, φρέσκος γίνομαι λεκές
πριν με γέμισες τύψεις που απείχα απ' τις εκλογές.
Σε νοιάζομαι αφεντικό, η τύχη με σφυροκοπάει
μα σου 'χω λύσεις - μη με λες χαραμοφάη!
Ξεκίνημα σε επίπεδο οικογενειακό,
του γιου σου κόψε τα ιδιαίτερα κάν' τον υδραυλικό,
κόψ' τα λούσα της κυράς σου, την βουλγάρα της μαμάς σου,
τα 3 από τα 4 πούλα τα εξοχικά σου,
κρατήστε ένα αμάξι, τις κάρτες δώστε πίσω
και κάνε μου μια χάρη άσε να συνεχίσω.
Στάσου πίσω απ' το μπερντέ με στάση που αρμόζει,
σαν κι εσένα είχα ένα φίλο καραγκιόζη.
Άνοδος κοινωνική από τη μια στιγμή στην άλλη,
όλοι σ' αποφεύγανε, έκανες φήμη μεγάλη,
κοίτα ν' αλλάξεις όμως πάλι, μη με προβοκάρεις
τ' αστικό σου ρεζιλίκι κοίτα να κουμαντάρεις
κι αν θες βοήθεια που η ζωή σ' αποστομώνει
εύγα στη μέση, στο παζάρι σε κασόνι,
φώναξε σ' όλους "λευτεριά" κι είν' αρκετό
από τους σκλάβους το μόνο αληθινά αποδεκτό.
και κάπου εδώ στου καιρού μας το μεγάλο χαμό
που άλλοι διαλέγουν το ρέμα κι άλλοι βουτάν στον γκρεμό
θηλιά στο λαιμό μόνος μου δε βάζω
παίρνω κουράγιο και στ’ απόμερα γιορτάζω.
Δεν έχω μία μα δε μ’ έχουνε και δανεισμένο
και τραγουδάω με κάθε φρεσκοαπολυμένο
δε με νοιάζει ό,τι κι αν γίνει στου ραγιά το κλουβί
στ’ αρχίδια μου αβ ήρθε κι εδώ το MTV
μακριά από μας – κι ούτε αγαπημένοι
έτσι κι αλλοιώς τους τρέφουν οι αποβλακωμένοι
Την ψυχούλα μας δε στέλνουνε κέρασμα
στα λαμόγια που τρων το καταπέτασμα.
Άκου και τ’ άλλο, ο θείος Σαμ μου αρνήθηκε την βίζα
για να χτυπήσει το κακό λέει απ’ τη ρίζα
πάνω που παιζόταν το στημένο μαύρο θαύμα
στ’ αρχίδια μας που βγήκε κι ο Ομπάμα.
Μα πήραμε επιτέλους τα χαμπάρια μας
και με τα χέρια μας θα βγάλουμε τα μάτια μας
όσο λιγότεροι πελάτες και καλύτερα
να ξαλαφρώσουμε μια ώρα αρχύτερα.
Τραβάω τη φάτσα μου και την ψυχή μου απ΄τη μόστρα
Την τηλεόραση λέω να κάνω απλώστρα
ν’ αφήνω πάνω τα βρεγμένα σώβρακά μου
να ξεκουράσω και λιγάκι την κυρά μου.
Δε θα βάλω πετρέλαιο κι ας με φάει το κρύο
το κινητό μου είναι στον πάτο στο ενυδρείο
δεν θα πληρώσω τη ΔΕΗ κι ας μου κόψουν το ρεύμα
παξιμάδι ακαι τα νύχια μου θα τρώω για γεύμα.
Θα παραδώσω στο υπουργείο τις πινακίδες
και θα σκουπίζομαι με παλιές εφημερίδες
με δικές μου συνεντέυξεις απ’ το αρχείο
τώρα που στο λάλημα την έκανα λαχείο
Στα super market θα πηγαίνω χωρίς λεφτά στην τσέπη
και στο φεύγα θα γελάω στην κάμερά που με βλέπει.
Θα δίνω μόνο ακάλυπτες επιταγές
και θα περάσω απ’ όλες σας τις φυλακές
Κάπου εδώ θα το γλεντήσω κι άλλο δεν θα το βουλώσω
όπως θέλω να το ζήσω δε γουστάρω να πληρώσω
Δε με νοιάζει αν νικήσω ούτε κι αν το μετανοιώσω
- μια ώρα αρχύτερα.
Μες στα μούτρα θα τους φτύσω έτσι γαι να τους γειώσω
κι αν μιλήσουν θα γυρίσω με κλωτσιές να τους λαδώσω
κι αν ούτε έτσι τους φοβίσω φτάνει που θα ξαλαφρώσω
μια ώρα αρχύτερα...
Δημόσιος κίνδυνος κυρήσσομαι κι επίσημα
κι έχω ένα πρόβειο για κάθε ηχοσύστημα.
Για κάθε μπάτσο έχω δώρο ένα δερμάτινο στριγκάκι
και για κάθε βουλευτή ένα κεράκι
Θ’ απέχω πάλι κι απ’ αυτές τις εκλογές
Θα ενεργοποιήσω όλες μου τις φραγές
κι απ’ το ξαλάφρωμα αυτό θα ’μαι καλύτερα
κι ας πάω στο διάολο μια ώρα αρχύτερα.
Οι στίχοι τους κι η μουσική
πόρνες στο κόκκινο χαλί για τους πελάτες.
Παντού νταβάδες χορηγοί,
γιατί η ντροπή στον τόπο αυτό πάντα είχε πλάτες.
Πεταμένες κορώνες σε κακότοπες στράτες
άδειες κανάτες – πορδές γεμάτες.
Το μοτό που παει ταμάμ στην εποχή μας
αξιολάτρευτη και γανωμένη ανοχή μας.
Όχι δε φταίνε όσοι απόκτησαν οντότητα
στο καταφύγιο του ηλίθιου, την διασημότητα.
Φταίνε οι γενιές που μαθητεύουν στα κουτοπόνηρα,
φταίμε κι εμείς που τους είπαμε για τα όνειρα.
Όχι δε φταίνε οι ακίνδυνοι μισόλογοι,
η δικιά σου επιβράβευση είναι υπόλογη.
Στην κάστα αυτή τη σαθρή και την ανώφελη
βουρλισμένοι χαμοσέρνονται παιδόφιλοι
με νυχθημερόν καλοστημένα μαγιολίκια
για εθισμένα πιτσιρίκια ένα δράμι καριολίκια
είναι αρκετό, αφού απ' τα γεννοφάσκια τους
κλέβαν μεζέ απ' τα σκατά που 'χαν στην πάνα τους.
Και χαζεύουν τώρα νάνους σε γιγαντοοθόνες,
ξεπεσμένες μουνίτσες με hip hop πριμαντόνες
κορδωμένοι μ' έπαρση και λόγια μωροπίστευτα
στη χώρα αυτή ταγκιάζουνε τ' απίστευτα.
Απαξάπαντες λειψοί και μονοσήμαντοι,
αμέτι μουχαμέτι όλοι οι ασήμαντοι
μια μασκαράτα σε φρενιασμένο παιχνίδι
- τρεις λαλούν και κλάνουν κι ένα αρχίδι.
Οι στίχοι τους κι η μουσική
πόρνες στο κόκκινο χαλί για τους πελάτες.
Παντού νταβάδες χορηγοί,
γιατί η ντροπή στον τόπο αυτό πάντα είχε πλάτες.
Πόρνες στο κόκκινο χαλί μ' όλη την τέχνη στο μαλλί
δρομολογούν τη διασημότητα καμώνοντας αυλή
κι ανάλογα το γκελ, ανάλογα το κέρμα
κληρώνονται φήμη χάρη στο ακατοίκητό τους βλέμμα
που μ' υποσχέσεις κοιτάζει την εποχή τους ,
όλα τα 'χουν κομπλέ κι από μια τρύπα στο βρακί τους
ρεκλαμάρουν τη φωνή τους τα ταλεντάκια
κι οι χορηγοί πάνω απ' το τίποτα βήχουν σα κοράκια.
Μηχανεύονται τρόπους ή τα περνάνε στη ζούλα,
διαφημιστές ληγούρηδες – κάντο γνωστό και πούλα·
ράβουν τσουρούτικα κουστούμια, σε μετράν με τη μία
- είναι γνωστή η ιστορία και επιδημία
όπως και δήποτε χαμένη στην ποιότητα,
περνάει στο ντούκου η όποια προχειρότητα
σε στίχους και σε μουσική, η σερμαγιά με τα σουξέ,
ενώ η ντροπή κλωθογυρίζει κουλουβάχατα κλισέ.
Όταν ξεθάβω μια στιγμή που μέσα μου ήταν αφημένη
σα φωτογραφία παλιά και ρετουσαρισμένη
δε μ’ απομένει καλό αφού μισώ τη νοσταλγία
νοιώθω σα χάρβαλο μέσα σε φρικωδία
30 χρόνια στο hip hop κι όλα τους πυρόφραχτα
για τ’ όνειρό μου μόνο δέχομαι την πατρότητα
και την ικανότητα τα λιγοστά να κάνω μπόλικα
κληρονομιά απ’ την αρχική αίσθηση του κώδικα.
Μη σπαταλιέσαι λοιπόν μικρό κλωσόπουλο
γύρε στην κούρνια σου ό,τι πεις είναι ανώφελο
τίποτα δεν έζησες στ χρόνο του, δεν ξέρεις
με φήμες σε φορτώσαν και απλά τις μεταφέρεις
σε βρήκαν οι εύκολοι στην κωλοπιλάλα σου
και μεγάλο ψέμα σφηνώσαν στην κεφάλα σου
θα μεγαλώσεις κι εσύ και στην λιγοψυχιά σου
θα μετανοιώσεις για όλα τα μουρμουριστά σου.
Κι όταν θυμηθείς ότι η ξεφτίλα σε πασπάτευε
κάτσε στην άκρη κόρη του γυαλού κι αγνάντευε
το μικρό τους το καράβι να βουλιάζει αύτανδρο
για κάθε ακίνδυνο, κωλοβρόντη κι άνανδρο.
Κοιτάω μπροστά μονάχα τ’ άλλα δεν προβλέπονται
σ’ αυτά τα μέρη οι μαλάκες δεν παλεύονται
μόνοι τους χαρχαλεύονται και για ψύλλου πήδημα
θα τελειώσουν άσχημα είναι το τίμημα.
Κοιτάω μπροστά ειδάλλως με σιχαίνομαι
μοιάζω μ’ όλα αυτά που αρνήθηκα και σέρνομαι
μα όσο κι αν νρέπομαι δεν κρύβω τα χνάρια μου
τόσο καιρό τώρα έχω τα φεγγάρια μου.
Κάνω στα όμορφα λοιπόν απόψε το χατήρι
και σ’ εκείνους που αξίζει να τους πιεις στο ποτήρι
τάζω πάνω απ’ τη σκηνή ένα σκιάχτρο τη φορά
Σαν τ’ όνειρό τους και τα μάτια τους τα καθαρά
με τους επαϊοντες όμως παρατραβάω το σκονί
Και με τους δύστροφους μάλλον χάνω την υπομονή
τους αυλοκόλακες τους στέλνω κατασκήνωση
με τους φευγάτους η μέγιστη ταπείνωση
σαμπλάρω δείγματα με τη ζωή που κουβαλάνε
είναι παράνομο γι’ αυτό και με γλυκομεθάνε
Δένω τους στίχους έξω απ’ το μπουντρούμι μου
χεριάζω χρόνο και για σας και τρώω τη μούρη μου.
Μα απ’ όλα αυτά τα λάθια μου βρήκα στα βάθια μου
ό,τι δε φίλιωσε ποτέ μπροστά στα μάτια μου
Ψευτολογιάζω τη χαρά, ξελογιάζω τη θλίψη
κι όποιος το τέλος μου ξέρει ζητάω να μου το κρύψει
και να ευχηθεί μπροστά στην αχολογιά μας
πίνοντας δυο γουλιές «ζωή» στην υγειά μας
στο παιχνίδι πάντα να ‘ναι οι κατάλληλοι παίχτες
γιατί η φωτιά καίει τους πλεονέκτες.
Αρχή καλόηχη, ψυχής ξεχείλισμα,
κάπως κοινότοπο, λάθος αρχίνισμα,
οργή αρρωστιάρικη, βαρυθυμιά και σιχασιά
να τα ξανά απ' τα ίδια μέρη περασιά.
Λέξεις απαίδευτες, κούφιες, υπάκουες χάρες,
αμέτρητα παράπονα, θύμισες κληρονομιάρες.
Να στρέψω θέλω την ματιά μου απ' τα χτικιά,
στα μικρά σινιάλα πάνω στη συννεφοσκιά.
Συντρόφεψέ με δουλευτή, μας συγγενέψαν οι γκρεμοί
για μας υφαίναν φήμες οι κατοπινοί
και στήσαν δόκανο προσκαίρι το υφαντό
μήπως πλανέψει του μόχθου το διαβάτικο.
Κάτι βουβό και φθονερό σταλάζει εδώ,
σιωπηλό, θαρρετό κι ύπουλα καρτερικό·
στέκουν τριγύρω πετρωμένοι ονειρευτές
και στο κατώφλι του μελλούμενου καιρού οι χαλαστές
ξερνάνε χτες, και το κακό που μας γυρεύει
ξανά παντού θ' απλώνεται και θα τρανεύει
πιο σιμά μας στα σπλάχνα και στα σωθικά μας,
για να σύρουμαι και τα όνειρα μες στα μνημονικά μας.
Η πέτρα φτήνηνε αφού έγινε χαλίκι
κι οι μελλούμενοι καιροί ζητάνε νίκη,
σα γαληνεύω κάποιος θαρρεί πως θησαυρίζει,
μα έλα μου ντε όταν πολύ το λιβανίζει
βλασφήμιες κι αφορισμούς φέρνω μια γύρα
και ξορκίζω όσα ταμένα μου 'χει η μοίρα,
βάζω τα χέρια μου πάνω απ' τη φωτιά
και σου κάνω σινιάλο πάνω στη συννεφοσκιά.
Φέρνω τη γύρα λοιπόν κι ό,τι θες ας μου χρεώσεις,
σου 'χω δείξει του γκρίζου πολλές αποχρώσεις·
κάποιοι σπόροι μαραθήκαν με την πρώτηη λιαχτίδα
κι οι λυγεροί γονατίσαν στην πρώτη καταιγίδα
κι εμείς οι φαντασμένοι μονάχα στερηθήκαμε
ψευδαισθήσεις κι άνετα αρνηθήκαμε
τα ευκόλως εννοούμενα και τ' αστροφωτισμένα,
χίλιοι σε μακελεύανε κι εσύ έλεγες για 'μένα
ξέρεις γιατί θα σε πονάμε ως τα γεράματά σου,
μα 'συ έχεις πιάσει φόδρα κάτω από το φορεμά σου.
Σε γεμίσαμε προλήψεις, σου 'παμε να σκύψεις,
κι αν χαθείς να 'ξερες πόσο θα μας λείψεις.
Αποκρίσου, λοιπόν, ατροφική μου καρδερίνα,
ξεσαβουρέψου πάρε τα πάνω σου ξεκίνα
με τον τρόπο το γνωστό το μιμητικό σου
ό,τι σου ξέφυγε κάν' το κι αυτό δικό σου
να 'χεις πληρότητα εκατό τοις εκατό
κι ένα στέμμα σκουριασμένο φορετό.
Μα 'γώ θα σου 'μαι καρφωμένος σαν τη σκλήθρα τη κακιά
και ότι μισείς θα γίνει ήλιος πίσω από τη συννεφοσκιά.
Μεγάλη αντίφαση ο πρόσφυγας δε βρίσκει μέρος,
νιος άθελά μου σύρθηκα και τώρα νοιώθω γέρος.
Θέλω να φύγω από ‘δω και το πασχίζω,
μα κάθε φορά τα ίδια σαν κατηφορίζω.
Πέφτω και σταματάω πάντα στις ίδιες ξέρες
και έρχονται μπροστά μου κάποιες θαυμάσιες μέρες
δακρυσμένες και να μου λένε στις φευγάλες,
μη μας αφήσεις μόνες μας εδώ με τις κουφάλες.
Ρε ‘σεις τους λέω βαρέθηκα, κανείς δε σας θυμάται
σαν φαντάσματα κάθε γωνιά γυρνάτε
είδατε αυτούς που φύγαν βρήκαν τ’ όνειρό τους
κι αυτοί που μείναν ζήσανε κάθε μαρτυρικό τους.
Άμε στο διάλο από ‘δω κάθε φορά τα ίδια
έφευγα με χαμόγελο κι έχω σμιχτά τα φρύδια
αν ξεθυμάνουν μέσα μου κι όλοι οι χαλασμοί μου
την ξέρω απ’ όλους πιο καλά την κατάληξή μου.
Θα γίνω νοικοκύρης αστός και κακομοίρης
κι εσύ η νοσταλγία μου θα ‘ρθεις κοντά να γύρεις
κι όταν θα θέλω πάλι να φύγω να κρυφτώ
θα σε ρωτάω που να πάω να σωθώ.
Ζω από μνήμης εδώ κι απ’ όλους σας αποδεκτό
από τα λόγια σας το πρόσωπό μου λαξευτό.
Πολύ δεν κράτησε αυτό κοσμοπαγίδα μου;
Δε μ’ αμολάς μήπως με ψάχνει η πατρίδα μου.
Για σκέψου να ‘χει τους βράχους στη θάλασσα αυτιά
και τα λουλούδια εκεί να βγαίνουνε σταχτιά
κάτω απ’ τον ήλιο κέδρους να ‘χει χιλιάδες
και τα πουλιά στον ουρανό να φτιάχνουν χαραμάδες.
Ή να ‘ναι σα την κοιλάδα εκεί πάντα νωπή και κρύα
κάθε διαβάτης να σου λέει ποια σέρνεις ιστορία
να σε ξυπνάει στο τζάμι το γεράκι
κι η ασημένια αλεπού να πίνει απ’ το ρυάκι
Για σκέψου κι έλα στη θέση μου πριν απ’ το φως της μέρας,
μη γίνεσαι δάσκαλος μη γίνεσαι πατέρας,
εσένα μπορεί πατρίδα σου να ‘ναι αυτή η κατάρα
να ‘ναι αδέρφια σου τα πλοία τα φουγάρα.
Εμένα ποιος με ρώτησε για τον προορισμό μου,
ποιος ξέρει να πλέξει εδώ το εγκώμιό μου;
Μόνο η δροσιά μου, ίσως κι ο γιος μου
το παρήγορο και τ’ απέραντο φως μου.
Κάνε τον κόπο επιτέλους να σκεφτείς πριν βγάλεις άχνα
βάλε το μικρό μυαλό σου τη ντροπή να πάρει σβάρνα
και πες μου χωρίς να μου χρεώσεις την αλήθεια σαν χατίρι
γιατί το παίζεις ζωντανός σ' ένα κόσμο κοιμητήρι.
Γιατί τ' όνειρο με ιδρώτα κάνεις τράμπα
και πληρώνεις ακριβά ότι οι άλλοι παίρνουν τζάμπα
τη μοναξιά σου γιατί βγάζεις στο σφυρί
κι απαντάς για ότι γουστάρεις μ' ένα ηλίθιο "μπορεί".
Πες μου γιατί βολεύτηκες σε μια όψη φουκαρά
και ικετεύεις να σε λυπηθεί η φθορά
και τα πολλά κρυφά σου πάθη φοβάσαι μη τα μάθει
η τέλεια αγάπη ακάλεστη όταν θα 'αρθεί.
Γιατί μετάνιωσες για τις κρυφές ευχές σου
και πήρες σοβαρά τις ενοχές σου
Γιατί δεν άντεχες καθόλου τις μικρές τις στιγμές
και χαράζεις στην παλάμη σου μεγάλες γραμμές
Δε θα χορτάσεις ποτέ από της μύγας το ξύγκι
δε θα φωνάξεις ποτέ όσο η θηλιά σου θα σφίγγει
θ' αγκαλιαστείς παντοτινά με μια ζωή αυταπάτη
γι' αυτό ρε πες μου, αφού σε ρώτησα κάτι.
Πες μου γιατί φοβάσαι το χώμα, αφού εκεί κάτω θα γύρεις
Πες μου γιατί γεννιέσαι ακόμα, αφού είσαι απλά μουσαφίρης
Πες μου γιατί είναι άδεια η αγκαλιά σου, ήταν ο όρκος φτηνός
Πες μου γιατί παγώνει η καρδιά σου, αφού σε γεμίζουνε με φως
Βάλε το χέρι αν αντέχεις στη καρδιά
κι αν δε θυμάσαι είναι κάπου στη ζερβή μας μεριά
και πες μου γιατί σε σκιάζει το τέρμα
η ζωή είναι μπρος φευγιό και πίσω γέρμα.
Κι αν καείς στη φωτιά κουβαλάς με καμάρι
όσα δε φύγουν αγκαλιά με το σάπιο μας κουφάρι
τα όνειρά σου κοίτα να 'χουν πάντα απαρτία
κι η πεθυμιά σου δασκαλεμένη αμαρτία.
Ήταν και θα 'ναι σου λέω κακά τα ψέματα
δε θα γλιτώσεις με συγνώμες, χαρές και κανακέματα
Γράφω σε κίτρινο χαρτί, μοιάζει η μουτζούρα γιορτή
Βιάζομαι τόσα να πω γιατί ως το Μάη μπορεί
να μου ‘χεις κλέψει τη μιλιά και δε μπορώ ποτέ ξανά
να έχω μέσα στην κοιλιά μια πεταλούδα με φτερά.
που μου χτυπάει να βγει μα την κρατάω εκεί,
ώσπου ν’ ανοίξει ο καιρός ήλιε μου βάλε φωνή.
Γιατί έχω μάλλον χαζέψει έχω μάλλον χαθεί
λίγο πιο πάνω απ’ τη γη πατάω κι έχω βουβαθεί.
Μονάχα ψίθυροι φτάνουν στ’ αυτιά μου από τον κόσμο
Εδώ και μήνες σκάβω μ’ όλο το κορμί μου δρόμο
ξεσυντονίζομαι και κάνω στα όνειρα χώρο
να φέρει τούμπα τα πάντα το μαγιάτικο δώρο.
Αχνίζει όλη η ψυχή μου και την ανάσα κρατώ
σα μια μπουκιά στο στόμα και δε μπορώ ν’ αφεθώ.
Γιατί δεν είμαι μόνη έχω δυο μάτια ακόμη
μια καρδιά μικρούλα, δάχτυλα πολλά και γνώμη
δεύτερη, μα επιτέλους νιώθω λεύτερη.
Σταυροπόδι κάθομαι να με φυσάνε οι ζέφυροι
στο χώμα απάνω απλώνω ρίζες για να τις τρέφω
στήνω αυτί και το τραγούδι μου σου γνέφω.
Το ‘χω τάμα τελικά να κυνηγάω το Μάη
Να ξεφυτρώνω τα όμορφα σα τα λουλούδια
μ’ ένα χειμώνα θέλω να φιλιώσω που θα μου πάει
θα τον πλέξω σα τα δύσκολα τραγούδια.
Θα γίνω μάνα πες της άνοιξης τον κύρη
να ξεστρώσει το δρόμο απ’ τα βάγια,
να απλώσει γύρη περιμένω μουσαφίρη,
το πιο μαγιάτικο τραγούδι μου, τη Μάγια.
Ό,τι κι αν γράψω στο χαρτί μικρή θα κάνει τη γιορτή
Κι από τους πόνους σου θα βγάλω τα γιατί
μη σου στερήσω τη μιλιά ν’ ακούσω θέλω μια φορά
απ’ την κοιλιά σου της πεταλούδας τα φτερά.
Σε χαζεύω σαν κοιμάσαι που ομορφαίνεις
και απ’ του ήλιου τα λημέρια με πηγαίνεις
και κάνω υπομονή κόβω για λίγο τη βροχή
πάντα σιωπαίνω σαν καμώνεται αρχή.
Θέλω να κόψω τις φωνές από τον κόσμο
να σου μαζέψω λίγο γιασεμί και δυόσμο
τις μυρωδιές αυτές παρέα να ‘χεις μόνο.
Να ‘χεις για σένα υπηρέτη σου τον χρόνο.
Και της άνοιξης τη λεύτερη ανάσα
μάλλον σαββάτο θα την πιάσουμε στα πράσα.
Θα φέρει ήλιο γιατρευτή και τη γριά νυχτιά μαμή
και τη φωτιά απ’ την κρυμμένη της ρωγμή.
Κι ύστερα, ν’ απλώσεις παντού την κρυφή σου δροσιά
χαρά αξίζεις μετά απ’ αυτή την περασιά
και τις πύρινες ευχές μας για το νέο μουσαφίρη
να ‘ναι όπως θες, να την πιεις στο ποτήρι.
Το ‘χεις τάμα τελικά να κυνηγάς το Μάη
να φέρνεις τα όμορφα σαν αγκαλιές λουλούδια
με το χειμώνα έχω φιλιώσει και μ’ αγαπάει
που του γράφω θεοσκότεινα τραγούδια.
Πατέρας γίνομαι ξανά και πες στον κύρη
να μην ακούσω μιλιά ούτε και σκάγια
θέλω ησυχία για τον νέο μουσαφίρη
της άνοιξης το χνούδι μας, την Μάγια.
Απο τις στάγονες της βροχής που χτυπάνε
πάνω στο τζάμι και σαν δάκρυα κυλάνε
άρχισαν τα όμορφα μου κι έφτιαξα κανόνα
κάθε που βρέχει να γυρνώ πίσω σε εκείνο τον χειμώνα.
Που έχει μαγιά απο το βοριά και γκρίζο χρώμα στη θωριά
χύνεται απόξω ξεχειλίζει κι η καρδιά
βάζει νερά το ποίημα μου και γίνεται κομμάτια
στου χρόνου τη φορά στης θύμησης τα αυλάκια.
Κάτι φορές σα σήμερα που έχει η νύχτα στόμα
κάθε στάλλα που πέφτει με τρύπα σα βελόνα
μου κεντάει στο χέρι τα μισεμένα μου λόγια
με εκείνα πλήγωσα άθελα και θελημένα μου ξόρκια.
Μουσκεμένα τα μουρμούρητα περνάει η ώρα
και λίγο-λίγο με ξεπλένει απο την πίσσα η μπόρα
γεμώνει η γη με γέλια και πισώγυρίσματα
χνάρια στο χώμα τα βρόχινα αγγίγματα.
Φτιάχνουν στην ρίζα μου στριφτό μονοπάτι
να βρει το σπλάχνο μου το χιλιοστό που λείπει κομμάτι
μιας και ήρθε μεσα στη βρόχη μέρα μαγιάτικη ζεστή
πράγμα παράξενο και μάγικο και μύστικο μαζι.
Με κυνηγά σαν ευχή,κρατάω μια ανάσα την αυγή
να ακούσω θέλω καθαρά κάθε σταγόνα στιγμή
απ'τη ζωή μου-μια χάρη μονο αν θα γίνει
να χτυπώ τον ουρανό και με βροχή να μ'ανοίγει.....
Χιλιοτραγούδιστη βροχή μου κράτα κι άλλο
τέτοιες στιγμες συναντάω την φρονιμάδα μου
έτσι βοήθαμε κι άποψε να τη βγάλω
που φέρνω θύμησες ξανά απο τη φρεσκάδα μου.
Χιλιοτραγούδιστη βροχή μου κάνε σώμα
τα χαμένα όνειρα μας με τους γκρίζους ουρανούς
καν'το απόψε που η νύχτα έχει στόμα
κι εσύ σκιά μου βαλ'το όταν βρέχει να το ακούς.....
Βροχή με αέρα-ωραία μέρα
βουβή ομίχλη-πέρα ως πέρα
Στριμώγμενα μαύρα σύννεφα για προσκεφάλι
βγαίνω να κλέψω μυρωδιές χαρά μεγάλη
ήχοι κι εικόνες μου ζητάνε να φιλιώσουμε
και να αρνηθούμε στο χρόνο να μεγαλώσουμε.
Της ζωής μου να σκεπάσω όλα τ'αράθυμα ταίρια
με μια χούφτα βρεγμένο χώμα που'χω στα χέρια
τέτοιες στιγμές συναντάω την φρονιμάδα μου
και φέρνω θύμισες απ΄την κοιλάδα μου.
Κάθε στάλλα που αγγίζει την χοντρόκοπια μου
κλέβει οργή απ'το σεντούκι της καρδιάς μου
κι απ'το κομπόδεμα του μίσους μ'αλαφρώνει
πιάνω τις ρίζες μου ξάνα και με γειώνει.
Από βροχή είναι κανωμένο τελικά το ριζικό μου
και σε βροχή έψαχνα το λαβωμένο ξωτικό μου
οι πίμες μου σαν καταιγίδα απρόσμενη
κι η συννεφοσκιά σαν λούπα μου μονότονη.
Με βροχή αντάμωσα του μάγου το φράγμα
και με κοινώνησε με της φωτιάς το νάμα
της δροσιάς μου τα βρόχινα αγγίγματα
στις στρωματσάδες κάτω απο τα μηχανήματα.
Στη βροχή μου βγαίνει όλο το καλοκάρδισμα
κι όπου φτάνει σαν δάκρυα μάφήνω χάρισμα
μα εσύ αν κρύβεσαι από γκρίζους ουρανούς
κανε μου την χάρη βαλ'το όταν βρέχει να το ακούς.......
Πάρε χαρτί και μολύβι να γράψεις
αν δεν έκανες τον κόπο ποτέ να ψάξεις
γιάτι εκθειάζουν οι σκυφτοί τα μουχλιάσματα
κι οι φαρμακόψυχοι μας έχουν για μιάσματα
Για γέλια και για κλάματα κι η απάντηση αν θες
είναι τα γεμάτα,θέατρα κι οι μουσικές σκηνές
κάθε soldout και μαχαιριά στην ραχοκοκαλιά
του κτήνους,που στην σιώπη μας μελετάει από παλιά.
Μισοκοβέντες και φήμες για θολούρα
και το τεμπελαριό της τέχνης,όλο μουρμούρα
για μας τους βλάσφημους και πεισματάρηδες
μιλάνε κάποιοι αποτυχημένοι και χαραμοφάηδες.
Μα από το ψήλωμα αυτό το λιόφωτο
σας μίλησε η φωτιά για φόβο τόσο αλλόκοτο
για ένα πέρασμα στου ονείρου την άκρια
για μια fiera,ένα σκιάχτρο,καμωμένο απο δάκρυα.
Μέχρι που θύμωσε από του νου σας τις ασχήμιες
και σας τύλιξε μονάχα με βλασφήμιες
όμως θυμίζω στους τρελλούς που μας αντέχουν στην σκηνή
δεκαεπτά χρονάκια είναι μόνο η αρχή........
Βρες μου έναν λόγο να γίνω σαν τα μούτρα τους
κι όλα τα όχι που έχω πει θα τα μαζέψω
βρες μου έναν λόγο να κάνουμε τα γούστα τους
κι ότι έχουμε άδικο μπορεί να το πιστέψω.
Βρες μου έναν λόγο να δεχτώ όσα αρνήθηκα
κι όλους τους στίχους μου μπορεί να διορθώσω
βρες μου έναν λόγο κι αν δεχτώ ότι ηττήθηκα
τον κόσμο μας ποτέ δεν θα προδώσω.....
Να τα και φέτος,με παρέα το πρωτοβρόχι
κρυφογελάω με τα αμέτρητα που αφήνουμε όχι
και που η καλύβα μας έχει ένα μονοπόρτι
ένας κι ο τρόπος μας,μαγκιά μας πρώτη.
Ένα μεγάλο όχι στους χορηγούς ωραίο και σκέτο
και στης ντροπής το διαφημηστικό πακέτο
όχι στους μάνατζερ και τα μουσικά κανάλια
ούτε στου τύπου τους λακέδες παρακάλια.
Δε ταίζουμε στους δήμους τα λαμόγια
για αυτό δε βλεπόμαστε συχνά με άλλα λόγια
χωρίς δάνεια,επιδοτήσεις και βοήθεια απο κανένα
σκαρωνουμε χρόνια τα γνωστά και χαρισμένα.
Στα σούπερμάρκετ δίσκων δεν δίνουμε υλικό μας
αν θέλεις ψάξε για να βρεις το φτωχικό μας
στα ραδιόφωνα δεν στέλνουμε ουτε promo
μόνο σε φίλους που γνωρίσαμε στον δρόμο.
Πόσο τους καίει που οι τρελλοί ακομά αντέχουν
κι ότι ονειρεύτηκαν αυτό και μόνο έχουν
πόσο τους καίει που τραβιέται για να δει τον αλήτη
Βρες μου έναν λόγο να γίνω σαν τα μούτρα τους
κι όλα τα όχι που έχω πει θα τα μαζέψω
βρες μου έναν λόγο να κάνουμε τα γούστα τους
κι ότι έχουμε άδικο μπορεί να το πιστέψω.
Βρες μου έναν λόγο να δεχτώ όσα αρνήθηκα
κι όλους τους στίχους μου μπορεί να διορθώσω
βρες μου έναν λόγο κι αν δεχτώ ότι ηττήθηκα
τον κόσμο μας ποτέ δεν θα προδώσω...
το καλύτερο κοινό στον πλανήτη...
Μέρα λιόχαρη, σκιά μου απόμερη
σημασία δε σου δίνουν οι πρόσκαιροι,
οι ωραιόπαθοι αρχίσαν τα τρεχάματα
κομπογιαννήτες για γέλια και για κλάματα·
Σκουλικαντέρες κρυμμένες πίσω από τα χάχανα
παραβγαίνουν προς το φως σιγά τα λάχανα,
στήνονται κάλπες δίπλα στου λαού το νύσταγμα,
δημοκρατία το ανήθικον μας δίδαγμα.
Σειρά του νέου επιγόνου, του παραχαϊδεμένου,
του πολυαφηρημένου και του απαλλαγμένου,
των γονικών αμαρτιών κι ευθυνών
του όχλου η λησμονιά άτραπος των πληρωτών·
στέκουν οι ψοφιμοφάγοι ξανά στις πολεμίστρες
κι ο φόβος κρύβει τα βελόνια πάνω στις κουβαρίστρες.
Μα στην αρματοθήκη μου πίσω απ' το ρεζιλίκι μου
έχω ένα όχι να το ζώσω φισεκλίκι μου·
ίσως η μόνη πολιτική μου πράξη
γιατί ίδια γεύση έχει η μπουκιά στόμα αν αλλάξει.
Τους φτύνει ο τρελός που χρόνια τους καλάρεσε,
τώρα απέχει γιατί έτσι του την βάρεσε.
Μικρέ μου επίγονε σε καλώ να κυβερνήσεις,
έχεις εικόνες και χιλιάδες αφηγήσεις,
κρατάει η σκούφια σου από μεγάλο τζάκι,
στην χώρα αυτή η εξουσία πάει τρενάκι.
Μικρέ μου επίγονε να ξέρεις ο προκάτοχός σου
ήταν επίσης εκλεκτός κι όχι εχθρός σου
κι εκείνον για έξι χρόνια στο δεξί μου είχα στολίδι,
για 'σένα έφτιαξα χώρο στο αντικρινό μου αρχίδι.
Απ' τις 3 που τον κλατάραν του Σεπτέμβρη
σκεφτόμουν το κακό που θα τους εύρει·
Πολιτικό αποπαίδι με νταντά το '81
παίρνει σκυτάλη στα συνεννοημένα,
τον ετοιμάσαν του μπαμπάκα οι χαμάληδες
κι ευτυχώς μας τον σπουδάσανε κι οι γιάνκηδες.
Σεμνό παιδί χωρίς φωνή, καμπανιστή κοψιά,
ηγέτη νεοευρωσοσιαλιστή
Μα στου ραγιά τον κόρφο για να γίνει αρεστός
πρέπει να αναστήσει του μπαμπά το καθεστώς,
να φέρει πίσω από το ΠΑΚ, τους γερόντους τους χορτάτους,
να βρει καμιά δεκαριά Τσουκάτους,
να κάνει λίφτινγκ στου καραγκιόζη την παράγκα
με κλαδικές, μουστακαλήδες και ζιβάγκα.
Μνήμες νεκροζώντανες χωρίς μετανιωμό
κι όποιος τους ψήφισε να πάει με τον καημό.
Αυτή τη χώρα τη σκυφτή και καψερή
θα την πασάρουμε σε κόρη αψηλή και λυγέρη·
να πάει σόι το βασίλειο και αιώνιος ο μπελάς μας,
φτάνει να έχουμε χώρο για όλους στα αχαμνά μας.
Όταν ο χρόνος μοιάζει σαν άδεια κολυμπήθρα
το λογάδι σου γίνεται σκλήθρα.
Και φόβος μακρόσκιος κακοταιριάρης,
μήπως και γίνεις δουλευτής θεληματάρης.
Μ' αν απ' τα γεννοφάσκια σου και τη θαμπή σου φτιάξη
σέρνεις τα λάθια των καιρών, άντε ν' αλλάξει.
Σκέτη σκοτούρα και λάθρο το σπούδαγμα,
σκάρτο το ζύμωμα – λειψό το φούρνισμα.
Κι αν σου 'τανε μοιρόγραφτο να ζεις με συγχαρίκια
άντε περπάτα μόνος σου χωρίς τα δεκανίκια.
Την ήπια την πικράδα αυτή στην πρώτη απραγιά μου
και σύρανε τ' αμάθευτα να γίνουνε δικά μου.
Κι ήθελα κάθε ανήμπορο να κάνω μπορετό
μα όπως στο κρυφούπνι μου σα το χασμουρητό
με παίρνανε χαμπάρι οι κλαψομοίρηδες,
οι ατσαλάκωτοι, βουβοί και νοικοκύρηδες.
Κι η άσβεστη δίψα μου έμοιζε χασομέρι
και σαν οι αχυρόμυαλοι να μου δεναν το χέρι.
Μ' αν είναι μες στο κράμα σου και το ποθεί η ψυχή σου,
λεύτερο θα 'χεις ουρανό και χόρτασμα τη γη σου.
Έτσι σ' αυτό το παιδεμό, φιλόμαχος αν είσαι,
μείνε αφανέρωτος - μα την οργή σου φτύσε.
Πάρε κουράγιο να χαθείς στου ονείρου σου τα βάθια
από της φτιάξης μας να βρεις τα πιο ωραία λάθια.
Από τη φτιάξη μας ως τη χάση
μια περασιά είμαστε όλοι, τάμα στη μοίρα.
Ξεφυσάμε στο σκολιανό μας γιορτάσι
που άλλη μια μέρα δεν πάθαμε φύρα.
Αν όμως στέκονται κομποδεμένα τα λάθια μας
πίσω απ' τη γλώσσα και στο πετσί μας,
κάλλιο σαράκι να χωθεί στα κατακάθια μας
ν' ανοίξει τρύπα να χυθούν απάνω στο ραμφί μας
σα φλόγες, σα κύματα και σα λερά λεπίδια
σαν όνειρα βαθιά στα πρωτούπνια,
συρμένα από τη ρίζα μας ως την κορφή σα φίδια
να μας τυραννάνε – ας όψονται – μ' αγρύπνια.
Κι όσο θα γυροφέρνουνε στης κούτρας το σμιλάρι,
θ' ανηφορίζουνε τραδούδια προς τ' αστέρια
και σκάτζα κάνουνε με τα σωστά στο αρμάρι
της φτιάξης τα λάθια τα έρμα και τα ταίρια.
Ξέρω έναν τύπο που τα χώνει απ’ τον «Ναυτίλο» του
με το μολύβι του με ταίριαξε φίλο του.
Αρχές Νοέμβρη και στο «οκτώ» μας το άσαρκο
πάνω που φάγανε οι ραγιάδες τον άμπακο.
Σελίδα 10 κι ό,τι πω δανεισμένο
για να το βγάλω στο ρυθμό ταιριασμένο.
Κάνε μου Αλογοσκουφιές και κράτα με ανασφάλιστο,
δος μου τραπεζοκωλιές και δάνειο προάριστο
πέτα με ξεβράκωτο μες στα βατοπέδια
στο ‘ριξα αδάγκωτο, μα τώρα αλλάζω σχέδια.
Μπουρλότο και «V» for vlamenous
στους χορτασμένους σωτήρες του γένους
στους εκσυγχρονιστές και στους γραφειοκράτες,
στους νταβατζήδες με τις άγιες τους πλάτες.
Μασούρια μπουρλότο να κρατάνε οι κομιστές
να γίνουμε χτες, τ’ αύριο το ξέκαμαν ληστές
ξομολογημένοι απ’ τον πνευματικό τους
με το θεό τους σπάνε το μερτικό τους.
Μαζική λοβοτομή με super επιτόκιο
παρτούζα ο Θοδωρής, ο Εφραίμ κι ο Πινόκιο
Trust πορνό στην καρδιά της Σοφοκλέους
κι η αριστερά σα διαφήμιση επιμήκυνσης πέους
Φίλε Στάθη, δε περιμένω τη σειρά μας
βραχονησίδα όταν γίνουν τα σκατά μας.
Θα γίνω φαροφύλακας για να ’μαι φευγάτος
απ’ του ραγιά το φαύλο κράτος.
Μπουρλότο στα πηγαδάκια της Βουλής
για να χαρούν οι μοναξιώτες κι οι απανταχού της γης
κι οι υψηλόμισθοι πολιτευτές μας
να δουν τι κρύβαμε πίσω απ’ τον μπερντέ μας.
Οι καραγκιόζηδες τώρα διαλέγουν τιμωρία
σ’ όσους «το χρήμα εφραιμ την καρδία»,
την ιστορία γράφουν με καλαμάρι στο χέρι τους
και μελάνι στο πρισμένο ριζομέρι τους.
Ανυπόληπτοι, γιάπηδες, αγύρτες.
στα μυστικά του πάρε – δώσε βάζουν σύρτες
και ρίχνουν φήμες που βγάζουν feeling
σκατά στα μούτρα τους για peeling.
Μπουρλότο στα σουλτανάτα των κομμάτων
κι άμεση αναγνώριση πτωμάτων,
μπουρλότο σε κάθε εφορεία και ΙΚΑ
άνεργε αδερφέ μου «εν τούτω νίκα».
Στήστε μπάρμπεκιου στης γειτονιάς το τμήμα
βάλτε για κάρβουνο βρώμικο χρήμα.
Μπουρλότο για ό,τι να ‘ναι κι όπου να ‘ναι
οι αδικημένοι παντού εκδίκηση ζητάνε.
Μπουρλότο στο γαμημένο το μυαλό μας
που κράτησε από μας μακρυά τον εαυτό μας
μπουρλότο σ’ όλα πριν ξανανθίσει ο πάτος
Στου ραγιά το φαύλο κράτος.
Γιατί πάλι αγκομαχάς όταν μου δείχνεις τα σερνάμενα
γύρω απ’ αυτά ίσως σαν τα μούτρα σου και να ‘μουνα.
Θα μ’ έπνιγε όπως πνίγει το σίδερο η σκουριά
και θα ούρλιαζα πνιχτά όπως η καμπάνα απ’ την σφυριά.
Παραδέξου το λοιπόν – η μαντεψιά ήταν σωστή
φήμη βαριά δεμένη με ψιλή λευκή κλωστή
όλοι γνωστοί κόλακες μισοφαγωμένοι
αβέβαιοι και αμήχανοι κοιτούν κι οι μυαλωμένοι
Πως να ζηλέψω λοιπόν την κατρακύλα από τα αργόσυρτα,
τι να ζηλέψει μια κραυγή απ’ τα ανομολόγητα;
Το πλατάνι δε σκιάζεται απ’ την χαμοκερασιά
ούτε κι ο φάρος λαχταρά του νοτιά την περασιά.
Πως να ζηλέψει ένα “γιατί” το “δεν πειράζει”
και στην αναβροχιά ότι καλό και το χαλάζι
πως να ζηλέψει το φρέσκο χώμα αυτόν που σκάβει
κι ο βοριάς το αύτανδρο που βούλιαξε καράβι.
Τη λευτεριά όμως ζηλεύουνε οι σύνδουλοι
και κάθε αυθόρμητο οι μυστικοσύμβουλοι
τα όμορφα ζηλεύουν μόνο οι κακόφτιαχτοι
και την αβολεψιά μας οι σιδερόφραχτοι
Τι να ζηλέψει ο δουλευτής απ' τους σοφόμωρους
κι ο κοντινός σκοπός απ' τους απότερους
τι ζηλεύουν τα βάθια απ' τα ευκολοθύμητα
κι οι στίχοι της φωτιάς απ' τα μεγάλα ποιήματα.
Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε
απ' τους αβέβαιους και τους αμήχανους,
τη ξεφτίλα δε θα κανακέψουμε
τα σερνάμενα είναι για τους ανίκανους.
Δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε
δεν υπάρχουμε σ' αυτή την μπορασιά
όσο αντέχουμε θα το παλέψουμε
κόντρα στου νοτιά την περασιά.
Τι να ζηλέψουν δυο θλιμμένα μάτια άδολα
από tattoo κρυμμένο εκεί στα πισωκάπουλα
τι να ζηλέψουν οι σπάνιοι απ' τους ολόφτυστους
κι οι κατασταλαγμένοι απ' τους ακαθόριστους
Τι να ζηλέψει μια ευχή απ' την παραμυθία
και τον χρησμό τον πλανερό απ' την Πυθεία;
Τι να ζηλέψει η γαλήνη απ' τη χαρμάνα
κι ο αυλός ο μαγικός απ' τη ροκάνα;
Καλά περνάω σου λέω και του λόγου μου
μοιράζω ακόμα απ’ το απόθεμα του χρόνου μου
πασχίζω να ονειρεύομαι, τραβολογιέμαι, καίγομαι
νέτα σκέτα την σκαπούλαρα και χαίρομαι.
Του κάθε συκοφάντη θέμα ήμουν και μέλημα,
στημένη φάρσα για όποιον τα βρήκε έτοιμα
το μόνο μου έγκλημα ξεστόμισα αβίαστα
ό,τι ξεσκέπαζε τ’ ασπούδαχτα κι αχρείαστα.
Έξτρα παράγραφος είμαι πριν το επικείμενο τέλος
αναπάντεχα ορεξάτος κι ενεργό ακόμα μέλος
και πριν τα σάλια σου χυθούν βρες μου παρόμοιο
με το Low Bap και θα του φτιάξω εγώ το εγκώμιο.
Άσβεστη δίψα μου κράτα τα μπόσικα στην ιστορία,
έκανε γκελ και κύκλο κι αυτή η συγκυρία
χωρίς την ξεφτίλα στιγμή να κανακέψουμε
δεν έχουμε ευτυχώς τίποτα να ζηλέψουμε.
Δος μου έναν ήλιο συρμάτινο ακόμα
κι ένα σημάδι χαραγμένο στον ώμο,
ράψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
έχω μπροστά μου ένα απέραντο δρόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυρίσω
και το μαχαίρι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στέκομαι δε θα γυρίσω,
το φεγγάρι κι ας διώξουν οι λύκοι.
Λοιπόν, θα κατέβω στο ξέφωτο το βράδυ
ν’ ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι.
Μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση,
κι αφού βολεύει ο καιρός, δεν έχω αντίρρηση.
Τώρα βολεύει δε βολεύει, ουρλιάζουν οι λύκοι
στέλνοντας κάθε φόβο εκεί που ίσως ανήκει
και μες στη φρίκη την ομίχλη έχουν ασπίδα
και η σιωπή μάς περιμένει σαν άκεντρη παγίδα.
Κι όλα όσα είδα στιγμές τριχιά κρεμάλα,
κι όλα όσα άκουσα ράγες ντροπής τρεχάλα,
ακέφαλός ο βασιλιάς και στη φωτιά η κορώνα
και ‘μεις παρηγοριά του σκοταδιού απ’ την κρυψώνα.
Οι λύκοι κατεβαίνουν σα βολεύει ο καιρός
με οδηγό στην ομίχλη της σελήνης το φως...
Άρα το μόνο που μας έχει απομείνει
είναι να κλέψουμε το φως απ’ τη σελήνη
και στης σκοτιάς την αγκαλιά οι λύκοι να ψοφίσουν,
οι φήμες κι οι παραλογιές για πάντα να συγίσουν.
Κι αν οι καρδιές αφήσουν φόβους ζωντανούς,
κι οι μνήμες οι άφωνες αν αφήσουν τους καιρούς,
ίσως οι άρπαγες προς τα δω να ξεμυτίσουν,
φωτιές ατσάλινες θα τους καλωσορίσουν.
Δος μου έναν ήλιο συρμάτινο ακόμα
κι ένα σημάδι χαραγμένο στον ώμο,
ράψε μου για πάντα το βλάσφημο στόμα,
έχω μπροστά μου ένα απέραντο δρόμο.
Δος μου χώμα ξανά να μυρίσω
και το μαχαίρι μου βάλε στη θήκη,
εδώ που στέκομαι δε θα γυρίσω,
το φεγγάρι κι ας διώξουν οι λύκοι.
Βρήκα τα χνάρια τα παλιά μισοσβησμένα
και κάποια λόγια μου βαριά, παρεξηγημένα,
στην άκρη αφημένα απ’ τους αφόρητους
απ’ τους καταλάθος ζωντανούς και ασυγχώρητους.
Τι ήθελα και ξαναβγήκα απ’ την κρυψώνα μου,
αυτή η κλωστή δεν περνάει απ’ τη βελόνα μου.
πως να μπαλώσω τα φαγωμένα μνημονικά τους,
τα ουρλιαχτά των λύκων σβήνουν στα σωθικά τους.
Μακρύς χειμώνας κι ένα μαχαίρι φυλαχτό απ’ το οπλοστάσι,
ψάχνει όποιον θέλει απ’ τη ζωή να ξαποστάσει,
γυαλίζει η λάμα του μικρό σινιάλο στο δίχως φως,
δειλιάζουν οι άρπαγες βολεύει ο καιρός.
Λοιπόν, θα κατέβω στο ξέφωτο το βράδυ
ν’ ανταμώσω την αλήθεια, των θεών το ψεγάδι∙
μου ‘χε τάξει μακελειό κι εκδίκηση
κι αφού βολεύει ο καιρός, δεν έχω αντίρρηση.
Γίνεται λόγος πολύς γι’ αυτή την κρίση,
τους πιο πολλούς μας έχει ήδη γονατίσει
μα στα κανάλια ευτυχώς λένε οι μετρήσεις
ότι μας μείνανε δυο χρόνια ακόμα κρίσης.
Και κάπου εκεί θα έρθει η ώρα να ξυπνήσουμε,
να τεντωθούμε απ’ τον ύπνο τον μεγάλο
και για να δούμε τότε τι θα καζαντίσουμε
ή από τον πάτο θα μας στείλουν και στο διάολο.
Όταν σωπάσαν οι καιροί κι ο τρόμος κατακάθισε
σβηστό το φως στους προβολείς, θα καταλάγιασε.
Κι όταν η κρίση βάρυνε κι έβγαλε τη μασέλα
κόλλησε και έλιωσε αργά ληγμένη καραμέλα.
Τότε ξυπνήσαμε, ψάχναμε αν κάτι πάνω μας λείπει
και κρατηθήκαν με τα νύχια οι τόνοι ήπιοι.
Τα δόντια τρίζαμε βαριές μη μας ξεφύγουν οι λέξεις
μην τύχει αδέρφια και μας έρθουν πάλι ορέξεις.
Ήμασταν λέει σακατεμένοι στάση αλλόκοτη,
χίλια κομμάτια και η μνήμη μας η απόκοτη
μέσα στην κούρνια της είχε λουφάξει με ποινή ισόβια,
έπαιζε ζάρια και απ’ την γκίνια έφερνε ασσόδυα.
Αλλά ευτυχώς γιατί χωρίς θυμητικό εμείς μια απ’ τα ίδια.
μας βρήκε ο ξύπνιος μας σ’ ένα σωρό σκουπίδια.
Αλλού τα χέρια, αλλού τα πόδια σαν πατημένη ακρίδα,
άλλοι με στόματα ανοιχτά να στάζει το αίμα ελπίδα.
Κάποιοι με τις γροθιές ψηλά σφιγμένες πάλι
να τρίβουνε τα μάτια τους να ξύνουν το κεφάλι
κι άλλοι με τη σιωπή των άφωνων την συναινετική
να χασμουριούνται γι’ άλλοθι - τι κρίση ήταν κι αυτή.
Κάναμε πρόβα για καιρό αυτό το ξύπνημα απ’ την κρίση,
όταν κρυφά ξεπέφταμε σε λάθρο αλισβερίσι,
όταν ταιριάζαμε τ’ αταίριαστα με τα ύποπτα,
ψιθυριστά συλλαβίζαμε τ’ ανείπωτα.
να μην ακούσουν όσοι κάνανε τα ίδια
και λίγο – λίγο αφήναμε την τόλμη μας κομμένα ροκανίδια.
Ενώ απ’ την άλλη, έτσι απλά για ψύλλου πήδημα,
στο στόμα πιάναμε χωρίς ντροπή το κίνημα
κι ήταν το σύνθημα έτσι μ’ έμφαση δοσμένο
που πορωνόμασταν αψήφιστα κόντρα στο πεπρωμένο.
Κρατούσαμε στα χέρια κόκκαλα από νεκρούς
κι οι προβολείς τα κάνανε σύμβολα και θεούς.
Τώρα λοιπόν που ήρθε το ξύπνημα απ’ την κρίση,
ξεπλύναμε απ’ τα μούτρα μας όνειρα, ψέμα, μίση
και βολευτήκαμε όπως όπως στο σωρό να φάμε,
στον οχετό, στο τίποτα και που αλλού να πάμε;
Στοιβάξαμε τα κόκκαλα απ’ τους νεκρούς στο αρχείο
κι ενώ πάλευε η πείρα μας για το στερνό αντίο,
λέγαμε μπουκάρωντας στη νέα εποχή:
μια κρίση ήτανε, πέρασε, μάς τέλειωσε κι αυτή.
Ο ήρωάς μας έχει τίτλους ευγενείας,
γόνος πλούσιας, γνωστής οικογενείας.
Ιδιωτικά σχολεία, επαύλεις και νταντάδες,
τίγκα οι γραβάτες και κολλαριστούς γιακάδες.
Σπουδές στο εξωτερικό και λίγο ντόλτσε βίτα,
λίγο κόκα, παρτάκια και καμιά γνωστή λολίτα,
σπορ αυτοκίνητα, χέρια δυσκίνητα
και μ’ ελάχιστα προσαρμογής προβλήματα.
Απλά καλός γαμπρός που θα ‘λεγε κι η θεια μου
κι όχι ευτυχώς σα τα χάλια τα δικά μου.
Τώρα που κολλάει και σας λέω για την πάρτη του
κι έχει ο καϋμένος τόσα στην πλάτη του.
Κάτσε και θα δεις τη συνέχεια – υπομονή!
Να κοιτάς τι βγάζει μόνο από κάτω το χωνί...
Αυτός, που λες, ο απαλοβουτυροαναθρεμμένος
για μεγάλα μόνο πράγματα ήταν γεννημένος.
Ξεκίνησε δίπλα στο πολιτικό του τζάκι
και με την εξουσία έγινε πρεζάκι.
Γαλουχήθηκε από κάθε φιλόδοξο επιτήδειο,
μέχρι που απλώθηκε σαν κωλοβακτηρίδιο.
Σου φέρνει στο μυαλό πολλές περιπτώσεις,
την πιο βαριά απ’ τα σκατά διάλεξε να σηκώσεις
και νά σου ο βουλευτής σου ή ο πρωθυπουργός σου,
ο τραπεζίτης σου ή και τ’ αφεντικό σου.
Απλά ειν’ τα πράγματα και δύσκολα τα θαύματα
ή την ακούς και σε βρίσκουν τα γεράματα
ή το γιουσουφάκι γίνεσαι του αφέντη σου
για δέκα βρώμικα τάλαρα στην τσέπη σου.
Απλά ειν’ τα πράγματα, μεγάλα όμως τα κρίματα,
αν περιμένεις του καιρού τα γυρίσματα
θα σου θυμίζει ο απόηχος της κλάκας
δεν είσαι ήρωας, είσ’ ο μκρός μαλάκας.
Συνεχίζω και με το δίκιο σου θ’ αναρωτιέσαι
- πολύ για έξυπνος χοντρούλη μου περνιέσαι.
Ή στην καλύτερη, αν μ’ αγαπάς θα μου μιλήσεις
- γι’ αυτούς τραγούδι σου ξανά μη χαραμίσεις.
Μα δεν το κάνω γι’ αυτούς έχω άλλο κόλλημα.
Δυστυχώς εσύ είσαι το μεγάλο μου πρόβλημα.
Εσύ τ’ ανέχεσαι, μικρέ τίμιε πωλήτη,
το δικό σου υποθήκη μπήκε σπίτι
και σίγουρα δε σε γλυτώνουν τ’ αϊ σιχτήρια,
αυτοί πήραν ντοκτορά σα βαμπίρια.
Αυτοί αγοράζουν την ομάδα σου και τη δουλειά σου,
φτιάχνουν κανάλια και αγοράζουν τα όργανά σου,
αυτοί παίρνουν την ψήφο σου μαζί με τα όνειρά σου,
αυτοί είναι που δε βγαίνουν απ’ τον κουμπαρά σου,
αυτοί είναι χορήγοί σου σ’ έχουνε στο άντε γδύσου,
αυτοί από το γλείψιμο σε παν στο αϊ γαμήσου.
Απλά ειν’ τα πράγματα και δύσκολα τα θαύματα
ή την ακούς και σε βρίσκουν τα γεράματα
ή το γιουσουφάκι γίνεσαι του αφέντη σου
για δέκα βρώμικα τάλαρα στην τσέπη σου.
Είδες με τον ήρωα την κάνεις γυριστή,
θα τον βγάλω, μου φαίνεται, από πρωταγωνιστή.
Άκου συμφωνεί μαζί μου κι ο απόηχος της κλάκας∙
είσαι ο νέος ήρωας, ο μικρός μαλάκας.
3. Σκάρωμα
Συγχώρα με καμιά φορά αν τον έλεγχο χάνω
με τα τραγούδια μου φίλους δεν κάνω
τα χαμένα μου αδέρφια ψάχνω μόνος και βρίσκω
και για πάρτη τους φτιάχνω ολάκερο δίσκο.
Ένας φυγόσκοσμος είμαι και τρελός μοναξιώτης
και στους καιρούς τους βωβούς συνωμότης
με θολά τα μάτια και γεμάτος αυτιά
και λίγο απ’ του πρόσφυγα παππού την σερπετιά
Σκαρώνω το αύριο για μένα με τον τρόπο μου
κι αν μ’ αρέσαν τα «ναι» θα σκεφτόμουν τον κόπο μου
κλιπάκια θα σου ‘χα φτιάξει και hitακια
θα σου ‘χα ρίξει λίγη στάχτη στα ματάκια
Μα δε με νοιάζει η εικόνα μου, ζω το χειμώνα μου
κλέβω στιγμές και ταϊζω τα χρόνια μου
μ’ αλλόκοτο ήθος παράταιρα απ’ το πλήθος
κι έχω ένα μόνιμο πλάκωμα στο στήθος
μα το γουστάρω δικιά μου η ζωή επέτρεψέ μου
περίφοβος δεν ήμουν ποτέ μου
ούτε σκαστός μα και δίχως περιθώρια
μόλις κόπηκε ο λώρος έφαγα ισόβια.
Τ’ αύριο σκαρώνω με τον τρόπο μου
και συγχώρα με αν μισώ ότι αγαπάς
έχω έναν ήλιο τάμα στον ώμο μου
και σαν ευχή είναι καλό να γερνάς.
Τ’ αύριο κάποιοι θάβουν στον τόπο μου
μη μου ζητάς να σε κάνω να γελάς
δεν γιατρεύεις με λόγια τον πόνο μου
σα κατάρα όταν άδικα γυρνάς.
Επέτρεψέ μου να μισώ και σου επιτρέπω ν’ αγαπάς
μα στο κατώι της ψυχής μου έτσι μην πάς.
Στέκουν ουρές οι εχθροί μου εκεί ανίσχυροι
εξασκημένη χρόνια βουβή ομήγυρη
Εντεταλμένοι αφού η ξεφτίλα επιμένει
τους μισόγεμους ν’ αδειάζει και να ξεμωραίνει
κι όποιος κλέβει το χτένι δεν βγάζει γένι
της αλήθειας το μανόγαλα πικροβυζαίνει.
Επιτρεψέ μου λοιπόν να τους σέρνω όσα θέλω
με τον ήλιο μου μονάχα ν’ ανατέλω
το ασημένιο και το μαύρο τους χρώμα
το μονοπάτι μου είναι απ’ την καρδιά στο στόμα.
Λοιπόν αταίριαστη μ’ αυτούς η ευγένεια
Ούτε μακρινή δεν έχω συγγένεια
Ξεχώρισέ τα κι εσύ κι άστο τσουβάλιασμα
κάπου τα όμορφα ζητάνε αγκάλιασμα
Κι αν τα όμορφα για σένα είναι όλα όσα βρίζω
τραβήξου πιο κει γιατί καιρό θα σε πρήζω
ο καθένας αλλιώς τσιμπάει τα ζάρια του
Ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του.
Μ’ αν σκιάζεσαι που στήσανε δίκη στο μυαλό σου
πες τους πως τρύπωσα τυχαία στ’ όνειρό σου
δε μοιάζεις/ έτσι κι αλλιώς για συνένοχος
άλλοθι δεν έχω – άρα είμαι ένοχος.
Γνωστό σημείο συνάντησης των παραζαλισμένων,
των σκορπισμένων, άβουλων και πολυφαντασμένων,
η κοντινή είναι κορφή μιας ανηφόρας
που αγναντεύεις από κει την θέα όλης της χώρας.
Ετούτο τον ανήφορο αν τον ανέβεις βράδυ
δώρο σου φέρνει η αυγή στο κούτελο μαυράδι
και κάθε ανεμόδαρτο κει που θα συναντήσεις
Ούτε μια απ' τις στιγμές δεν θα θες να του χαρίσεις.
Θα στέκεσαι βουβός με τον φόβο του μετά
Ίσως, πίσω τον κατήφορο να κοιτάς κλεφτά
κι όταν σκεφτείς πως βρέθηκες άξαφνα ολωσδιόλου,
ξεκίνησε μια σιγηλή επίκληση διαβόλου.
Όρεξη να έχεις να του τάξεις απ' τα ακριβά
κι όχι από τα εύπλαστα, τα ντροπιασμένα, τα βουβά.
Θέλει τα άνθη από των ονείρων σου το αγιόκλημα
Μιας και σε χτύπησε του οίκτου το ανεμόσυρμα
κάνε την κορόιδα κι όσα σου μοιάζαν σκανδαλιές
τα 'χει ο χρόνος φυλαγμένα σαν μαύρες πινελιές,
γνωστό κόλπο της ζωής για κάθε ανήμπορο,
καλή σου τύχη στον ανηφοροκατήφορο.
Κι εκεί που νόμιζες πως τον παπά κάνουν τα ρούχα
οι ανημέρευτοι σε παίρνουν πάλι με τα γιούχα
και σου θυμίζουν, αν είσαι αστέρι θέση να βρεις στον ουρανό
κι όχι στον σκουπιδότοπο που μοιάζει με βουνό.
Κοίτα, λοιπόν, τον κατήφορο ή πέφτεις στον γκρεμό
το ρεζιλίκι σ' έχει πιασμένο απ' τον λαιμό,
τουμπανιασμένο κι άφτερο μου μοιάζεις περιστέρι
που βρίσκει μόνο την ντροπή κι όχι απλωμένο χέρι.
Την ίδια τύχη είχαν αμέτρητοι για χρόνια
απ' την λάμψη βρέθηκαν μέσα στην καταφρόνια,
η χαρά του ασάλευτου και του όχλου η ηδονή
στις μαριονέτες να κρατά εκείνος το σκοινί.
Σ' έτρωγε ο κώλος σου λες και δεν τα έχεις ματαδεί,
σου λέγανε για τον γκρεμό κι εσύ δρόμο έβλεπες φαρδύ.
Τ' ατροφικά σου νιάτα, μια κακάσχημη πινιάτα
που ξεσπούσαν πάνω της αμούστακα φουσάτα.
Κακό πράγμα η τύχη, να σε βρει δήθεν χορτάτο
κι εσύ πονηρό παιδί, φόβο γεμάτο.
Αν είχες ιστορίες πολλές απ' τον ανήφορο
ρίχ' τες για φρένο τώρα στον κατήφορο.
Εκεί γέφυρα μυστική
Νοτισμένη σιωπή
Κάθε που ‘ρχεται η αυγή
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί
Κάνει η νύχτα γιορτή
Κι η φωνή μου έχει ΄κανει πληγή.
Για εκεί όταν θέλω να φύγω για εκεί
μες στην τόση βουή έχω βρει μια ρωγμή
σα πληγή
που από κει στάζει ο χρόνος στιγμή με στιγμή
κι απλώνει σα στίγματα μαύρα
που γινήκανε χνάρια ανάρια
και το πιο αλαφρό κι άμαθο άγγιγμα
σβήνει ολότελα βήμα και πάτημα.
Γι’ αυτό τα πόδια μου παίρνω σωρό κουβάριασμα
κρατάω ανάσα κι από του μυαλού το άδειασμα
έχω αμαρτύρητα τα μυστικά του χάρτη
για ‘κει θα φύγω να χαρώ κι εγώ κομμάτι.
Μουρμουριστά θα προχωρώ για να χαθώ στο σκηνικό
ένα κλαράκι ασθενικό θα φανταστώ σα ξωτικό
κι ένα καμπούρικο, κουτσό, καφέ σκαθάρι
σα να ζυγώνουν φτερωτοί χρυσοκανθάροι.
Εκεί ο φόβος ξεμωραίνεται απ’ τ’ αγέρι που θα φέρει
πείσμα κι όνειρο, δροσάτο βροχονέρι
ν’ αρχίσω μέσα στις σκιές κακαριστή τρεχάλα
να σωριαστώ σ’ ένα λεπτό στην πρώτη αντράλα.
Εκεί είμαι πάλι παιδί κι αν αργεί
να ‘ρθει ο χρόνος μεμιάς σα στιγμή συμπαγή
να με βρει, να μ’ αλλάξει
είναι που έχω εδώ στ’ ακρόνειρο αράξει και φτιάξει
ένα γεφύρι μυστικό με ξύλο λάσπη και νερό
και με ψιλή ψιλή κλωστή από ένα αδράχτι μαγικό
έχω πλέξει τα λόγια κι έχω σπάσει ρολόγια
για να χάνομαι εκεί απ’ του κάκου τα ξόδια
Εκεί το φεγγάρι αν αργεί κάθε νύχτα γιορτή
γιατί μένει αναμμένη η σκέψη μου, κι η φωνή
έχει κάνει πληγή να σου γράφω για εκεί
που ‘χει πάντα βροχή.
Το Παραπόρτι
Δεν ξαναπλώνω χέρι στο γεμάτο μου ράφι
με κουράσανε οι ποιητίσκοι – στιχοράφοι
κι οι λιμαδόροι αριστερίσκοι της παλάντζας
το κηφηναριό της κωλορεβεράντζας.
Κι ούτε στων άφωνων θα σύρομαι τη περπατησιά
μα θα παραλογίζομαι απ' την αφοβησιά
ούτε στα όρτσα έρχομαι ούτε στα μπόντζα μπαίνω
μα από το παραπότι μου όταν βρωμάει βγαίνω.
Κι αφήνομαι στα όμορφα μεσόστρατα
κάθε αρεστό ορκοπάτη να σκιάζω απ' τα λασπώματα
της φωτιάς περαματάρης και λαοκατάρατος
γιατί είμαι ηλιογέννητος και σκοταδομεγάλωτος.
Πως να τη βγάλω λοιπόν στα στείρα κι άβαθα
του τόπου του θαμμένου στα λουλουδοκάλαθα.
Τον παράδεισο των ευημερούντων ομοκρέβατων
τη νέα κουστωδία των ουρανοκατέβατων.
Στον τόπο των νεόπτωχων και των μπαϊλντισμένων,
των μισοαγράμματων και περιφρονημένων
των καταγέλαστων, των φτωχοδιαβόλων
των μαγαρισμένων και των πρώτων ρόλων.
Λοιπόν σε τούτο το μυγόχεσμα όταν θα δεις πεφτάστρι
της ξεπεσούρας ξέχνα το ανεμογκάστρι
ντύσου αφέγγαρη νυχτιά και στη σιγαλιά την πρώτη
φύγε στα κλεφτά από το παραπόρτι.
Τόλμα το κι άνοιξε και τις παρλάτες
άστες εκεί στις κακότοπες στράτες
κι αν δεις το τέλος σου κλείστου το μάτι
μη σε χρεώσει και σένα ορκοπάτη.
Τόλμα το κι άνοιξε κι αν βρεις τη θλίψη
χάρισέ της με χάρα ό,τι σου λείψει
και στη σιγαλιά την πρώτη
φύγε κι εσύ απ’ το παραπόρτι.
Φέρνω δυο βόλτες το κλειδί στο παραπόρτι
σφιχτομαντάλωμα και χαροκόπι
χωρίς την άσκημη βουή και τη μουγγή τη νέκρα
αχρείαστο να κάνω την καρδιά μου πέτρα.
Απλό το έμπα κι η ομορφιά σκερτσόζα
σε υποδέχεται με τη σκαστή της πόζα
μη λιγωθείς απ' το μετάνιωμα και φύγεις
μαλαγανιά μ' αν ξέρεις θα την αποφύγεις.
Κι απ' το ίδιο μέρος με το φεύγα σκαρωμένο
αφήνεις το μετά σωρόκουβαρισμένο
και με βαθιά ανάσα κι όψη ανέμελη
σκαρώνω ιστορία μπόσικη ρέμπελη
φτερώνω τις λέξεις κι αν τις προσέξεις
θα βρεις κουράγιο από πίσω να τρέξεις
μα εγώ θα στέκω μακρυά και στο χρόνο τον προδότη
πείτε ότι βγήκα από το παραπόρτι.
Στου μπαρμπα Γιάννη τη βεράντα μυρίζει γιασεμί
φέρμα κουβέντα στριφτάρι κι αβέρτα οι στοχασμοί.
Των ματιών το βούρκωμα θυμάμαι και τα γέλια,
τις μνήμες για σπουδαίους και για κενά βαρέλια.
Την βύθισή του στα μαύρα περασμένα
(τα για όλους ξεχασμένα) την 'εκανε για μένα
στα χαρτογραφημένα απ' τους αποθηριωμένους
με πήγε από μέρη λεύτερα τόπους ξεσφραγισμένους.
Πάμε Ακροναυπλία γι’ αρχή μ’ αψηφισιά
για κάποιους μοναξιώτες μ’ ένα φεγγίτη μοιρασιά.
Θυμάμαι από τη Θήβα έναν λεβέντη γιατρό
η «ΟΠΛΑ» του ‘χε τάξει να τον βρούνε μισερό.
Τον βρήκαν κρεμασμένο θα ‘βγαινε σε έναν μήνα
και κλέψαν το τεφτέρι του που θα δινε στον Στίνα.
Να σε πάω Ικαρία, Μακρόνησο ή Γιάρο
για τη σιωπή μου εκεί κάποιοι με λέγαν «Χάρο».
Δεν ήμουν στα κοπαδιαστά, στους κωλοπετσωμένους
ήμουνα ήδη στους νεκρούς τους κατασταλαγμένους.
Ξέρεις, απ’ τα κοπάδια κάποιους τους είδα υπουργούς,
κυβερνήτες πατεράδες και γυιούς.
Μα φτου στο διόλο, σκατά στο στόμα μου
στην ψυχή ο παραδαρμός κι όχι στο σώμα μου.
Εμάς, του «τίποτα» μας σκοτώναν με το γάντι
ή ύστερα απ’ το πετσόκομα μας δίναν πασαβάντι
και την στάμπα τους σε κάθε τρισκατάρατο,
γιατί η ιστορία στον τόπο αυτό είναι κατουροκάνατο
και αυτή που λες εσύ, μικρή κοσμογωνιά,
μια χαμηλοβλεπούσα είναι στην απολησμονιά.
Θα σου πω στα γρήγορα (πράγμα δυσκολοκάμωτο)
για κάθε προτάτο πλανερό και ατσαλάκωτο.
Το ΕΑΜ, τη Βάρκιζα, τα μαζεμένα «Yes»,
το κόμμα και την αποχή από τις εκλογές.
Τον Παπάγο, τον Πλαστήρα και τον βασιλιά,
τους αποστάτες και της Χούντας τη ληστοφωλιά,
το ΠΑΚ, την αντίσταση απ’ το παράνομο κόμμα
- οι εκλεκτοί στα Παρίσια κι οι άτυχοι στο χώμα.
Για το νόμιμο κόμμα, το δώρο του εθνάρχη,
την αλλαγή, το καθεστώς του όπως λάχει,
τους κοσκωτάδες και το ροζέ ’89
σερί πάει η γεννοβολιά μέχρι τούτη τη γενιά.
Θα ‘θελα να με ρώταγες ποιος σκότωσε τον Άρη,
ποιος έδωσε τον Ράπτη και τον Καστοριάδη,
ποιος τον Λαμπράκη σκότωσε και ποιος τον Παναγούλη,
ποιος κρυβόταν πίσω από το μάυρο κουκούλι.
Τίνος Ρέμβη ήτανε η χουντομορταρία
και ποιοι οι ανθρωποφύλακες στα κελιά τα κρύα.
Ποιοι λοιδωρούσαν τα παιδιά στο Χημείο
και ποιοι της λευτεριάς δεν περάσαν το πορθμείο.
Ρώτα με λεβέντη μου, μέρες να σου λέω,
γι’ άλλα θα βλέπεις να γελώ και γι’ άλλα ίσως να κλαίω.
Κοντεύω τα εκατό – μεγάλη σερμαγιά
μα έξω απ’ το μνημούρι μου η απολησμονιά.