- about lowbap
- events
- discography
- books & movies
- gallery
- news & posts
- EShop
- downloads
- επικοινωνια
- ΞΕΚΙΝΗΣΕ η ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ για την συναυλία στις 20 Ιουνίου - Θέατρο Πέτρας
Δάκρυα που κυλήσανε για σένα γίνανε τραγούδια
λόγια που είχα ακούσει θυμωμένα ,ναι τα ακούω και εδώ.
νύχτες που απ’ τα ξίδια, στήναμε χορό με τα αγγελούδια
έψαχνα στα σύννεφα τα μάτια σου κάπου να βρω.
Έπαιρνα από πίσω το αίμα που 'τρεχε απ' τις πληγές σου
μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
σου άπλωνα το χέρι να έρθεις λαβωμένο ξωτικό.
Και εγώ θυμάμαι παντού να σε ψάχνω ξωτικό
να δω αλήθεια αν είσαι όπως μου λέγανε κακό
να αντικρίσω τα μάτια σου, το μαγικό σου βλέμμα
που είχα ακούσει όποιος σε δει θα ποτίσει λέει ψέμα.
Και θα πνίγει τα όνειρά του στη χαρά σου
θα πουλάει απ' τη ζωή φτάνει να σέρνεται κοντά σου
κι αν ναι θα τον φοβίζει η μοναξιά
και ο χρόνος θα περνάει αργά και συνέχεια θα πονάει.
Μα ποτέ δε μ' ένοιαξαν τα λόγια ξωτικό
κρατούσα μέσα μου για χρόνια ένα θαμμένο μυστικό
και μπορεί όταν θα σε δω αν ταιριάξει να σου πω
για ποιο λόγο εγώ ψάχνω τόσα χρόνια να σε βρω.
Και ακολουθώ το αίμα που τρέχει απ' τις πληγές σου
χωρίς ποτέ να ζητιανεύω λίγο απ' τις χαρές σου
χωρίς να θέλω να χαρώ κάτι κλεμμένο
ίσως μπορεί εγώ να ξέρω γιατί τρέχεις λαβωμένο.
Και σκεπάζω τις σταγόνες απ' το αίμα σου καλά
αν σε βρούνε πληγωμένο για' μένα θα' ναι αργά
ποτέ δε θα μπορέσω εγώ τα μάτια σου να δω
και θα χαθώ χωρίς να ξέρω αν αγαπώ
.
Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
– σ' έχει προδώσει το αίμα που κυλάει ξωτικό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
– και εγώ σ' ακούω παντού, μη φοβάσαι είμαι εδώ.
Το μυστικό μας λοιπόν το κρατάω καλά κρυμμένο
συνέχισε να τρέχεις να γυρνάς κυνηγημένο
και εγώ θα 'μαι εκεί πίσω από σένα μια βαριά αναπνοή
να μας σκεπάζει σαν ομίχλη και μπορεί
όποιος ψάχνει να σε βρει και δεν ξέρει γιατί
τα σημάδια που αφήνεις δεν θα δει, θα χαθεί
μα εγώ σε ακούω καλά, φοβισμένο μου μοιάζεις
για πρώτη φορά ξωτικό δε με τρομάζεις.
Και είμαι εδώ το χέρι μου σου απλώνω
παίρνω κουράγιο και μπορώ και μετανιώνω
για όλα εκείνα που είχα πει στα βαριά δήθεν τραγούδια
που δεν μοιράστηκα κρασί με τα αγγελούδια.
Τώρα μπορώ να σου πω όταν θα σε δω
πως μες τα μάτια σου εγώ ψάχνω καιρό
λίγη απ' τη φωτιά, λίγο από το παραμύθι
και λίγο αγάπη να με σώσει από τη λήθη
Γι' αυτό θάψε όλες τις ψεύτικες χαρές σου
έχω σκεπάσει όλο το αίμα απ' τις πληγές σου
βάλε όλα τα άστρα του ουρανού για νυφικό
και έλα μαζί μου λαβωμένο ξωτικό.
Έκλεβα λιγάκι από τις ψεύτικες ρε τις χαρές σου
– μοιάζει η νύχτα να κερνάει με χαρά το κακό.
Μέσα μου κρατούσα ένα θαμμένο χρόνια μυστικό
–είσαι κοντά μου το νιώθω λαβωμένο ξωτικό.
Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
πες μου ρε φίλε τότε γιατι οι στιγμές μου με πνίγουν
δεν άπλωσα το χέρι σ’ όσα μ’είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ’ το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει.
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
χαρίζαμε ελπίδα ενώ φαινόταν η παγίδα
φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα.
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι’ αλλού όσο τραγουδάνε
κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά και ποιόν τρομάζω.
Για ποιόν λαό για ποιόν θεό για ποιούς αγώνες
για ποιά αδέλφια ποιούς χειμώνες ποιές εικόνες
τι να τα κάνω όλα αυτά που φτύσαν πάνω στ’ονειρό μου
αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου.
Κι όσα με ξενερώναν στο μεθύσι μου πάνω
σας τα κερνάω ξεθυμάνανε τι να τα κάνω
Καρδιά μου άλλαξες χρώμα μπήκε νερό στο κρασί μου
στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου.
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ για μένα μόνο
να τελειώνω δε θέλω από κανένα γιατρειά
θέλω να φύγω μακρυά.
Βρήκα νερό στο κρασί μου γι’ αυτό δεν πίνω γουλιά
είναι κρυφή η πληγή μου γι’ αυτό δεν βγάζω μιλιά
βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι’ αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πρίν μου γίνει συνήθεια θα ’χω φύγει μακριά.
Και πάω στοίχημα από κει δεν θ’ ακούγονται οι φωνές
δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
δεν θα γιορτάζει ο φόβος με τη λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο λιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ.
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
θα κάνω πλάκα στο αιώνια σοβαρό μου
θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου.
Θα το βουλώνω τη σιωπή για ν’ ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος.
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ’ ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω.
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ’ αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
και πρίν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει όλα όσα έχω τάξει.
Γιατί δεν έβαλα ποτέ στο κρασί μου νερό
και ευτυχώς δεν ξεχνάω με τον καιρό
λέω πριν φύγω την πιο κρυφή πληγή μου
να τηνε γειάνω να μην την σέρνω έτσι μαζί μου.
Οι πιο πολλοί δεν θα θυμάστε αυτά που τότε είχα πεί
και με αναγκάζετε ξανά να σας χαλάσω τη γιορτή
το βόλεμά σας και την ατέλειωτη χαρά
κι ό,τι είχα αφήσει απ' την προηγούμενη φορά.
Τα ίδια μάτια με την τόση αδιαφορία
καλά στημένη και η αλώβητη ιστορία
βλέπεις τώρα είναι μπανάλ η ωμή ολιγαρχία
κυβερνάει η γκλαμουριά και η σινιέ αληταρχία.
Η ευκολία τα λεφτά πανίσχυρο το τέρας
μα για τα αδέρφια μου δε φτάνει ο αέρας
τους μοιάζει η φτώχια φυλακή και ζητούν την ευκαιρία
να ξεφύγουν από αυτή την τιμωρία.
Και πάν’ εκεί, φυτώριο, καλό, εντατικό,
σε ένα κολλέγιο που λες ιδιωτικό
λαμπρό το μέλλον γιάπης με φράγκα
κι αν την χωθείς και σε στοά σε κάνουν μάγκα.
Τη λεν παιδεία, τι κοροϊδία
λαπαδιασμένα τα όνειρά τους τι αηδία
αυτά τα αδέρφια χάνονται εδώ στο δυο χιλιάδες
και φταίτε εσείς ρε πατεράδες και μανάδες.
Για τα αδέρφια που χαθήκανε νωρίς
δεν φτάνει μόνο της λύπης το τραγούδι
τα λάθη σας να ξέρεις πως δεν σβήνουνε
μοναχά με ένα δάκρυ ή ένα λουλούδι.
Γι' αυτά αδέρφια που χαθήκανε νωρίς
κοιτάω τον ουρανό και σιγοτραγουδάω
και αφού νοιώθω την καρδιά μου να πονάει
δεν ξεχνάω και εκδίκηση ζητάω.
Αλλού γιορτάζουνε αλλιώς γι' αυτό και εγώ στάνταρ τρελός
σκάω ακάλεστος και έχει ο Θεός.
Παιχνίδια εδώ πολιτικά κι ας έχει έδρανα αδειανά
είν' η πορεία σταθερή στο πουθενά.
Γιουροκουρέλια από εδώ το μισοφέγγαρο από εκεί
και πάνω απ' όλα η μαμά Αμερική
νοιώθω καλά που είμαι απ' την χώρα σου Σωκράτη
κι ας έχω τσίμπλα στο ένα μάτι.
Μα δε βαριέσαι πόσα αδέρφια να χαθούνε
οι υπόλοιποι ίσως να μπορούνε να πηδιούνται απ' το PC τους
και να αλλάζουν τη ζωή τους
με κοκτέλα χημικών, παραγωγή τους.
Με λίγο clubbing πρασινοκόκκινα μαλλιά
πίσω κουφάλες θα μας βάλουν τα γυαλιά
αυτοί τα πάνε πιο καλά στους αριθμούς
θα μας κερδίσουν στους μαρμάρινους σταυρούς.
Κι είναι τα αδέρφια μου πιστοί σαν καταναλωτές
φανατικοί των show τηλεθεατές
άλλοι ντιλέρια μπορεί και δικηγόροι
το ίδιο μου κάνει κι ας αλλάζουνε οι χώροι.
Άλλοι μπράβοι και μες την νύχτα καθώς πρέπει
αφού η φτώχια η πουτάνα το επιτρέπει
άλλοι φορέσανε στολή για εκείνους ντρέπομαι πολύ
άλλοι τελειώσαν όποια να 'τανε σχολή.
Άλλοι γιατροί και επιχειρηματίες
άλλοι στον τόκο τα λεφτά και εγκληματίες
μα δεν τ' αντέχω ρε παιδιά εγώ σας έζησα αλλιώς
γι' αυτό σας λέω ότι δεν είμαι τυχερός.
Έμεινα εδώ να τραγουδάω και σας ρωτάω
τελικά από ποιους εκδίκηση ζητάω
από εκείνους που ξέρουμε ότι φταίνε
ή από εκείνους που τριγύρω πάλι κλαίνε.
Πάει καιρός που μπολιάστηκε του δέντρου η ρίζα
κι οι αλητάμπουρες τριγύρω μου γινήκαν κυρίζα,
ωριμάσανε, σαπίσανε και πέσανε,
άλλοι παντρεύτηκαν και πήγανε και δέσανε·
ντροπή φορέσανε και βρήκανε πολλές δικαιολογίες,
κάποιοι ανταμώνουνε μονάχα τις αργίες
σα παναγίες που κεντάν τα σάβανά τους,
φτύσαν το δρόμο που είχαν χρόνια μες στα σωθικά τους.
Στα πρακτικά τους γράφεται μόνο ό,τι δε σαλεύει
κι αν έμεινε κανείς τρελλός εδώ να το παλεύει
να γυρεύει παλιές εικόνες κι αρώματα
και τα θαμμένα όνειρά μας στα χώματα.
Τρελοκαμώματα για όσους ράψαν μπαλώματα
στα τρύπια βράδια τους που ζούνε στα παπλώματα.
Όσοι δε το βγαλαν δεν είχαν τσίπα,
ενώ το είδανε το φίδι να κοιμάται στην τρύπα.
Πάει καιρός που όλα τα βλέπαμε καλά γενικά
και πιστεύαμε πως όλοι είναι καλά αρσενικά.
Τώρα γινήκαμε από αδέρφια γειτόνοι και ξένοι,
Ανταμώνουμε, όταν κάποιος πεθαίνει.
Πάει καιρός και τώρα εδώ στη γη του κανενός
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως·
ωραία ζωή και δυο μέτρα ουρανός,
όλα είναι ίδια ακόμα και στη λάσπη και στο φως.
Πάει καιρός όμως θυμάμαι, ευτυχώς,
μυρωδιές εικόνες και νοιώθω τυχερός.
Πάει καιρός πολύς καιρός
που επιβίωνες, αν ήσουν αλήτης σοφός.
Πάει καιρός τώρα γεμίσαμε φως,
σοβαρευτήκαμε χωρίς να καταλάβουμε πως.
Πάει καιρός για να τη βγάλεις γερός,
αδελφέ μου, αποφάσισες να ζήσεις κουφός.
Στου κουφού, λοιπόν, χτυπάω κι απόψε την πόρτα
κι εκείνος ντροπιασμένος χαμηλώνει τα φώτα.
Επιμένω και ξαπλώνω στο πλατύσκαλο,
τραγουδάω και κρατάω ονειροπίστολο·
να του ρίξω δυο καλά να 'ρθεί στα ίσια του
ή καναν εφιάλτη να παλεύει με τη λύσσα του.
Ανοίξτε, ρε, ανοίξτε μελλοθάνατοι!
Ποιος να μου το 'λεγε ότι θα στέκονταν ασάλευτοι,
βολεμένοι, εύκαιροι και δανεισμένοι,
πιασμένοι από μια φούστα ή μια καρέκλα σπασμένη.
Και σαν πρώτα αντρειωμένοι, τώρα σκυμμένοι,
καλοδιατήρητοι και γυμνασμένοι.
Τριανταέξι άτοκες δόσεις,
κοίτα πριν φύγεις, φίλε μου να ξεχρεώσεις.
Υποχρεώσεις - βγάλ' τα παπούτσια, μη λερώσεις -
όσα δεν έκανες, εδώ θα τα πληρώσεις.
Πάει καιρός από τα νιάτα σου τ' ανέμελα,
τώρα σε σκάβουν τα προβλήματα συθέμελα.
Γλυκειά σου νιότη - πίσω προδότη -
θα κλειδώσω τη πόρτα, αφού την κάνατε πρώτοι.
Πάμε παρέα, αδερφέ μου, μη κάνεις κράτη.
Το έχω άχτι να περάσω απ' τον συρμάτινο φράκτη
και τον ήλιο να θαμπώσω για λίγο,
να μη μας πάρουν χαμπάρι όσο θ' ανοίγω και θα πνίγω
στης γης τα ρήγματα, τα πιο όμορφα κρίματα,
ζωής θελήματα, της φτώχειας γεννήματα,
μονάκριβα ποιήματα και δίπλα στα θύματα
η παρέα μου ίχνη αφήνει, και πατήματα
Πάμε...
Υο! Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.
Τρομάξτε τους ήδη φοβισμένους δεσμώτες
με λόγια και νότες κι οι ατσάλινες πόρτες
ραγίζουν κι οι ταπεινοί τα ουράνια αγγίζουν,
δυο πύρινα μάτια και πύργους γκρεμίζουν.
Πάμε...
A Guantanamo in gabbia c' e anche gente innocente,
gente presa a caso che non c' entra niente.
Dove sono i processi? Le prove? I diritti?
Noi non stiamo zitti, non stiamo zitti.
Falso, falso, falso, falso grande capo,
sei un capo solo col fucile puntato.
Non ti rispetta piu nessuno ormai nel mondo.
Guantanamo e la guerra non nascondono il tramonto.
Noi non vogliamo Bush e faraoni predatori,
petrolieri ricoperti di rubini e ori.
Noi non vogliamo Bush che coltiva il terrore -
ultima spiaggia e speranza per restare al potere.
Schiacciati in fondo al mondo come sardine
eppure ancora vedi che l'umanita combatte e vive.
Questo canto vola, oltre oceani e colline
dove un nuovo mondo sorge e per voi c' e scritto: "Fine".
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά
How can we free the prisoners of war,
from indefinite detention down in Cuba?
I feel sorry for the innocent ones who suffer,
so we dedicate this one to all world leader.
If you live in a glass house, don't throw stones.
What gives you the right to invade people's homes?
Terrorism is something that we can't condone,
but there is more than one reason why the towers came down.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά
Vamos hacer lo imposible
por una vez mas como empieza saga
con un tripulacion puro, la roja armada
que viene de los cinquo orizontes del mundo.
Curaga rodeada de agua
y encima las barreras enredar istorias
nosostros con alas de barro y las palabras amos
libertaremos el fuego en Guantanamo.
Je repense aux images des prisons de Guantanamo
Des hommes dans des cages, traites comme des animaux
En detention … loin de Geneve et ses conventions
Certains sont innocents de toutes ces accusations
Faire subir aux autres ce qu'on n'aime pas subir
C'est comme ca qu'ils poussent les terroristes a agir
Je dis Attention !!! Car je sens monter la tension
Ces provocations auront de graves repercussions
Nos dirigeants passent leur temps a semer le vent
Quand vient la tempete, les tours tombent en miettes
Et qui ramassent les pots casses? C'est malheureusement
Nous … toujours nous … encore nous … les innocents
Πάμε, φώναξε σ' όλους πως πάμε,
μιλάμε, αγαπάμε, νοιώθουμε και τα δεσμά τους σπάμε.
Ανταμώνουμε και σ' άλλη γλώσσα μιλάμε,
στου ονείρου την άκρη περνάμε.
Noi non vogliamo Bush, il figlio di papa.
Non vogliamo questa guerra che e contro l'umanita.
Noi prenderemo il sole, il sole e la liberta,
sulla spiaggia di Guantanamo il vento ci portera.
Non stiamo zitti...
Noi non vogliamo Bush...
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Vamos como pajaros del fuego
en Guantanamo,
libertaramos el fuego
Des oiseaux … volent vers les terres
De Guantanamo … l'ile de l'enfer
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά
μέχρι το Γκουαντανάμο
να πάρουμε τη φωτιά.
Lets wonder, lets fly, lets find us
in Guantanamo and free the fire.
Κοιτάω ξανά τριγύρω και όλα μοιάζουν ξένα
και να τα αγγίξω δε μπορώ είναι καλά κρυμμένα
κοιτάω τα σύννεφα και σκέφτομαι ταξίδια
μα χωρίς φως όλα τα γκρίζα στη ψυχή μου είναι ίδια.
Γι’ αυτό τα μάτια χαμηλώνω προς τη γη
και σε καλό μου πάλι να μου βγει
γιατί κι αυτό το χώμα τώρα που πατάω
δε φταιω εγώ δε μ’ έμαθαν να τ’ αγαπάω.
Μονάχα σύμβολα τριγύρω και εικόνες
μασόνοι στο σκοτάδι να στήνουνε κανόνες
μια έμμονη ιδέα και μια φοβία
μήπως ποτίσει το μυαλό μου με στημένη βία.
Λόγια πολλά και δεν αντέχω πια
που είναι η πατρίδα μου εκείνη η γλυκιά
που έχει στη πέτρα χαραγμένο λεει το φως
λες να την ξέχασε για πάντα ο θεός.
Και νιώθω πρόσφυγας εδώ που έχω γεννηθεί
σα τους προγόνους μου εδώ έχω στηθεί
για να ξεπλύνω τύψεις και υποσχέσεις να εκπληρώσω
πόσο ακόμα θα πληρώσω.
Έχω σημάδια προσφυγιάς και το γλυκό φιλί γιαγιάς στο μέτωπό μου.
Έχω τον πόνο αδελφό και ένα όνειρο κρυφό για φυλακτό μου.
Κάτω απ’ τον ήλιο χωρίς φως για μένα γκρίζος ο ουρανός
κι όμως υπάρχω.
Παίρνω κουράγιο τραγουδώ, για όλα αυτά που αγαπώ
χωρίς να τα’ χω.
Όλα κρατάν καλά κι ο πόνος μεγαλώνει
κι ο φόβος το όνειρό μου συνέχεια πληγώνει
κάνοντας ακόμα πιο βαριά τη μοναξιά μου
στον τόπο αυτό που δανεική είναι κι η χαρά μου.
Στο τόπο αυτό που τα δάκρυα μοιάζουν δώρα
και σκεπασμένη μένει η αλήθεια από το τώρα
ακούω πολλούς να νοιάζονται για μένα
μα όλα τα λόγια πάντα μένουνε θαμμένα.
Γιατί οι σκιές είναι τριγύρω μου πολλές
να βασανίζουν το μυαλό μου με το χθες
γνωστές εικόνες παλιές ελπίδες
μητέρα η πατρίδα κι ας μην την είδες.
Κι ας μη σ’ αγκάλιασε ποτέ κοντά της έλα
κλείσε τα μάτια στα χτυπήματα και γέλα
είναι ιερός μας λένε πάντα ο σκοπός
και για να νοιώσουμε το φως.
Πρέπει να κάνουμε συνέχεια υπομονή
για ένα μέλλον λεει καλό που θα φανεί,
μα τους βαρέθηκα όλους που να’ ναι ο θεός,
λες να’ ναι πρόσφυγας κι αυτός.
Φυσάει κόντρα σε ολάκερη γη,
τ' αγρια πετούμενα δε βρίσκουν πηγή,
δεν αντέχω της βολής τη σιγή.
Και δω' απ' τον τόπο που έζησα τη φυγή,
ρίχνω αλάτι στη βαθιά τους πληγή,
τάζομαι πρόσφυγας και σε καλό να μου βγει.
Γυρνάω στον κόσμο, πουθενά δε βλέπω ξένο όπου μένω.
Γυρνάω πίσω και από όποιον συναντήσω, μαθαίνω.
Δίνω, παίρνω, ανασαίνω από τα χρώματα, πληθαίνω,
από τ' αρώματα μαγεύομαι και ταξιδεύω.
Γυρεύω για όλους μας το ίδιο όμορφο στέγαστρο,
φτιάχνω φωτιά για όποιον θέλει κόσμο αταίριαστο.
Για τα μάτια ενός παιδιού που ψάχνει γη, γκρεμίζω ουρανούς,
λυτρώνω μάνες και γιους.
Κάνω τη γλώσσα μου την πορφυρένια, ατόφιο μολύβι·
και τη ψυχή μου ένα απέραντο από στίχους καλύβι.
Ρίχνω το κάστρο σας, φτύνω του άστρου σας την κόχη.
Γίνομαι αύρα αλμυρή και στερνοβρόχι.
Πάρε τα όχι και ξεκούρνιασε από αυτή τη γωνία
που στο κουφάρι σου πετάξαν τα κλεμμένα μ'αφθονία,
άρνησή μου στομωμένη (πυρωμένη), λύσου καημένη,
γίνε κλωστή στην ανέμη τυλιγμένη
να σου δώσω μια, να γυρίζεις για πάντα και πάντα
να σου φυσάω πρίμα, κράτα μου αγάντα
μέχρι να βρούνε απάγκιο όσοι ζουν σε φυγή.
Καινούρια αρχή και σε καλό να τους βγει.
Σε καλό θα μου βγει κι ας τρίξουν οι σκαρμοί μου.
Έχω μαζί μου, σ' αυτό το σάλεμα που κάνεις ψυχή μου,
την αυταπάρνησή μου, το μαγικό ραβδί μου,
κάνω τ' αδύνατα να ξεπερνάνε τη φωνή μου.
Τιμή μου, λίγα μου βήματα σκίζουν τη λάσπη.
Πάρε τα χνάρια μου αντί για χάρτη
και στα μπαγκάζια σου μη στριμώξεις ντροπή,
ούτε σιωπή.
Υστερόγραφο: δε πιστεύω στη τύχη.
Όταν τα ψέμματα πεθαίνουν, γεννιούνται ωραίοι στίχοι
και γλυκαίνουν το μίσος στους ιχνανθρώπους
ή τους πετάνε για πάντα μες στους πανέρημους τόπους.
Λογια κρυμμένα μου, θρυμματισμένα μου
κάνατε απόσβεση σε όσα είχα μέσα μου.
Σύξυλη η μπέσα μου μπροστά στη βρώμικη ιστορία,
μύθος απέθαντος και ωμή αλληγορία.
Περιγελάστε με, δειλοί, ξεχάστε με,
πλέξτε με φυτίλι και ανάψτε με·
μέσα στην πλάνη σας ένα όνειρο ατόφιο θα εκραγεί
- ζωής κραυγή και σε καλό να μου βγει.
Καινούριος δρόμος φτιαγμένος από ευχές κι αναθέματα,
χαμένοι θεοί στων μυρμηγκιών τα μαστορέματα,
ξερότοπος τ' όνειρο στο βασίλειο της νιότης
κι ο άνθρωπος δειλός οικοδεσπότης
καλωσορίζει το φόβο στου χρόνου πάνω το κουφάρι
κι αν αντέχεις να το δεις κάνε παζάρι
- τι έχεις να χάσεις Όλοι σε τέτοιους καιρούς
προβάρουν το κακό γύρω από λόφους νεκρούς.
Γίνε σπάνιο αγριοπούλι με ορθάνοιχτο ράμφος,
τραγούδα τη σιωπή σαν άσκαφτος τάφος,
ζήτα ένα ζεστό νοτιά στη καρδιά του χειμώνα
κι απ' όσα σε σκιάζουν το πιο μικρό κάνε κρυψώνα.
Αν είσαι εδώ κι εγώ είμαι εδώ και όλα λείπουν,
αν φύγεις, φεύγω κι αν με ζητάς, είμαι όπου ήσουν.
Γύρνα και δες, σου δείχνει τ' αύριο ότι είσαι χθες
κι ό,τι κι αν λες, είσαι ο φόβος που δε θες.
Τόσο αλλόκοτος και ατάραχος ταξιδευτής,
γιος πρωτότοκος, καρτερικός και γητευτής
και ζηλωτής, που ό,τι ζητήσεις να γευτείς,
μονάχα θα τ' ονειρευτείς.
Τρέχεις στο χρόνο γυμνός, τα βρήκες πάλι σκούρα,
παραμιλάς παρελθόν σαν ήρωας μινιατούρα.
Κάποτε τύλιγες φωτιά και τη μοίρα,
τώρα δε βλέπεις καν λαβα απ' τη κορφή του κρατήρα.
Έχεις λιώσει ξανά και σε δουλεύουν στο αμόνι
να γίνεις πλέγμα σε απαγορευμένη ζώνη
ή μια ταμπέλα σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
που θα οδηγεί στο καιρό του αλλόκοτου φόβου.
Κοντά σε πέρασμα του αιώνιου κόμβου
μ' έπιασε το άρωμα του αλλόκοτου φόβου.
Πως να το περιγράψω
Φτωχά κι όσα γράψω.
Μου αρκεί το ανάθεμα που σέρνει το βιος μου,
νεογέννητο πλάνεμα, σκιά όλου του κόσμου.
Πως να σε αντικρίσω
Αλλού θα γυρίσω…
Στο κατάρτι του κόσμου σκαρφαλωμένη η αγωνία,
τυφλή κι ανίκανη να κάνει κουμάντο, δίνει προστάγματα.
Όλα της φύσης τα στοιχεία σε αρμονία
σ' αμαρτωλών ορμάνε πάνω τ' άγια τάγματα.
Χίλια χρόνια μπροστά βλέπει του φόβου το μάτι,
μακρύ το χέρι του που απλώνει στιγμές ν' αδράξει,
μια ανθρωποθάλασσα σκίζει από αίμα κι αλάτι
αρβάλα τα γενόμενα κι η πρώτη πράξη.
Οι πιο μεγάλοι των ανθρώπων ίσως τα 'βγαζαν πέρα,
από μικρούς, όμως, θεούς ζητάς ζωή να πάρεις πάνω σου,
συντηρείς μηχανές να ξεπλύνουν τη λέρα,
κόβεις το δρόμο του λόγου σου του πιο άμεσου.
Η πιο κρυφή σου ελπίδα αυτόχειρας μπροστά σου
κι αν θες να πας κι εσύ στο διάολο βιάσου.
Για λίγο στάσου στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου
κι ίσως βρεθούμε στον καιρό του αλλόκοτου φόβου.
Γεννήθηκα στο ραντεβού της νύχτας με τη μέρα
μια ζεστή Αυγουστιάτικη Δευτέρα.
Τα όνειρα ήταν λίγα, τα λόγια ήταν πολλά
και όλοι νοιώθανε καλά
που το είδος θα κρατήσει και το γλέντι θα αρχίσει,
τσάμπα της μάνας μου το δάκρυ είχε κυλήσει,
η αγωνία της, ο πόνος, η λαχτάρα
μαζί με τις ευχές και μια κατάρα
που άκουσε το άστρο μου και κρύφτηκε στο φως
και από τότε είμαι τόσο μοναχός.
Και τα γέλια δε κρατάνε, κι οι υποσχέσεις δε μετράνε
και αυτοί που σ’ αγαπάνε, βλέπεις εύκολα ξεχνάνε
και φοβούνται να σταθούν κοντά στο χρόνο
κι από αγάπη δε μοιράζονται τον πόνο.
Βλέπεις, το άστρο το δικό τους φωτίζει εκεί ψηλά
και έτσι όλα πάνε καλά.
Άκου μάνα, για όλους έχει ο θεός,
κι ίσως το δικό μου άστρο να ’ναι κάπου εκεί στο φως.
Άκου μάνα για όλους έχει ο θεός
και μας χωράει ο ουρανός.
Γι’ αυτό και ’γω γυρνάω στο φως και τραγουδάω,
έπαψα τις μέρες που περνάν πια να μετράω.
Μαζεύω τα κομμάτια μου και δεν ελπίζω,
σε ’κείνα που με θέλουν πάντα, πίσω να γυρίζω.
Σφίγγω τα δόντια μου και έχω παρηγοριά μου,
μόνο το όνειρό μου κι όσο αντέξει η καρδιά μου.
Θα είμαι εδώ και καλά να το θυμάστε
και αφού δε σέβεστε, θα με φοβάστε.
Γιατί εγώ ζω, μόνο ό,τι αγαπώ,
φυλάω το ψέμα μου σε σας μόνο να πω,
σ’ όλους εσάς με το άστρο εκεί ψηλά
που δήθεν νιώθετε καλά.
Γιατί όλα γύρω σας αλλάζουν,
ενώ οι μέρες που περνάνε σας τρομάζουν.
μα εγώ μακριά πετάω τώρα τις ευχές,
δε θα ξαναζήσω ποτέ μου εγώ το χθες,
γιατί μάνα τα βρήκα όλα μπροστά μου,
ο πόνος μου ζωή και διάλειμμα η χαρά μου.
Πάντα μάζευα ό,τι έμενε απ’ τη στάχτη,
μα η τύχη μ’ έχει άχτι.
Σταμάτα να καυχιέσαι πως όλα τα είδες
είναι μεγάλη η διαδρομή
το μέτωπο σου δειλιάζει να χαράξει ρυτίδες
σε μια μικρούλα έχεις φωλιάσει ρωγμή
αυτού του κόσμου που ονειρεύεται ακόμα
να γίνει ένα αιώνιο, απέραντο μνήμα
στάσου και φτύσε στου χρόνου το γιόμα
ό,τι σκεφτείς εδώ είναι όλα χύμα.
Δέσου καλά στο κατάρτι και άσ' τις σειρήνες
να σε φωνάζουν, να σου τάζουν πολλά
άσε τα χρόνια, άσε τους μήνες
να σε γεράσουν όπως ξέρουν καλά
άσε τις μέρες αυτές να σε γεμίσουν φωτιά
έχουνε μνήμη καλή και μας χρεώνουν
μας στέλνουν πίσω της μετάνοιας τα χαρτιά
μας αγαπούν και μας τελειώνουν.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
θα μείνω εδώ δεν έχω που να κρυφτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
δε προλαβαίνω ούτε καν να σκεφτώ.
Γι' αυτό σου λέω είναι βαριά τιμωρία
να θέλει η νιότη σου να τρέξει μπροστά.
Πείσε την πρώτα ότι δε κάνει αγγαρεία
κι ύστερα τράβα απ' αυτήν χωριστά.
Τρέχα και βρες τις μεγάλες φοβέρες
έχουν κουρνιάσει μες στις ψυχές
και τραγουδούν τις παράξενες μέρες
δίπλα στις τύψεις και οι ενοχές
γίνανε λόγια απλά κι αυτές με φαντασία
γι' αυτό περίεργα απόψε, δε στο 'πα
δεν ικετεύουνε πια γι' αθανασία
με προσευχές και παράξενα κόλπα.
Μη ξεχνάς και μη κερνάς αδικία
τώρα πια ανθρώπους και στιγμές
κράτα στην πάρτη σου τη πιο μεγάλη κακία
είναι θαυμάσιες οι μέρες αυτές.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
ψάχνω κουράγιο μήπως και ονειρευτώ
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
καλή ευκαιρία μήπως και μαγευτώ.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες
έτσι μπράβο να σ' ακούω να μιλάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Τι ωραίο να κλαις και να γελάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να ονειρεύεσαι, να μη ξεχνάς.
Μέρες παράξενες, θαυμάσιες μέρες.
Να μη φοβάσαι και να γερνάς.
Υπάρχει μέρος ν' ανασάνει η νιότη μας ζωή
Υπάρχει μέρος η ηθική τους να κρυφτεί
Υπάρχουν χρώματα να φαίνονται στο μαύρο
Κι αν ξέρεις πες μου που να τα βρω.
Τα 'χω χαμένα, στις τέσσερις γωνιές μοιρασμένα,
σ' αυτή τη γη ξεχασμένα με παρελθόν στοιβαγμένα
γερασμένα κι άλλα πεθαίνουν στη γέννα,
έχω και μέσα μου ένα, μαζί και σένα
όλα πνιγμένα στο αίμα και λυτρωμένα με ψέμα
με χίλιους κόμπους σε κουβάρι χρυσό τυλιγμένα,
δίχως μια στάλα πιωμένα μα μεθυσμένα,
γελούν και λένε τραγούδια σ' ένα σκοπό χρεωμένα.
Γι' αυτό σου λεω πάρε τα όμορφα κι έλα.
Για να τη σπάσεις στους καιρούς, τραγούδα και γέλα.
Κοίτα στα μάτια και μίλησε στους φοβισμένους,
κλείσε τ' αυτιά και φύγε από τους στοιχειωμένους
κι αν μυρίζει πάλι αίμα από πολλά της γης μέρη,
κάν' το τραγούδι και πες το κι όποιος ξέρει,
θα το 'χει ταίρι κι απάγκιο μυστικό,
όταν φορτώνει η ψυχή του από κακό.
Το ριζικό μας δειλιάζει, όταν του λεμε τραγούδια
και πριν πεθάνουμε, αν αφήσουμε στο τάφο μας λουλούδια.
Χαζά αγγελούδια δε βουλώνω το στόμα,
μαύρα δαιμόνια μου σας έκλεψα το χρώμα.
Γυμνοί βασιλιάδες, γυμνοί προφήτες
με τις πλάτες του θεού ξαναβαφτίζονται θύτες
κι εμείς οι αλήτες παντού σ' αυτή την πλάση
φτιάχνουμε ξόρκι που δεν ξέρουμε αν θα πιάσει.
Μα δε μας νοιάζει, πες το βλακεία και τρέλα,
έλα κι εσύ, προλαβαίνεις, τραγούδα και γέλα
για τους περήφανους που άδικα φεύγουν?
εγώ είμαι πάντα μ' αυτούς που πεθαίνουν.
Για την Παλαιστίνη - τραγούδα και γέλα
Για την κοιλάδα - τραγούδα και γέλα
Για τα Βαλκάνια - τραγούδα και γέλα
Και για την Κύπρο - τραγούδα και γέλα
Για τη Γένοβα - τραγούδα και γέλα
Για το Σηάτλ - τραγούδα και γέλα
Για τ' άσπρα κελιά - τραγούδα και γέλα
Για τους νεκρούς - τραγούδα και γέλα
Για τον Μάρκος - τραγούδα και γέλα
Για τον Γκάντι - τραγούδα και γέλα
Για τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ - τραγούδα και γέλα
Για τον Αλλιέντε - τραγούδα και γέλα
Για τον Τσε Γκεβάρα - τραγούδα και γέλα
Για τον εχθρό μας - τραγούδα και γέλα
Για το φονιά μας - τραγούδα και γέλα
Για τ' όνειρό μας - τραγούδα και γέλα
Τραγούδα στα παιδιά με τα σταυρωμένα χέρια,
τραγούδα στις μανάδες με τα μαύρα τσεμπέρια,
τραγούδα για όσους σκάβουν μ' ίδρώτα τη γη,
τραγούδα σ' όσους με γέλιο ξεπλένουν την οργή.
Τραγούδα τα όνειρα που δε προλάβαν να στεριώσουν
και τους ήρωες που πεθάναν πριν να προδώσουν,
για όσα αρνιέται να χωρέσει ανθρώπου ο νους
τους συρματοπλεγμένους ουρανούς.
Τραγούδα όλα τ' αδύνατα να γίνουν δυνατά,
τραγούδα γη νερό αέρα και φωτιά,
αντί για δάκρυα γέλα, το θάνατο ξεγέλα,
για μένα και για σένα τραγούδα και γέλα.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες είναι, σου λέω, οι πιο θαυμάσιες μέρες
Δεν παίζει ρόλο αν το διάλεξες, είναι του χρόνου και της ζωής μας οι βέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες που τρομάζουν και σατανάδες και αγγέλους
γι' αυτό σου λέω είναι θαυμάσιες, είναι μια ωραία ψευδαίσθηση του τέλους.
Είναι το άγχος μας και τ' όνειρο μας, είναι κι η ανάγκη μας για σωτηρία.
είναι γιορτή, είναι εξουσία κι η προσδοκία για μεγάλη τιμωρία
είναι το μάταιο και η ευκαιρία, ένα κεράκι της μετάνοιας ακόμα
είναι χαρά και φασαρία, είναι το πιο όμορφο στα μάτια μας χρώμα
είναι το χρήμα , το τσάμπα κρίμα, είν' το ρουσφέτι στους θεούς γι' αθανασία
είναι μαγκιά, είναι κλανιά, είναι τέχνη, είναι και ευαισθησία
είναι ηδονή, είναι παγίδα σε μιας πουτάνας απάνω το στρώμα
είναι ένας έρωτας χιλιετηρίδα που μιλάει μονάχα με το σώμα
είναι και φόβος, είναι και αίμα, είναι μια σφαίρα που στο σύμπαν γυρνάει
είναι αλήθεια, είναι και ψέμα, είν' το μηδέν που ποτέ δε γερνάει.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, είναι θαυμάσιες μέρες.
Αυτές οι μέρες οι παράξενες, ρε, σου λεω, είναι θαυμάσιες μέρες.
Κάπου και εσύ θα 'χεις ακούσει ιστορίες
ή από εδώ και εκεί τις μαρτυρίες
για εργάτες που χαθήκανε στο Πέραμα στη ζώνη
για ένα μεροκάματο που το όνειρο σκοτώνει.
Για ζωές κρεμασμένες πάνω σε σκαλωσιές
να δουλεύουν μουρμουρίζοντας το χθες
να ζητάνε απ' το Θεό, να βγούνε λέει με το καλό
απ' τα σκοτεινά αμπάρια για να δουν τον ουρανό.
Μα αλήθεια είναι θυσία σε βρώμικο βωμό
γι' αυτό φωνάζω δυνατά ρε και γαμώ
τους εργατοπατέρες, τα στημένα σωματεία
και κάθε γαμημένη εταιρία.
Που τα 'χει κάνει πλακάκια μ' αυτές τις αδερφές
που έχουν γαλόνια στις άσπρες τις στολές
κι αυτό το κράτος που είναι αδύναμο να βάλει
κάποιες βάσεις σωστές και να επιβάλει.
Όλα τα μέτρα εκεί που παίζονται ζωές
μα θα μου πεις ρε βλάκα τι είναι αυτά που λες
αυτοί θέλουν καλά στημένη την απάτη
δεν έχει κέρδος να προσέχεις τον εργάτη.
Πρέπει να καιει η λαμαρίνα να πονάει το ματσακόνι
και γρήγορα η δουλειά ρε να τελειώνει
γι' αυτό φωνάζω ψηλά στον ουρανό
πως όλα αυτά είναι θυσία σε βρώμικο βωμό.
"Γι' αυτό μ' αυτά τα λίγα λόγια βγάζω τον θυμό μου. Για όλα αυτά που γίνονται κάτω απ' τον γκρίζο ουρανό εκεί στο Πέραμα. Και δεν ξεχνάω ρε όσους πέθαναν άδικα. Και δεν με νοιάζει εσείς τι λέτε. Και πως τους δικαιολογείτε όλους αυτούς τους μαλάκες που φταίνε. Εγώ δεν ξεχνάω και πονάω μαζί μ' αυτούς που ακόμα ελπίζουν. Γιατί όλα αυτά είναι θυσία σε βρώμικο βωμό."
Γεννήθηκα και πήγα σχολείο πάνω στη Χούντα
με δασκάλους και παπάδες δοχεία συγκοινωνούντα,
ψυχές σαβανωμένες, θεόρατες σκιές
στου έθνους του αθάνατου τις μυρμηγκοφωλιές.
Μαζική παραγωγή, κρέατα ντόπια στο τσιγκέλι,
όμως, μας φύλαγαν εξόριστοι αγγέλοι.
Ρόζοι στα παιδικά μας χέρια απ' του δασκάλου το ξύλο
που έβγαζε μίσος στον εχθρό και περηφάνια στο φίλο.
Η γραφή με το ζερβό άνοιγε τραύματα,
'ξομολογήσεις σε δοσίλογους παπάδες και θυμιάματα.
Τα προσκοπάκια με τα μπλε σωβρακάκια
γινήκαν μπάτσοι που ξεσπούσαν σε προσφυγικά σπιτάκια.
Είναι όλα ίδια, παππού, κι ας αλλάξαν όψη·
ντροπή μεγάλη στου σπαθιού την τρομερή την κόψη
που όσο κι αν κόψει κεφάλια, γλώσσες και χέρια
ποτέ του δε θα φτάσει να κόψει από τ' αστέρια.
Είναι όλα εδώ, παππού, τον ίδιο κύκλο κάνουν,
πλανιούνται οικτρά πως ποτέ δε θα πεθάνουν.
Σκέψη κοινόχρηστη, θαμμένη σε τόπο επώνυμο
κι έτσι το χώμα που έχεις μπει, δεν είναι γόνιμο.
Κάνε με σου 'χα πει μεγάλη μπόρα
να τους πνίξω όλους μέσα στη δικιά τους σαπίλα.
Σου' πα να με κάνεις δράκο
να σας φυλάω απ' τους φασίστες, μονάχα εγώ.
Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι
να φοράω με της "Αυγής" τα φύλλα.
Παππού, μάθε με, σου 'λεγα για να τους τη σπάω,
να γράφω με το ζερβό.
Είναι όλα ίδια, μαστρο Μίκη, ίδια γελάνε οι φοβισμένοι.
Ίδιος ο λήθαργος, ίδιοι κι οι πλανεμένοι.
Ίδια κι εύκολα το τίποτα ακόμα αλλάζει χρώματα.
Ο χρόνος ράβει μ' ίδια λόγια τα στριφώματα.
Στα χώματα για λίπασμα οι πρώτοι νεκροί,
ζωντανοί οι πονηροί, βαλσαμωμένοι καιροί.
Ίδια ακούνε οι γειτόνοι τη φωνή σου.
Θα ξέχναγα ό,τι σκάρωσα για ένα κρασί μαζί σου.
Στο ίδιο μέρος που ξερνάν, πάνε και στέκονται,
δεν αντιστέκονται, τα πάντα δέχονται, τα ίδια φίδια έρπονται.
Αφορισμένοι οι άτακτοι κι οι πρόσφυγες
από τους άπληστους, νευρωτικούς αυτόχθονες.
Ίδια όπως τ' άφησες παππού, σφιχτά και αποπνικτικά,
ίδιο συμπεθεριό, ίδια ελαφρυντικά.
Μάτια στραμμένα σ' αποκλίνοντες κυκλώνες,
σάπιοι αιώνες με μπουντέλια αρχαίες κολώνες.
Τρελοί χειμώνες, κι αυτή εδώ η πιο παράξενη ράτσα
κάνει την ίδια ειρωνική και βαριά γκριμάτσα
- δήθεν καπάτσα - τη βλέπω, και την είδες από παιδί·
ψάχνω ό,τι έψαχνες μια πορφυρένια γη.
Κάνε με σου 'χα πει μεγάλη μπόρα....
Σου 'πα να με κάνεις δράκο...
Πάντα σου ζήταγα να φτιάξεις ένα ασπρόμαυρο σακάκι
να φοράω με της "Αυγής" τα φύλλα.
Παππού, μάθε με, σου 'λεγα να τους τη σπάω,
μάθε με να γράφω με το ζερβό.
Σκάσε κουφάλα ζωή και φαντάσου μια εικόνα,
με τα μάτια, λεει, κλειστά να σε περνάω από βελόνα
και μ' αυτή να κεντάω κάργα στιγμές στο πετσί μου,
όσα έχω πάνω μου, είναι πατρίδα και γη μου.
Μα την αφή μου και τον νου μου τον άχρονο,
μα τη φωνή μου και το αίμα μου το άφθονο,
εμένα πάντα από μακριά μόνο μου γνέφει,
δε με φοβίζει που η σιωπή με κραυγές επιστρέφει?
αλαλιασμένη και ψευτονοικοκυρεμένη,
παστρικιά πουτάνα, καλοπληρωμένη,
καλά φτιαγμένη, λιγωμένη απ' το αιώνιο πιόμα,
γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας κι ανταμώσω το γιόμα,
όμορφο τόσο που να θέλω να μου δώσω
όμορφο τέλος - μα δε γαμιέται, δε θα προδώσω.
Θα με φωνάζω συνέχεια ψεύτη
μέχρι να 'ρθεις, δειλέ μου επισκέπτη.
Και σαν κυλήσεις προς τα εδώ, φέρε μου λίγο αέρα
κι αν θέλεις, πες μου, έξω είναι νύχτα ή μέρα
Αν κάτσεις ώρα, φτιάξε μου λίγο το κέφι?
μα κάνε γρήγορα, γιατί η σιωπή επιστρέφει.
Επιστρέφει, είναι κοντά η σιωπή.
Στις αυλές των θαυμάτων η ντροπή βγάζει το άχτι,
μασάει τη ρίζα η ψυχή μου να κοπεί,
θα σκεπαστώ με τη δικιά μου τη στάχτη.
Επιστρέφει και καταπίνει φωτιές,
πίνει μεδούλι και μετράει τους σφυγμούς σου,
ξέρει καλά πως τρελάθηκες χθες,
είναι κοντά και ακούει τους λυγμούς σου.
Δυο λόγια μόνα κι απλά θέλουν πια κόπο διπλό
κι έχουν για αντίβαρο τον χρόνο τον ανύποπτο,
απαλά σε σκουντάνε κι ένα οδηγό έχουν τυφλό
που σέρνει σκυλούς φιμωμένους χωρίς φίμωτρο.
Στη σιγαλιά ξαναζεσταίνουν τα παλιά, μα ούτε γουλιά,
ξεσαλωμένα, θολωμένα, δε κερνάνε κανένα,
κοκορεύονται για φως αληθινό στην αντηλιά,
κουλουριασμένα ζητιανεύουν με χέρια κομμένα.
Γλύφουν το δρόμο να γυαλίζει που η σιωπή ακολουθάει?
κάτι μέρες μετράει σε καιρό που τη βοηθάει.
Γι' αυτό σου λεω μένω εδώ μπας και στα πάντα τη σπάσω,
κάτω απ' των στίχων τη σκιά να ξαποστάσω.
Κι όσο γυρεύεις το λόγο θα βρίσκεις φόβο,
κι αν μαγειρεύεις μια γέννα, ό,τι μας δένει, θα κόβω.
Θα ζω μ' αέρα, θα ταξιδεύω σα σφαίρα,
θα χτυπάω με το κενό και θα γιατρεύω μ' αιθέρα
κι εσύ δε θ' αντέχεις, μα θα τρέχεις στην ουσία
να βαφτίζεις το τυχαίο συνομωσία
κι εγώ θα βάζω το κεφάλι τη ρίζα να καταπιεί,
γιατί επιστρέφει κι είναι κοντά η σιωπή.
Όταν γεννήθηκες, μπήκαν όλα σε μια σειρά
στο ταραγμένο μέχρι τότε κεφάλι μου.
Ένοιωσα άνθρωπος, μα και σαν μάγος στην πυρά
και μονορούφι η ζωή έγινε ζάλη μου
κι είπα το χαλί μου απ' τα όνειρα να ξεταιριάξω,
είπα ν' αλλάξω ωραίο, σπουδαίο κι απρόσμενο,
ένα ταξίδι στην ψυχούλα μου να τάξω.
Και στο μυαλό μου το περιπλανώμενο
μ' αρχής γενόμενο της μοναξιάς τη γαλήνη
και την αλήτικη ηδονή του ξεβολέματος
άναψα πρώτος φωτιά, χωρίς να ξέρω τι θα γίνει.
Εκεί ανάμεσα γκρεμού και ρέματος
κι ανθρώπου θέλοντος καλοξεκίνησα
στ' ανθισμένα καλλιτεχνικά παρτέρια.
Έκανα ό,τι ήθελα, έβρισα και μίλησα,
έσπρωξα το στήθος μου πρώτος στα μαχαίρια.
Ύστερα αντάμωσα χιλιάδες πράγματα,
αλλά ωραία κι άλλα για φτύσιμο·
γραφτήκαν τίτλοι με μεγάλα γράμματα,
κάναν το γάμο με την παρακμή επίσημο.
Γι' αυτό όσα ακούσεις, φτιάξε την ιστορία σου
και αν σε κερνάνε πίκρα ή χαρά,
γράφτους, αγόρι μου, στ' αρχίδια σου·
μόνο το ένστικτό σου να παίρνεις σοβαρά.
Να μη χαρίζεσαι κι όπου κι αν πας,
να χαμογελάς μπροστά στις κουφάλες.
Τις μικρές στιγμές ν' αγαπάς
και μακρυα απ' τις μεγάλες αγκάλες.
Έναν όρκο μονάχα δος μου
βρες τα καλά και γερά κράτησέ τα
κι αν με στριμώξουν στη γωνιά αυτή του κόσμου
ό,τι κι αν γίνει "μην πετάξεις πετσέτα".
Όλα αυτά θα μπορούσα να στα πω ιδιαιτέρως
με πολλές αγάπες και λουλούδια.
Ασ' τα αυτά για όταν θα γίνω γέρος.
Τώρα τραγούδια κάνω, θα σ' τα λέω με τραγούδια.
Εξάλλου, το τρελοκομείο αυτό που σου 'τυχε πατέρας,
κάθε φορά που αναπνέει, παρεξηγείται,
αγαπιέται σα θεός και μισιέται σαν τέρας.
Σιγά, λοιπόν, ο τρελός μην εξηγείται.
Εσύ κράτα τα όλα όπως είναι απλά
κι αν θες να μάθεις το hip hop, να κοιτάς μέσα στα μάτια.
Να θυμάσαι ότι η αρχή είναι χαμηλά
και η ξεφτίλα είναι εικοσιτέσσερα καράτια.
Αν θες να ζήσεις Low Bap, γίνε μαντέμι
και δεν υπάρχει παράδειγμα κανένα.
Γίνε το σφυρί και το καλέμι,
σκάψε στα δύσκολα μακρυά απ' τα φθαρμένα.
Να φωνάζεις σαν κάνουν ησυχία
κι όταν τους βλέπεις να πετάν, πέσε κατάχαμα.
Η ζωή δεν είναι πόλεμος - ούτε μονομαχία·
είναι στα πάντα το πιο μεγάλο ανάθεμα.
Όμως, βάλ' τα κάτω, ίσως κι εγώ βρωμάω χθες.
Την είδα σήμερα πατέρας, συμβουλεύω και κρίνω,
μα όλα αυτά που σου λέω πάρτα όπως θες,
μπορεί και να 'ναι όσα δε μπόρεσα να γίνω.
Ρε, αλήθεια λέω μη νοιαστεί κανείς
αν πρέπει νωρίς να τραβηχτούμε εμείς
θα το κάνουμε μονάχοι πιο πέρα
για να ανασάνει ξανά η ψυχή μας αέρα.
Με μια Διαμαρτυρία αρχίσαμε κάποτε εμείς
τώρα κομάτι κι εμείς της παρακμής
η ψυχή μας δεν ξέρω αν έπιασε τόπο
ούτε αν άξιζε ρε φίλε τον κόπο.
Πού ’ναι το hip hop που ονειρευόμουνα παλιά
τότε που είχαμε βουτήξει τη ζωή απ ’τα μαλλιά
και τη βάζαμε μπροστά μας να ραπάρει
τώρα φωνάξαμε τον διάολο να μας πάρει.
Μετά βρεθήκαμε μ’άλλους στην Ώρα Των Σκιών μαζί
τίγκα λοιπόν το μαγαζί
και μη ρωτάς που είναι τώρα όλοι αυτοί
είναι σκόρπιοι μπροστά σου και ψάξ’το γιατί.
Ύστερα μπήκαμε στο Μεγάλο το Κόλπο
κι εκεί ψυχή σα να βρήκες τον τρόπο
να πείς όσα φοβούνται οι άλλοι
και μ’ έσπρωξες να βάλω στη φωτιά το κεφάλι.
Τότε βαφτήσαμε Low Bap τ’ όνειρό μας
χωρίς να ξέρουμε αν είναι για καλό μας
και τρελαθήκανε όλοι τότε οι μοδάτοι
στο παραμύθι που αλλάξαμε κάτι.
Για να ’χει το τέλος αυτό που του αξίζει
και να μπορεί τη ζωή να στραγγίζει
και να κρατήσει όσο γουστάρουμε εμείς
κι αν χαθεί μπράβο της παρακμής.
Ρε μη νοιαστεί κανείς
αν θα χαθούμε εμείς
μαγκιά τους μπράβο της παρακμής.
Μη λυπηθεί κανείς
στον κόσμο μας εμείς
κι εσύ μαλάκα βιάστηκες να χαρείς.
Φτάσαμε τότε αισίως κάπου στο '96
και καναδυό είχαν ακόμα αντέξει
κι ήρθαν μαζί μου στον Τόπο Της Φυγής
να βρούμε τα σημάδια μιας παλιάς πληγής.
Να δούν από κοντά την αλεπού όταν μπαίνει στο βάλτο
να κοιτάει τον ουρανό από κάτω
να πετάει φωτιά με τα χέρια
όταν οι άλλοι έχουν γίνει ήδη αστέρια.
Σε μια παράσταση μεγάλη σιωπής
με λόγια και μουσικές περιωπής
πιθηκάκια διαλέξανε τον πρώτο τους ρόλο
κι οι αφεντάδες ετοιμάζουν hip hop στόλο.
Να κυριεύσουν πόλεις και χωριά
για να μαζέψουν πολλά φλουριά
βρήκανε στύλ και μόδα καινούρια
ας τους ψυχή μου να κάνουν γιούρια.
Εσύ μείνε κοντά μου και κοίτα
να τρώνε οι άλλοι μονάχοι την πίτα
και στάσου όσο αντέχεις αντίκρυ θανάτου
με τους Μύθους εκείνους του Βάλτου.